ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Ν. ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ
Γενικοῦ Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου
Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσάλων
Προϊσταμένου Ἱ. Ν. Ἁγ. Γεωργίου Καρδίτσης
«Οὐ γὰρ ἐν ρήμασιν ἡμῖν, ἀλλ’ ἐν πράγμασιν
ἡ ἀλήθειά τε καὶ ἡ εὐσέβεια, κατὰ τὸν θεολόγον Γρηγόριον.
Περὶ δογμάτων δὲ καὶ πραγμάτων τὸν ἀγῶνα ποιοῦμαι.
Κἄν τις ἐπὶ τῶν πραγμάτων ὁμοφωνῇ, πρὸς τὰς λέξεις οὐ διαφέρομαι».
(Λόγοι ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ εἰς τὸν συνοδικὸν τόμον τοῦ 1351)
Ἡ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας δὲν εἶναι δογματισμός, ὅπως κάποιοι ἀδαεῖς πιστεύουν καὶ ἰσχυρίζονται. Τὰ δόγματα δὲν εἶναι ἀφηρημένες δοξασίες, προϊόντα φιλοσοφικῶν ἀναζητήσεων, ἀλλὰ ἔκφραση τῆς ζωῆς μιᾶς λατρευτικῆς - εὐχαριστιακῆς κοινότητος ποὺ ὀνομάζεται Ἐκκλησία καὶ πορεύεται μέσα στὸν κόσμο καὶ στὴν ἱστορία ἐν Πνεύματι ἁγίῳ.
*
Τὰ δόγματα δὲν κάνουν τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ ὁριοθετοῦν τὴν (βιωματικὴ) ἀλήθεια καὶ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν εἶναι τυχαῖο ἄλλωστε ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων ὀνομάζονταν ὅροι. Αὐτὰ δηλαδὴ ποὺ ἐμεῖς σήμερα καλοῦμε δόγματα δὲν εἶναι τίποτε ἄλλα παρὰ οἱ ὅροι, τουτέστι τὰ ὅρια (σύνορα)[1] ποὺ ἔθεσαν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀνάμεσα στὴν ἀλήθεια καὶ στὴν αἵρεση. Κάθε φορὰ ποὺ ἡ βιωματικὴ βεβαιότητα τῆς πίστεως ἔμοιαζε νὰ ἀπειλεῖται ἀπὸ τὰ φληναφήματα τῶν παντοεπῶν καὶ παντοπλανῶν αἱρετικῶν, οἱ θεῖοι πατέρες ἔθεταν τοὺς ὅρους τῆς πίστεως. Βέβαια, ἡ πίστη καὶ ἡ ἀλήθεια δὲν ὁριοθετοῦνται, ἁπλῶς σημαίνονται. Οὔτε ἀσφαλῶς ἐξαντλοῦνται στὴν δογματικὴ διατύπωσή τους, ὅσο σοφὴ καὶ ἂν αὐτὴ εἶναι — καὶ ὑπῆρξε ὄντως σοφή, προσφυής, θαυμαστή, καινοτόμος. Ἡ ζωὴ δὲν ὁρίζεται. Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ δόγματα δὲν μποροῦν νὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὴν ζωή, ἐὰν τὰ προσεγγίσουμε διανοητικὰ καὶ μόνον. Τὰ δόγματα δὲν εἶναι ἡ ζωή, εἶναι οἱ ὁδοδεῖκτες τῆς ζωῆς. Ἐκφράζουν καὶ σημαίνουν τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ σημαῖνον ὅμως γίνεται διὰ τὸ σημαινόμενον καὶ ὄχι τὸ σημαινόμενον διὰ τὸ σημαῖνον[2]. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν γλῶσσα. Εἶναι ἐκφαντικὴ τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς ζωῆς, τοῦ ἤθους, τῆς παιδείας ἑνὸς λαοῦ, ἐμφαίνει δηλαδή, ἀποκαλύπτει ὅλα αὐτά. Καὶ ὅταν κανεὶς ἔλθει σὲ ἐπαφὴ μαζί της, γίνεται μέτοχος αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ καὶ ὅλων ὅσα ἐκείνη ἐκφράζει. Πότε ὅμως; Ὅταν τὴν προσεγγίσει ὄχι μηχανικά, ἀλλὰ ἀγαπητικά, ἐρωτικά. Προηγεῖται ἡ ἀγαπητικὴ αὐτή, ἐρωτικὴ προσέγγιση, ἡ μόνη ἄλλωστε ποὺ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὴν μέθεξη τοῦ σημαινομένουτου.
Ὁ Χρ. Γιανναρᾶς ἔχει ἕνα πολὺ ὡραῖο παράδειγμα ποὺ «θὰ μποροῦσε νὰ διευκρινίσει σαφέστερα τὴν λειτουργία τῶν ὅρων - ὁρίων (τῶν δογμάτων δηλαδὴ) τῆς ἀλήθειας», ὅπως χαρακτηριστικὰ ὁ ἴδιος γράφει. Τὸ παραθέτω, ὡς κατακλεῖδα τοῦ παρόντος, αὐτούσιο.
* * *
«Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι ἐμφανίζεται κάποιος ποὺ ἰσχυρίζεται πὼς μητρικὴ ἀγάπη σημαίνει μιὰν ἄτεγκτη αὐστηρότητα καὶ ἄγριο καθημενινὸ ξυλοδαρμὸ τοῦ παιδιοῦ. Ὅλοι ὅσοι ἔχουμε διαφορετικὴ ἐμπειρία τῆς μητρικῆς ἀγάπης θὰ διαμαρτυρηθοῦμε γι’ αὐτὴ τὴ διαστρέβλωση καὶ θὰ τῆς ἀντιτάξουμε ἕναν ὁρισμὸ τῆς δικῆς μας ἐμπειρίας: Γιὰ μᾶς ἡ μητρικὴ ἀγάπη εἶναι στοργή, τρυφερότητα, φροντίδα, συνδυασμένα ὅλα αὐτὰ μὲ συνετὴ καὶ οἰκοδομητικὴ αὐστηρότητα.
Ὣς τὴ στιγμὴ ποὺ ἐμφανίστηκε ἡ παραποίηση τῆς ἀλήθειας γιὰ τὴ μητρικὴ ἀγάπη, δὲν εἶχε ὑπάρξει ἀνάγκη νὰ ὁρίσουμε τὴν ἐμπειρία μας. Ἡ μητρικὴ ἀγάπη ἦταν γιὰ ὅλους μας κάτι αὐτονόητο, μιὰ βιωματικὴ γνώση ἀντικειμενικὰ ἀπροδιόριστη κι ὅμως κοινὰ κατανοητή. Ἡ ἀνάγκη τοῦ ὁρίου - ὁρισμοῦ εἶναι συνάρτηση τῆς ἀπειλῆς, νὰ ἀρχίσει νὰ θεωρεῖται μητρικὴ ἀγάπη κάτι ἄλλο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὅλοι πιστεύουμε.
Ὅμως ὁ ὁρισμὸς ἁπλῶς σημαίνει - ἐπισημαίνει τὰ ὅρια τῆς ἐμπειρίας μας, δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ὑποκαταστήσει. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν γνώρισε ποτὲ στὴ ζωή του τὴ μητρικὴ ἀγάπη (ἀπὸ ὀρφάνια ἢ ὅποιο ἄλλο λόγο), μπορεῖ νὰ ξέρει τὸν ὁρισμό, ἀλλὰ δὲν γνωρίζει τὴν ἴδια τὴ μητρικὴ ἀγάπη. Μὲ ἄλλα λόγια: ἡ γνώση τῶν διατυπώσεων καὶ ὁρισμῶν τῆς ἀλήθειας δὲν ταυτίζεται μὲ τὴ γνώση τῆς ἴδιας τῆς ἀλήθειας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἕνας ἄθεος μπρορεῖ νὰ ἔχει μάθει καὶ νὰ ξέρει καλὰ ὅτι ὁ Θεὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τριαδικός, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει καὶ ὅτι γνωρίζει αὐτὲς τὶς ἀλήθειες[3].
[1] Λατ. terminus (ὅρος, ὅριον, ὁρισμός, τέρμα).
[2] «Τὸ σάββατον διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐγένετο, οὐχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ σάββατον» (Μάρκ. β΄ 27). Τὰ δόγματα καὶ οἱ κανόνες ἔγιναν γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὄχι ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὰ δόγματα καὶ τοὺς κανόνες.
[3] Χρ. Γιανναρᾶ, ἀλφαβητάρι τῆς πίστης, ἐκδ. Δόμος, Ἀθῆναι 2006 (ἐπανέκδ.), σελ. 33.