ΑΝΑΖΗΤΗΣΙΣ

π.Δ.Θ. 300

Σὲ ὅλες τὶς θρησκεῖες καὶ σὲ ὅλα τὰ φιλοσοφικὰ ἢ ἄλλα συστήματα ἡ ἔννοια τῆς ἀγάπης κατέχει πέραν πάσης ἀμφιβολίας τὴν ὑψηλοτέρα θέση. Κανεὶς δὲν διανοήθηκε ποτὲ νὰ κατεβάσει τὴν ἀγάπη χαμηλότερα ἀπὸ τὴν θέση περιωπῆς ποὺ τῆς ἀξίζει.

Ἔτσι καὶ στὴν χριστιανικὴ διδασκαλία ἡ ἀγάπη κατέχει τὴν πρώτη θέση εἴτε ὡς ἀρετή, εἴτε ὡς δωρεὰ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ ὅλη τὴν κτίση, εἴτε ἀκόμη ὡς ὁρισμὸς τοῦ πρωταρχικοῦ καὶ θεμελιώδους ὀντολογικοῦ γνωρίσματος τοῦ Θεοῦ. Διότι λέγει ἡ Γραφή· «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί»[1].

Τί ἀκριβῶς ὅμως εἶναι ἡ ἀγάπη ὡς γνώρισμα τοῦ Θεοῦ;

Μὲ τὴν φράση «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶ» μήπως ἡ Γραφὴ ὁρίζει τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ; Μὲ ἄλλα λόγια, ὅταν ὁ Ἰωάννης λέει ὅτι «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί», μήπως ἐννοεῖ ὅτι ἡ ἀγάπη συνιστᾶ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ; Μὴ γένοιτο νὰ ποῦμε τέτοια βλασφημία! Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκατάληπτος, ἀπερινόητος καὶ πάντῃ ἀμέθεκτος.

Μήπως ἡ φράσις αὐτὴ ἀναφέρεται στὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ; Τὴν παραδοχὴ αὐτὴν συναντοῦμε σὲ κείμενα τῶν θεολόγων μας. Ὅταν λέγουν ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι ἄκτιστη θεία ἐνέργεια, ἐννοοῦν ὅτι ὡς τοιαύτην ἐμεῖς τὴν ἀντιλαμβανόμαστε, τὴν βιώνουμε, τοιουτοτρόπως γίνεται μεθεκτὴ εἰς ἡμᾶς.

Ὅμως γεννᾶται ἕνα ἐρώτημα. Ἂν δὲν ὑπῆρχε ὁ κόσμος, ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἦταν ἀγάπη; Ἤ, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε ἀλλιῶς· πρὸ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου ὁ Θεὸς δὲν ἦταν ἀγάπη; Τὸ «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶν» ἄρχισε νὰ ἰσχύει μετὰ τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου;

Κάτι τέτοιο, ἂν γινόταν ἀποδεκτό, θὰ ἔθετε, ὅπως καταλαβαίνετε, χρονικὴ ἀρχὴ σὲ ἕνα ὀντολογικὸ γνώρισμα τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης, θὰ δημιουργοῦσε τὴν ἐντύπωση ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν σχέση του μὲ τὸν κόσμον.

Ναί, ἀλλά, ἂν πάλι ποῦμε ὅτι ὁ Θεὸς ἀγαποῦσε καὶ πρὸ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, τότε γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· Ποιόν ἀγαποῦσε; Τὸν ἑαυτόν του; Ἀλλὰ τί πιὸ ἐγωϊστικὸ ἀπὸ αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει; Καὶ γιατί ἐγὼ νὰ πιστεύσω σὲ ἕνα τέτοιον θεόν; Γιὰ νὰ γίνω τὸ ἴδιο ἐγωΐσταρος;

Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀδιέξοδο στὸ ὁποῖον εὑρίσκονται θεολογικῶς οἱ λεγόμενες μονοθεϊστικὲς θρησκεῖες. Ἕνας θεὸς μόνος, μονώτατος, μία ἀτέλειωτη, ἄπειρη μοναξιὰ ποὺ ἀνακυκλώνει αὐτάρεσκα στὸ ὑποτιθέμενο εἶναι της τὴν οὐσία μιᾶς κατ’ ἐπίφασιν ἀγάπης, ποῦ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο; Στὴν ἀτομικότητα φυσικά, στὴν μόνωση καὶ τὸν μηδενισμό. Τὸ ἴδιο, ξέρετε, ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν θεολογία τῆς Δύσεως, ποὺ προτάσσει τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ ἔναντι τοῦ προσώπου. Ὅμως αὐτὸ δὲν εἶναι μᾶλλον τῆς παρούσης.

Ἀντίθετα, ἡ ὀρθόδοξη χριστιανικὴ διδασκαλία παριστᾶ τὸ εἶναι ἑνὸς Θεοῦ ποὺ τὸ βασικὸ γνώρισμά του εἶναι ἡ κοινωνία τῶν προσώπων. Αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ ἐμεῖς εἰκόνες πιστεύουμε ὅτι εἴμαστε καὶ πρὸς αὐτὸν βαδίζουμε τὸ καθ’ ὁμοίωσιν ἀσκούμενοι ἐπιζητοῦντες. Τὸ «γενηθήτω τὸ θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς» αὐτὴν τὴν ἑρμηνεία ἔχει γιὰ μᾶς: Ἂς γίνουμε κοινωνία προσώπων κατὰ τὸ πρότυπον τῆς δικῆς σας ἀγαπητικῆς σχέσεως.

Δὲν μᾶς πείθουν λοιπὸν οἱ ὑποστηρικτὲς τῆς πανθρησκείας καὶ τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ὅταν διατείνονται πὼς ὑπάρχει μεγάλη συγγένεια ἀνάμεσα στὸν Χριστιανισμὸ καὶ στὶς λεγόμενες μονοθεϊστικὲς θρησκεῖες. Καὶ δὲν μᾶς πείθουν γιὰ δύο κυρίως λόγους:

Πρῶτον, ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι θρησκεία.

Δεύτερον, ἡ δική μας θεολογία ἔχει μία παράξενη ἀριθμητική. Ἀπὸ τρία πρόσωπα, ἂν ἀφαιρέσεις ἕνα, μένουν δύο. Ἂν ἀφαιρέσεις ἀκόμη ἕνα, δὲν μένει κανένα. Διότι ἕνα πρόσωπον ἴσον κανένα πρόσωπον!

Ἡ ἔννοια τοῦ προσώπου εἶναι ἔννοια ἀναφορική, ἀναφέρεται σὲ κάτι ἄλλο, σὲ ἕνα ἄλλο πρόσωπο. Τὸ μαρτυρεῖ αὐτὸ ἄμεσα ἡ θεϊκὴ ἑλληνὶς γλῶττα. Τὸ πρόσωπον ὡς λέξις εἶναι σύνθετη ἐκ συναρπαγῆς ἀπὸ τὴν φράση πρὸς ὦπα· ὅπου ὦπα, αἰτιατικὴ τοῦ ὤψ, ὠπὸς «ὄψις, ὀφθαλμός». Πρὸς ὦπα σημαίνει «πρὸς (τὴν) ὄψιν, ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν, μπροστὰ στὰ μάτια». Ἡ πρόθεσις πρὸς ὡς πρῶτο συνθετικὸ τῆς λέξεως πρόσωπον φανερώνει μία κίνηση πρὸς τὰ ἔξω, πρὸς κάτι ἄλλο ἔξω ἀπὸ τὸ ὑποκείμενο. Φανερώνει σχέση. Οἱ λέξεις πρόσωπον καὶ σχέσις δὲν μποροῦν νὰ νοηθοῦν χωριστά. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ λέξις ἀγάπη.

Μὲ τὴν ἔκφραση «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶ» δηλοῦται ὁ τρόπος ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ὑπάρχει ὁ Θεός, ὡς κοινωνία τριῶν προσώπων τὰ ὁποῖα ἀλληλοπεριχωροῦνται ἐν ἀγάπῃ. Τὸ ἕνα προσφέρει στὸ ἄλλο ὁλόκληρον τὸν ἑαυτόν του.

Ἂν ἀφαιρέσουμε τὴν τριαδικότητα ἀπὸ τὸν Θεὸν (τὴν κοινωνία τῶν προσώπων) καὶ τὸν ἐννοήσουμε ὡς μονάδα κατὰ τὴν ἀντίληψιν τῶν μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν ἢ τῶν φιλοσοφικῶν μεταπλασμάτων τοῦ Πλάτωνος, τοῦ Πλωτίνου καὶ ἄλλων φιλοσόφων, τότε ὁμιλοῦμε περὶ ἑνὸς ἀνυπάρκτου θεοῦ ἢ μιᾶς ἀνωτέρας, ὅπως κάποιοι τὴν λένε, ἀπροσώπου δυνάμεως.

Ἐμεῖς δὲν πιστεύουμε σὲ τέτοιον θεόν. Δὲν βρήκαμε τὴν θεολογικὴ πληρότητα οὔτε στὴν ἀπρόσωπη δύναμη τῶν φιλοσόφων, οὔτε στὴν πολυπρόσωπη χορεία τῶν εἰδωλολατρικῶν θεῶν, οὔτε στὸν μονώτατο καὶ ἐν τέλει ἀνύπαρκτο θεὸ τῶν λεγομένων μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν.

Ὁ δικός μας Θεὸς εἶναι ἕνας, ἀλλ’ ὄχι μόνος.

Δόξα τῷ ἑνὶ ἀλλ’ οὐ μόνῳ ἀληθινῷ Θεῷ!

 


[1] Α΄ Ἰωάν. δ΄ 8· 16).

π.Δ.Θ. 300

Τὸ κάθε ὂν ὀφείλει τὴν ὕπαρξή του στὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Εἶναι, μὲ ἄλλα λόγια, ἀποτέλεσμα τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν.

π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου

δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας δὲν εἶναι δογματισμός, ὅπως κάποιοι ἀδαεῖς πιστεύουν καὶ ἰσχυρίζονται. Τὰ δόγματα δὲν εἶναι ἀφηρημένες δοξασίες, προϊόντα φιλοσοφικῶν ἀναζητήσεων, ἀλλὰ ἔκφραση τῆς ζωῆς μιᾶς λατρευτικῆς - εὐχαριστιακῆς κοινότητος ποὺ ὀνομάζεται Ἐκκλησία καὶ πορεύεται μέσα στὸν κόσμο καὶ στὴν ἱστορία ἐν Πνεύματι ἁγίῳ.  

π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου

λέξις δόγμα προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα δοκῶ-έω, ἀπὸ τὸ ὁποῖον καὶ οἱ λέξεις δόκησις, δόξα, δόκιμος, δοκιμάζω κ.ἄ.

"Ἀρχὴ καὶ τέλος σὲ ὅλα τὰ πράγματα νὰ βάζεις τὸν Θεό."

Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ

apolytikion

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Τηλέφωνον: 2441021510
Fax: 2441021510
E-mail: info@inagk.gr

Ἀβέρωφ & Ν. Πλαστῆρα 39
(Νέα Ἀγορὰ)
T.K. 431 32

x
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ

Τὰ κείμενα ποὺ φιλοξενοῦνται στὴν ἱστοσελίδα μας, ὡς πρὸς τὸ ἰδιαίτερο περιεχόμενο καὶ τὰ μορφολογικὰ χαρακτηριστικά τους ἀπηχοῦν ἰδέες, σκέψεις, θέσεις καὶ ἀντιλήψεις τῶν συντακτῶν καὶ συγγραφέων τους. Ἀρχή μας ἀποτελεῖ ἡ ἀπόδοσις τοῦ ὀφειλομένου σεβασμοῦ πρὸς τὴν ἐλευθερία διατυπώσεως προσωπικῆς γνώμης, ἐπιλογῆς ὕφους, γλωσσικοῦ ἰδιώματος ἢ συστήματος γραφῆς, ἤτοι τοῦ μονοτονικοῦ λεγομένου ἢ τοῦ πολυτονικοῦ — ἐμεῖς «φανατικὰ» καὶ ἀμετανόητα ἀκολουθοῦμε τὸ δεύτερο, αὐτὸ προκρίνουμε, αὐτὸ προτείνουμε, αὐτὸ προτιμοῦμε· καὶ θὰ θέλαμε, εἶναι ἀλήθεια, ὅλα τὰ κείμενα νὰ δημοσιεύαμε στὸ πολυτονικό, ὥστε, ὅπως καὶ κάποιοι λένε, νὰ μὴ προκαλεῖται «ὀπτικὴ μόλυνση στὸν ἱστοχῶρο μας» ἀπὸ τὴν ἀκρωτηριασμένη γραφή. Κάτι τέτοιο ὅμως ἀπαιτεῖ χρόνο καὶ γνώσεις, ποὺ ὅλοι δὲν ἔχουν. Μακάρι νὰ βρεθοῦν πρόσωπα ἱκανὰ καὶ πρόθυμα νὰ βοηθήσουν στὴν προσπάθεια αὐτή.

√ Ἐξυπακούεται ὅτι δὲν μποροῦν νὰ γίνουν δεκτὰ κείμενα τὰ ὁποῖα δὲν συνάδουν πρὸς τὸ διῆκον πνεῦμα τῆς ἱστοσελίδος.

ΕΚ ΤΟΥ Ι. ΝΑΟΥ