ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Ν. ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ
Γενικοῦ Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου
Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσάλων
Προϊσταμένου Ἱ. Ν. Ἁγ. Γεωργίου Καρδίτσης
- «Οὐ γὰρ ἐν ρήμασιν ἡμῖν, ἀλλ’ ἐν πράγμασιν
ἡ ἀλήθειά τε καὶ ἡ εὐσέβεια, κατὰ τὸν θεολόγον Γρηγόριον.
Περὶ δογμάτων δὲ καὶ πραγμάτων τὸν ἀγῶνα ποιοῦμαι.
Κἄν τις ἐπὶ τῶν πραγμάτων ὁμοφωνῇ, πρὸς τὰς λέξεις οὐ διαφέρομαι».
(Λόγοι ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ εἰς τὸν συνοδικὸν τόμον τοῦ 1351)
Ἡ λέξις δόγμα προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα δοκῶ-έω[1], ἀπὸ τὸ ὁποῖον καὶ οἱ λέξεις δόκησις, δόξα, δόκιμος, δοκιμάζω κ.ἄ.
Τὸ δοκεῖν χρησιμοποιήθηκε μὲ πληθώρα σημασιῶν. Ἡ ἐτυμολογική του προέλευση ἀπὸ τὸ ρῆμα δέχομαι ὁδηγεῖ στὴν ἄποψη ὅτι ἡ λέξη ἀρχικὰ σήμαινε «κάνω κάποιον νὰ δεχθεῖ κάτι, διδάσκω». Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν σημασία τοῦ λατινικοῦ doceo (διδάσκω), ἀπὸ τὸ ὁποῖον προέρχεται καὶ τὸ γνωστὸ doctor (διδάκτωρ, διδάσκαλος). Ὡστόσο, ἡ βασικὴ σημασία τοῦ ρήματος δοκῶ ἦταν «σκέπτομαι, νομίζω, πιστεύω».
Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τὴν λέξη δόγμα, ἡ ὁποία χρησιμοποιήθηκε στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου μὲ πάμπολλες σημασίες, ὅπως γνώμη, δόξα (ἄποψη), πεποίθηση, φρόνημα, ὅ,τι φαίνεται σὲ κάποιον καλό, ὅ,τι κάποιος θεωρεῖ ἀληθές, ὅ,τι φαίνεται ὀρθὸ καὶ ἄλλες.
Στὸν ἀρχαῖο κόσμο οἱ ἀποφάσεις, κυρίως ἐκεῖνες ποὺ ἀποτελοῦσαν γνῶμες τοῦ συνόλου, τὰ δημόσια ψηφίσματα, οἱ διαταγὲς κ.τ.ὅ. ὀνομάζονταν δόγματα (π.χ. τὰ τῶν Ἀμφικτιόνων δόγματα). Δόγμα ὀνομάζει καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς τὸ διάταγμα τοῦ Καίσαρος, εἰς τὸ ὁποῖον ὑπακούοντες ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ ἐγκυμονοῦσα Μαρία μετέβησαν εἰς Βηθλεὲμ διὰ νὰ ἀπογραφοῦν: «Ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐξῆλθε δόγμα παρὰ Καίσαρος Αὐγούστου ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην»[2]. Εἰδικώτερα, δόγματα ὀνομάζονταν οἱ ἀποφάσεις τῆς ρωμαϊκῆς συγκλήτου (placitum), ἐνῷ ἐκεῖνες τῆς ἐκκλησίας τοῦ δήμου τῶν Ἀθηναίων ψηφίσματα.
Στὸν ἀπόστολο Παῦλο συναντοῦμε τὴν λέξη δόγμα μὲ τὴν σημασία τῶν ἐντολῶν τοῦ ἰουδαϊκοῦ νόμου: «ἐξαλείψας τὸ καθ’ ἡμῶν χειρόγραφον τοῖς δόγμασιν...»[3].
Ἀκόμη, ἡ λέξη ἔλαβε κατὰ καιροὺς καὶ τὶς σημασίες τῆς κρίσεως, τῆς ἐννοίας, τοῦ ἀξιώματος, τῆς ἀρχῆς. Ὁμιλοῦμε π.χ. καὶ σήμερα γιὰ ἐπιστημονικό, ἰδεολογικό, στρατηγικὸ δόγμα καὶ ἄλλα.
Ἐπίσης, χρησιμοποιοῦμε τὸν ὅρο δόγμα ἀναφερόμενοι πολλὲς φορὲς στὸ σύνολο τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν ποὺ διατυπώνονται ἀπὸ πολιτικὸ ἡγέτη ἢ κυβέρνηση ἢ ἄλλη ἀρχὴ καὶ προτείνουν πολιτική, οἰκονομική, στρατιωτικὴ ἢ ἄλλη στρατηγικὴ (π.χ. δόγμα Τροῦμαν, δόγμα Μονρόε, ἑνιαῖο ἀμυντικὸ δόγμα Ἑλλάδος - Κύπρου καὶ ἄλλα παρόμοια).
Ἰδιαίτερη σημασία ἔχει γιὰ ἐμᾶς τὸ δόγμα ὡς δοξασία καὶ μάλιστα ὡς φιλοσοφικὴ ἢ θρησκευτικὴ τοιαύτη. Στὴν πρώτη περίπτωση ἀναφερόμαστε στὶς θεμελιώδεις ἀρχὲς κάποιου φιλοσοφικοῦ συστήματος, π.χ. τὰ δόγματα τῶν Στωϊκῶν. Στὴν περίπτωση ποὺ χρησιμοποιοῦμε τὴν λέξη μὲ θρησκευτικὴ σημασία, ἡ ἀναφορά μας γίνεται πρὸς τὶς θεμελιώδεις ἀρχὲς μιᾶς θρησκείας, τὴν διδασκαλία τῶν ἑτεροδόξων, τὶς βασικὲς πεποιθήσεις μιᾶς αἱρέσεως ἀκόμη καὶ γενικώτερα μιᾶς ὁμάδος ποὺ προδιορίζεται ὡς θρησκευτική. Ἔτσι, μποροῦμε καὶ ὁμιλοῦμε γιὰ δόγματα ἰσλαμικά, ἰνδουϊστικά, προτεσταντικά, ἀγγλικανικά, δόγματα τῶν ἀσεβῶν καὶ ἄλλα ἀκόμη, ἀμέτρητα, τόσα ὅσα καὶ οἱ δοξασίες τῶν διαφόρων θρησκειῶν, τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν ἄλλων παρεμφερῶν ὁμάδων. Ἐξυπακούεται ὅτι οἱ δοξασίες αὐτὲς γιὰ τοὺς ὁπαδούς τους ἔχουν αὐθεντικὸ κῦρος καὶ εἶναι ἀνεπίδεκτες πάσης ἀμφισβητήσεως.
Κάπως ἔτσι φθάνουμε στὴν σημασία ποὺ ἔχει ἀποκτήσει ἡ λέξη δόγμα καὶ στὴν δική μας (ἐκκλησιαστικὴ) παράδοση, μὲ τὴν διαφορὰ βέβαια ὅτι ἐδῶ δὲν ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ θρησκευτικὲς δοξασίες, ἀλλὰ μὲ ἀποκεκαλυμμένες θεῖες ἀλήθειες, καθ’ ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι θρησκεία, ἀλλὰ ἡ προσωπικὴ ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων διαβάζουμε ὅτι ὁ ἀπ. Παῦλος καὶ οἱ μαθητές του διέβαιναν τὶς πόλεις καὶ προέτρεπαν τοὺς πιστοὺς «φυλάσσειν τὰ δόγματα τὰ κεκριμένα ὑπὸ τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν πρεσβυτέρων τῶν ἐν Ἱερουσαλήμ»[4]· δηλαδὴ νὰ φυλάττουν τοὺς ὅρους τῆς πίστεως, ποὺ ἔθεσαν οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι κατὰ τὴν ἀποστολικὴ σύνοδο τῶν Ἱεροσολύμων[5]. Τὴν αὐθεντικὴ αὐτὴ περὶ πίστεως διδασκαλία, τὴν θεόσδοτη ἀλήθεια, τῆς ὁποίας τὸ κῦρος εἶναι ἀπόλυτο καὶ ἡ ὁποία δὲν γίνεται προσιτὴ παρὰ μόνον μὲ τὴν ἄδολη καὶ ἀνυπόκριτη πίστη, διετύπωσαν ἀργότερα καὶ οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι στοὺς δικούς τους Ὅρους. Ἔτσι, ἡ θεολογία μας κάνει λόγο γιὰ τριαδικό, χριστολογικό, ἐσχατολογικὸ καὶ ἄλλα σωτηριώδη δόγματα.
Ἐνδιαφέρουσα, τέλος, εἶναι ἡ διάκριση ποὺ κάνει ὁ Μ. Βασίλειος ἀνάμεσα στὸ δόγμα καὶ τὸ κήρυγμα. «Ἄλλο γὰρ δόγμα καὶ ἄλλο κήρυγμα», γράφει χαρακτηριστικά. «Τὸ μὲν γὰρ σιωπᾶται, τὰ δὲ κηρύγματα δημοσιεύεται»[6]. Στὴν ρήση αὐτὴ ὁ ὅρος δόγμα ἀποκτᾶ μία μυστικὴ (ἐξάπαντος ὄχι μυστικιστικὴ) διάσταση.
[1] Καλὸν εἶναι (πιὸ λόγιο, πιὸ ὄμορφο) τὰ ρήματα νὰ ἐκφέρονται στὴν ἀπαρεμφατική τους μορφή· δοκεῖν νὰ ποῦμε στὴν προκειμένη περίπτωση καὶ ὄχι δοκῶ. Παρομοίως, γράφειν καὶ ὄχι γράφω· ἔχειν καὶ ὄχι ἔχω· εἶναι καὶ ὄχι εἰμὶ κ.ο.κ. Εἶναι προτιμότερο, διότι τὸ ἀπαρέμφατο εἶναι ἀφηρημένο ρηματικὸ οὐσιαστικὸ ἄκλιτο καὶ δὲν φανερώνει ὡρισμένο πρόσωπο καὶ ἀριθμό, φανερώνει μόνον διάθεση καὶ χρόνο· γι’ αὐτὸ ἄλλωστε λέγεται καὶ ἀπαρέμφατο (ἀ-παρὰ-ἐν-φαίνειν: δὲν παρεμφαίνει [φανερώνει] πρόσωπο καὶ ἀριθμό, ὅπως εἴπαμε). Παρ’ ὅλα αὐτά, δὲν θὰ ἐφαρμόσουμε ἐδῶ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐκφορᾶς. Εἶναι μᾶλλον ἀσυνήθιστος, ἴσως καὶ ἄγνωστος στοὺς πολλούς, τοὺς ὁποίους ἐπ’ οὐδενὶ ἐπιθυμοῦμε νὰ φέρουμε σὲ δύσκολη θέση.
[2] Λουκ. β΄ 1.
[3] Κολ. β΄ 14.
[4] Πράξ. ιϛ΄ 4.
[5] Συνεκροτήθη περὶ τὸ 49 μ.Χ.
[6] Μ. Βασιλείου, Πρὸς Ἀμφιλόχιον περὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, κεφ. κζ΄, PG 32, 189B. Βλ. καὶ ΠΗΔΑΛΙΟΝ Ἀγαπίου Ἱερομονάχου καὶ Νικοδήμου Μοναχοῦ, ἐκδ. ΑΣΤΗΡ, Ἀθῆναι 1993, σελ. 643.