ΑΝΑΖΗΤΗΣΙΣ

π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου

Εἰς τὸ  κατὰ Μᾶρκον ἱερὸν εὐαγγέλιον διαβάζουμε: «Περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἢ τῆς ὥρας οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ ἄγγελοι ἐν οὐρανῷ, οὐδὲ ὁ υἱός, εἰ μὴ ὁ πατήρ»[1].

Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Κυρίου, ποὺ ἀναφέρονται στὴν Δευτέρα Παρουσία του, γεννοῦν μίαν ἀπορία. Μόνον ὁ Πατὴρ γνωρίζει περὶ τῆς ὥρας ἐκείνης; Ὁ Υἱὸς δὲν γνωρίζει; Τὸ ἅγιον Πνεῦμα δὲν γνωρίζει;

Ἡ ἀπάντηση φυσικὰ εἶναι εὔκολη. Ὅ,τι γνωρίζει ὁ Πατὴρ τὸ γνωρίζει καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα. Ἡ παγγνωσία ἀποτελεῖ κοινὸ ὀντολογικὸ προσὸν (ἰδίωμα) τῶν τριῶν Ὑποστάσεων ὡς φορέων τῆς ἀκτίστου θείας φύσεως (οὐσίας)[2].

Τότε ὅμως γιατί ἐδῶ ὁ Κύριος λέει ὅτι «οὐδὲ ὁ υἱὸς» οἶδεν (γνωρίζει) περὶ τῆς ὥρας ἐκείνης;

Τὴν ἀπάντηση θὰ μᾶς τὴν δώσει τὸ δόγμα τῆς Χαλκηδόνος. Εἶναι δὲ ἐπίκαιρο τὸ δόγμα (καὶ τὸ θέμα) αὐτὸ σήμερα 9 Ἰουνίου ποὺ γράφονται αὐτὲς οἱ λίγες γραμμές, διότι ἑορτάζει ὁ ἅγιος Κύριλλος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, ὁ ἀδιαμφισβήτητος οἰκουμενικὸς διδάσκαλος τῆς ἐποχῆς ἐκείνης (Ε΄ αἰ.), στὴν διδασκαλία τοῦ ὁποίου καὶ βασίσθηκε ἡ διατύπωσις τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος ἀπὸ τὴν ἐν Χαλκηδόνι Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (451 μ.Χ.).

Ἑκατὸ περίπου χρόνια κράτησαν οἱ χριστολογικὲς ἔριδες, χύθηκε ἀμέτρητο μελάνι γιὰ τὴν διατύπωση τῶν θέσεων ἑκάστου ἐκ τῶν ἐμπλεκομένων μερῶν, καὶ τελικὰ ἡ Σύνοδος σὲ ἕνα κείμενο μισῆς μόλις σελίδος διετύπωσε τὸ χριστολογικὸ δόγμα. Οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρωπίνη, ἑνώθηκαν στὸ ἕνα πρόσωπον τοῦ Θεοῦ Λόγου «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως»[3]. Τὰ ἐπιρρήματα αὐτὰ φανερώνουν τὸν τρόπον μὲ τὸν ὁποῖον ἑνώθηκαν στὸ δεύτερο πρόσωπον τῆς ἁγίας Τριάδος τὸ κτιστὸ καὶ τὸ ἄκτιστο. Καὶ τὸ μὲν «ἀδιαιρέτως» (ὅπως καὶ τὸ «ἀχωρίστως») φανερώνει ὅτι ἡ ἕνωση αὐτὴ ἔγινε μὲ τρόπο ποὺ δὲν ἐπιδέχεται διαίρεση· τὸ δὲ «ἀσυγχύτως» (ὅπως καὶ τὸ «ἀτρέπτως») σημαίνει ὅτι τὸ κτιστὸ καὶ τὸ ἄκτιστο δὲν ἔχασαν τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς φύσεώς των μετὰ τὴν ἕνωση αὐτή.

Τοῦτο τὸ τελευταῖο μᾶς δίνει καὶ τὴν ἀπάντηση στὸ ἐρώτημά μας. Ἡ παγγνωσία ἀποτελεῖ προσὸν (ἰδιότητα, γνώρισμα) τοῦ ἀκτίστου, ὄχι τοῦ κτιστοῦ. Ὁ Χριστὸς συνεπῶς ὡς φορεὺς τῆς ἀκτίστου φύσεως ἔχει τὴν παγγνωσία. Ὡς φορεὺς ὅμως τῆς κτιστότητος, ὄχι.

Φαίνεται παράξενο. Πῶς γίνεται νὰ εἶναι παντογνώστης καὶ συχρόνως νὰ μὴν εἶναι; Πές μου ἐσὺ ὅμως πρῶτα· Πῶς γίνεται νὰ εἶναι Θεὸς καὶ συγχρόνως ἄνθρωπος, ἐνῷ κατὰ τὸ φιλοσοφικῶς ὀρθότατον «Θεὸς ἀνθρώπῳ οὐ μείγνυται»[4]; Ἀλλὰ τὸ μυστήριον ὑπερβαίνει τὴν λογικὴ καὶ τὴν φιλοσοφικὴ σκέψη. Δὲν εἶναι παράλογο, εἶναι ὅμως ὑπέρλογο — κάτι βέβαια ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ λογικὴ μπορεῖ νὰ μετέχει στὴν προσέγγισή του.

Μᾶς λέει λοιπὸν ἡ θεολογία μας ὅτι ὁ Χριστὸς ὡς πρόσωπον (ὑπόστασις)[5] εἶναι ὁ μονογενὴς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι φορεὺς τῆς θείας φύσεως, πρὸ πάντων τῶν αἰώνων, προσλαμβάνει δὲ ἐν χρόνῳ καὶ τὴν ἀνθρωπίνη φύση (σῶμα καὶ ψυχή). Εἶναι φορεὺς τουτέστι τῆς ἀκτίστου φύσεως (οὐσίας), προσλαμβάνει δὲ καὶ τὴν κτιστότητα[6]. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ προσλαμβάνει τὴν κτιστότητα καὶ γίνεται (τὸ μοναδικὸ ὂν [ὁ Ὦν] ποὺ εἶναι) φορεὺς δύο φύσεων, ἑνώνει στὸ πρόσωπό του ἰδιώματα τὰ ὁποῖα εὑρίσκονται σὲ διαλεκτικὴ σχέση μεταξύ τους. Εἶναι παντογνώστης καὶ συγχρόνως δὲν εἶναι. Εἶναι πανταχοῦ παρὼν καὶ συγχρόνως ὄχι[7]. Εἶναι παντοδύναμος, ἀλλὰ καὶ μὲ θέλημα ποὺ ἐνίοτε νικᾶται[8]. Εἶναι Θεός, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἄνθρωπος.

Ἔτσι λοιπὸν ἀπαντᾶται τὸ ἐρώτημά μας: «Γιατί ὁ Χριστὸς εἶπε ὅτι οὐδὲ ὁ υἱὸς γνωρίζει τὴν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας;»

Δὲν τὴν γνωρίζει ὡς ἄνθρωπος. Τὴν γνωρίζει ὅμως ὡς Θεός.

Δηλαδὴ καὶ τὴν γνωρίζει καὶ δὲν τὴν γνωρίζει. Μὰ πῶς γίνεται αὐτό; θὰ πεῖ κανεὶς πάλι.

Βλέπε τὸ δόγμα τῆς Χαλκηδόνος. Θυμίσου τὰ δύο ἐπιρρήματα: «ἀσυγχύτως» - «ἀδιαιρέτως». Μὲ αὐτὰ στὸν νοῦ, ἔχεις ὅλη τὴν βάση τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος, τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τὰ δύο θεμελιώδη — τὸ ἄλλο εἶναι τὸ τριαδικό.

Βάλε τὶς ἀρχὲς τῆς θεολογίας στὴν σκέψη σου, γιὰ νὰ ἔχεις παντοῦ καὶ πάντα τὶς ἀπαντήσεις.

Ὁ Κύριος εἶπε τὰ παραπάνω λόγια: «Περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἢ τῆς ὥρας οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ ἄγγελοι ἐν οὐρανῷ, οὐδὲ ὁ υἱός, εἰ μὴ ὁ πατήρ», μὲ κύριο καὶ πρωταρχικὸ σκοπὸ νὰ μᾶς προφυλάξει ἀπὸ τοὺς ποικιλωνύμους ψευδοπροφῆτες ποὺ κατὰ καιροὺς ἐμφανίζονται καὶ κηρύσσουν μετὰ περισσῆς εὐκολίας ὅτι γνωρίζουν τὴν ἡμέρα ἢ τὴν ὥρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας του, πλανῶντες ἀσφαλῶς καὶ πλανώμενοι. Καταδέχεται ὁ Σωτὴρ νὰ συμπεριλάβει καὶ τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτὸ ἀκόμη στοὺς μὴ εἰδότες (γνωρίζοντες) προκειμένου νὰ κάνει ὅσο γίνεται πιὸ ἐντυπωτικὰ τὰ λόγια του, καθ’ ὅσον ὁ κίνδυνος τῆς πλάνης αὐτῆς εἶναι μέγας.



[1] Μάρκ. ιγ΄ 32. Ἡ φράσις «οὐδὲ ὁ υἱὸς» ἀπαντᾶ καὶ στὸ κατὰ Ματθαῖον κδ΄ 36, σὲ μερικοὺς κώδικες.

[2] Οἱ ὅροι φύσις καὶ οὐσία ταυτίζονται μετὰ τὴν μνημειώδη τομὴ ποὺ ἔκαναν στὸν χῶρο τῆς φιλοσοφίας οἱ μεγάλοι Ἕλληνες Καππαδόκες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας (Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Ἀμφιλόχιος Ἰκονίου κ.ἄ.).

[3] Ἀπὸ τὰ παραπάνω τέσσερα ἐπιρρήματα συνήθως χρησιμοποιοῦμε χάριν συντομίας καὶ πρὸς διευκόλυνσιν τῆς μνήμης μας μόνον τὸ «ἀσυγχύτως» καὶ τὸ «ἀδιαιρέτως», ἕνα δηλαδὴ ἀπὸ κάθε δυάδα, ἀφοῦ οὕτως ἢ ἄλλως τὰ ἄλλα δύο ἔχουν τὸ αὐτὸ νόημα. Μὲ τὴν πρώτη δυάδα τῶν ἐπιρρημάτων («ἀσυγχύτως» - «ἀτρέπτως») ἡ Σύνοδος στρέφεται ἐναντίον τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, ἐνῶ μὲ τὴν δεύτερη («ἀδιαιρέτως» - «ἀχωρίστως») ἐναντίον τοῦ Νεστοριανισμοῦ, τῶν δύο δηλαδὴ κυρίων χριστολογικῶν αἱρέσεων.

[4] Πλάτωνος, Συμπόσιον.

[5] Οἱ ὅροι πρόσωπον καὶ ὑπόστασις ταυτίζονται μετὰ τὴν μνημειώδη τομὴ ποὺ ἔκαναν στὸν χῶρο τῆς φιλοσοφίας οἱ μεγάλοι Ἕλληνες Καππαδόκες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας (Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Ἀμφιλόχιος Ἰκονίου κ.ἄ.).

[6] Τὴν προσλαμβάνει γιὰ νὰ τὴν σώσει. Εἰς τοῦτο δὲ ἀκριβῶς συνίσταται τὸ μυστήριον τῆς σωτηρίας, εἰς τὴν πρόσληψιν τῆς κτιστότητος. Τὸ δόγμα τῆς Χαλκηδόνος οὕτως ἑρμηνεύει τὴν σωτηρία, ὡς ὑπέρβαση τοῦ θανάτου διὰ τῆς ἐν Χριστῷ ἑνώσεως κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου.

[7] Ἡ πανταχοῦ παρουσία τοῦ Χριστοῦ σωματικῶς (ubiquitas) ἀποτελεῖ λουθηρανικὴ πλάνη.

[8] Ὅταν ὁ Κύριος πῆγε στὰ σύνορα Τύρου καὶ Σιδῶνος, θέλησε νὰ περάσει ἀπαρατήρητος, ἀλλὰ δὲν τὸ κατόρθωσε (Μάρκ. ζ΄ 24). Ἐννοεῖται ὅτι ὡς ἄνθρωπος θέλησε καὶ δὲν τὸ κατόρθωσε. Ἂν ἤθελε ὡς Θεός, τίποτε δὲν θὰ μποροῦσε νὰ παρεμποδίσει τὴν παραγματοποίηση τοῦ παντοδυνάμου θελήματός του. Ὁ Χριστὸς ἦτο «θελητικὸς καὶ καθὸ ἄνθρωπος». Παρόμοια παραδείγματα θὰ μπορούσαμε νὰ ἀναφέρουμε πάμπολλα.

"Ἀρχὴ καὶ τέλος σὲ ὅλα τὰ πράγματα νὰ βάζεις τὸν Θεό."

Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ

apolytikion

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Τηλέφωνον: 2441021510
Fax: 2441021510
E-mail: info@inagk.gr

Ἀβέρωφ & Ν. Πλαστῆρα 39
(Νέα Ἀγορὰ)
T.K. 431 32

x
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ

Τὰ κείμενα ποὺ φιλοξενοῦνται στὴν ἱστοσελίδα μας, ὡς πρὸς τὸ ἰδιαίτερο περιεχόμενο καὶ τὰ μορφολογικὰ χαρακτηριστικά τους ἀπηχοῦν ἰδέες, σκέψεις, θέσεις καὶ ἀντιλήψεις τῶν συντακτῶν καὶ συγγραφέων τους. Ἀρχή μας ἀποτελεῖ ἡ ἀπόδοσις τοῦ ὀφειλομένου σεβασμοῦ πρὸς τὴν ἐλευθερία διατυπώσεως προσωπικῆς γνώμης, ἐπιλογῆς ὕφους, γλωσσικοῦ ἰδιώματος ἢ συστήματος γραφῆς, ἤτοι τοῦ μονοτονικοῦ λεγομένου ἢ τοῦ πολυτονικοῦ — ἐμεῖς «φανατικὰ» καὶ ἀμετανόητα ἀκολουθοῦμε τὸ δεύτερο, αὐτὸ προκρίνουμε, αὐτὸ προτείνουμε, αὐτὸ προτιμοῦμε· καὶ θὰ θέλαμε, εἶναι ἀλήθεια, ὅλα τὰ κείμενα νὰ δημοσιεύαμε στὸ πολυτονικό, ὥστε, ὅπως καὶ κάποιοι λένε, νὰ μὴ προκαλεῖται «ὀπτικὴ μόλυνση στὸν ἱστοχῶρο μας» ἀπὸ τὴν ἀκρωτηριασμένη γραφή. Κάτι τέτοιο ὅμως ἀπαιτεῖ χρόνο καὶ γνώσεις, ποὺ ὅλοι δὲν ἔχουν. Μακάρι νὰ βρεθοῦν πρόσωπα ἱκανὰ καὶ πρόθυμα νὰ βοηθήσουν στὴν προσπάθεια αὐτή.

√ Ἐξυπακούεται ὅτι δὲν μποροῦν νὰ γίνουν δεκτὰ κείμενα τὰ ὁποῖα δὲν συνάδουν πρὸς τὸ διῆκον πνεῦμα τῆς ἱστοσελίδος.

ΕΚ ΤΟΥ Ι. ΝΑΟΥ