Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου
Προϊσταμένου Ἱ. Ν. Ἁγ. Γεωργίου Καρδίτσης

Μὲ τὴν ἔναρξη τῆς παναδημίας καὶ τὶς γνωστὲς ἐπιπτώσεις της στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ πολλὰ ἐλέχθησαν καὶ λέγονται περὶ τῆς θείας κοινωνίας.

π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου[1]

Κατὰ τὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, οἱ ρίζες καὶ τὸ λίκνο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορικῆς διαδρομῆς φθάνουν ἀκόμη καὶ μέχρι τὴν δημιουργία τῆς κτίσεως, μὲ μία ἑνότητα ἱστορικῆς συνέχειας, ἀλήθειας καὶ ζωῆς. Θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε τὴν Ἐκκλησία καὶ μόνον αὐτήν. Ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι χῶρος τῆς Ἐκκλησίας, ὡς κοινωνίας τῶν ὄντων, κατὰ τὸ πρότυπον τῆς ἀγαπητικῆς κοινωνίας τῶν προσώπων τῆς ἁγίας Τριάδος. Ἡ Ἐκκλησία συνεπῶς ἔχει τὶς ρίζες της στὴν ἀρχικὴ δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἀρχίζει δηλαδὴ μὲ τὴν δημιουργία καὶ ἔχει κατ’ ἀρχὰς ἕναν πολὺ συγκεκριμένο, ἁπτό, αἰσθητὸ καὶ ἱστορικὸ χαρακτῆρα. Ὁ κόσμος τῆς Ἐκκλησίας, ὡς μικρόκοσμος τῆς ἴδιας τῆς τριαδικῆς κοινωνίας, δὲν νοεῖται ὡς στατικός. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς, καὶ σύμφωνα μὲ τὰ βιβλικὰ καὶ πατερικὰ μνημεῖα τῆς παραδόσεως, κάνουμε λόγο γιὰ φάσεις τῆς Ἐκκλησίας, φάσεις, θὰ ἔλεγε κανείς, τῆς ἴδιας τῆς δημιουργίας. Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ ἱστορία τοῦ μικρόκοσμου τῆς τριαδικῆς κοινωνίας, ἀρχίζει μὲ τὸ Α τῆς δημιουργίας[2]. Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν, ὡς εἰκόνα τῆς τριαδικῆς κοινωνίας καὶ τῆς δημιουργίας, καταγράφει στὴν ἱστορία της φάσεις. Εἶναι χρονικὴ καὶ ὡς χρονικὴ ἔχει ἱστορία, ποὺ σημαίνει ἐξέλιξη καὶ δυναμισμό, ὄχι στατικότητα. Σύμφωνα μὲ τὸν καθηγητὴ Ν. Ματσούκα, οἱ φάσεις τῆς Ἐκκλησίας θὰ μποροῦσαν νὰ καταγραφοῦν ὡς ἑξῆς.

1) Ἡ Ἐκκλησία «τῶν πρωτοτόκων», δηλαδὴ τοῦ πρώτου νοητοῦ κόσμου τῶν αἰώνων. Ἀποτελεῖ τὸ Α τῆς δημιουργίας, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ πρὸ αἰώνων Θεὸς πρῶτα ἐδημιούργησε τοὺς αἰῶνας (βλ. Ἑβρ. α΄ 2: «δι’ οὗ καὶ τοὺς αἰῶνας ἐποίησεν»). Συνεπῶς, καὶ συμφώνως πρὸς ὅσα παραπάνω εἴπαμε, ἐκεῖ εὑρίσκεται τὸ Α τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἔχει ἱστορία καὶ «χρονικὴ» ἐξέλιξη. Ἡ Ἐκκλησία δηλαδὴ ἀρχίζει μὲ τὴν δημιουργία τῶν αἰώνων καὶ τῶν πνευμάτων[3]. Οἱ φάσεις τῆς δημιουργίας ἀρχίζουν ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν πνευμάτων. Ὁ νοητὸς αὐτὸς κόσμος ἀποτελεῖ τὴν ἀφετηρία τῆς πραγματώσεως τοῦ ὅλου δημιουργικοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ. Διακόσμησή του εἶναι τὰ νοερὰ ὄντα, ποὺ ἡ δογματική μας διδασκαλία καλεῖ ἀγγέλους[4]. Στὸν νοητὸ κόσμο τῶν ἀγγέλων ἔχει ἤδη διαδραματισθεῖ ἡ τελειωτικὴ πορεία. Οἱ ἄγγελοι ποὺ ἔμειναν στὸ ἀγαθόν, ἑδραιώθηκαν μόνιμα καὶ μετέχουν στὴν ζωὴ τῆς δόξης. Οἱ ὑπόλοιποι ὅμως ποὺ ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴν θεοποιὸ ἐνέργεια, δαιμονίσθηκαν καὶ ἔχασαν τὴν τελείωση[5].

2) Ἡ Ἐκκλησία τῆς αἰσθητῆς καὶ νοητῆς παραδείσιας κοινωνίας, τῆς μικτῆς καταστάσεως. Πρόκειται γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῶν πρωτοπλάστων. Καὶ στὴν φάση αὐτή, ποὺ ἀποτελεῖ συγχρόνως ἐπέκταση καὶ αὔξηση τῆς δημιουργίας, διαδραματίζεται ἡ ἴδια πορεία. Ἡ ἀνταρσία καὶ «ὕβρις» τῶν κτισμάτων, ἐν προκειμένῳ τῶν ἀνθρώπων, ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ αὐτοζωή, ὁδηγεῖ στὴν «ἑτεροζωή», παραδίδοντας οὐσιαστικὰ τὴν κτίση στὴν μοῖρα τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Ἡ ἀνταρσία αὐτὴ ἐμπλέκει τὴν Ἐκκλησία στὴν περιπέτεια τοῦ δαιμονισμοῦ καὶ τῆς ἀλλοτριωτικῆς αὐτοκαταστροφῆς. Μετὰ τὴν τραγικὴ ἔκπτωση ἀπὸ τὴν παραδείσια κοινωνία ἡ πορεία τῆς Ἐκκλησίας εἰσέρχεται σὲ νέα φάση.

3) Ἡ ἐκλογὴ καὶ ἡ ἱστορία τοῦ περιούσιου λαοῦ. Ὁ ἄσαρκος Λόγος, στὸν ὁποῖον ἦταν τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας «προτετυπωμένα», κατὰ τὸν Μ. Ἀθανάσιον, ἐνδημεῖ τώρα στοὺς πατριάρχες καὶ τοὺς προφῆτες. Ἡ Ἐκκλησία (qahal) τοῦ λαοῦ τῆς θείας ἐκλογῆς πορεύεται μέσα ἀπὸ σκληρὲς καὶ δραματικὲς περιπέτειες. Τὰ γεγονότα καὶ τὰ πρόσωπα αὐτὰ προτυπώνουν τὴν νέα φάση, ποὺ θὰ ἔλθει μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ «τῆς μεγάλης βουλῆς Ἀγγέλου», τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄσαρκος Λόγος ὅμως, ἢ καλύτερα ὁ ἴδιος ὁ τριαδικὸς Θεὸς δι’ αὐτοῦ, δὲν εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτῆς τῆς προτυπώσεως. Εἶναι παρὼν μὲ τὶς θεοφάνειες, τὶς φωτοφάνειες, τὶς «δόσεις» τῶν ἀγαθῶν[6]. Ἡ κοινότης τοῦ Ἰσραὴλ ἀποτελοῦσε τὸν συνδετικὸ κρίκο Θεοῦ καὶ κτίσεως κατὰ τὴν νέα αὐτὴ φάση. Ἡ «πολιτεία τοῦ Ἰσραὴλ» ἦταν τὸ φῶς καὶ τὸ ἅλας τῆς γῆς.

4) Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Παρακλήτου. Μία νέα φάση τῆς Ἐκκλησίας ἀρχίζει μὲ τὴν ἐπιφοίτητη τοῦ ἁγίου Πνεύματος στοὺς Ἀποστόλους κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Ἐδῶ ἔχουμε τὴν τελειοτέρα φανέρωση μιᾶς φάσεως τῆς Ἐκκλησίας[7]. Θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι μὲ τὴν φάση αὐτὴν ἀποσοβεῖται ἡ ἐκθεμελίωσις τοῦ κόσμου. Ἔχουμε ἀναδημιουργία, κατασκευὴ «καινῶν θεμελίων», «καινῆς κτίσεως»[8]. Μὲ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Παρακλήτου γίνεται ἐγγύτερη ἡ φανέρωση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καὶ τρανότερη ἡ ἐλπίδα. Τὸ μήνυμα τῆς οἰκουμενικότητος (ἐξάπαντος ὄχι τοῦ οἰκουμενισμοῦ), μᾶλλον δὲ αὐτῆς τῆς συμπαντικότητος, γίνεται περισσότερο ἁπτὸ καὶ συγκεκριμένο[9].

5) Ἡ ἐσχατολογικὴ τελείωσις τῆς Ἐκκλησίας. Ἐδῶ εὑρίσκεται τὸ Ω τῆς καταλήξεως τοῦ δράματος τῆς δημιουργίας. Ἡ κατάληξις αὐτὴ σφραγίζει τὴν ὁλοκλήρωση τῆς ἱστορίας τῆς θείας οἰκονομίας. Οἱ συνέπειες αὐτῆς τῆς ὁλοκληρώσεως σημαίνουν τὴν κατάπαυση ὅλων τῶν δεινῶν ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν κακὴ ἀλλοίωση τῶν κτιστῶν ὄντων. Κατὰ κοινὲς γραμμὲς τῆς πατερικῆς θεολογίας, ἡ τελικὴ αὐτὴ μετοχὴ στὸ φῶς τῆς θείας βασιλείας εἶναι καὶ πάλιν ἐπ’ ἄπειρον ἀκόρεστος θέα καὶ κίνησις τῶν ὄντων στὰ ἄπειρα βάθη τῆς θεότητος. Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἔστω καὶ ἐὰν πολλὲς φορὲς κάνουν λόγο γιὰ ἀμοιβὲς καὶ βραβεῖα, περιγράφουν τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ μὲ κατηγορίες κατὰ βάσιν αἰσθητικὲς καὶ ὄχι βεβαίως ἠθικὲς καὶ νομικές, κατὰ τὰ πρότυπα τῆς σχολαστικῆς ἀντιλήψεως. Ἡ «ἀνέσπερος καὶ ἀδιάλειπτος» ἡμέρα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν Μ. Βασίλειον ὡς «ὀγδόη ἡμέρα»[10].

Κύριο καὶ βασικὸ γνώρισμα τῆς δυναμικότητος ποὺ ἔχει ἡ πορεία τῆς δημιουργίας, κατὰ τὴν πατερικὴ θεολογία, εἶναι ἡ μετοχὴ τῆς κάθε φάσεως τῆς Ἐκκλησίας στὸ φῶς τῆς θείας δόξης, τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἀπεναντίας ἡ αὐγουστίνειος θεολογία καὶ ἡ σχολαστικὴ μετέπειτα δὲν ἑρμήνευσαν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον τὴν πορεία τῆς δημιουργίας. Ἀντὶ τῆς μετοχῆς ἐδῶ κατέλαβαν τὸ κέντρον τῆς θεωρήσεως ἡ δικαίωση, ἡ νομικὴ τακτοποίηση καὶ ἡ περιχαράκωση τῆς θείας διακαιϊκῆς τάξεως. Κοντὰ στὰ ἄλλα λείπει καὶ ἡ ἄκτιστος ἐνέργεια τῆς θείας δόξης — ὁπότε εὐλόγως λείπει καὶ ἡ μετοχή. Γιὰ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία ὅμως οἱ παραπάνω προϋποθέσεις ἀποτελοῦν τὸν ἄξονα τῆς σωτηριολογικῆς θεωρήσεως τοῦ κόσμου.


[1] Ἀπὸ μάθημά του σὲ ἐκκλησιαστικὸ Ι.Ε.Κ.

[2] Ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ἀπαντῶντας στὸν Ἄρειο, λέγει ὅτι ὁ Λόγος ποὺ «προώρισε» «πρὸ καταβολῆς κόσμου» τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἦταν «πρὸ τοῦ αἰῶνος» καὶ εἶχε «προτετυπωμένους» στὸν ἴδιον τὸν ἑαυτόν του τοὺς ἀνθρώπους ὡς «δημιουργικοὺς λόγους» (πρβλ. Ἐφεσ. α΄ 3 ἑξ.· Ρωμ. η΄ 28-30). Μόλις καὶ μετὰ βίας εἶναι ἀνάγκη νὰ σημειώσουμε ὅτι ἡ ἐκλογὴ καὶ ὁ προορισμὸς ποὺ ἀναφέρουν ἐδῶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος καὶ ὁ ἀπ. Παῦλος δὲν ἔχουν καμμία σχέση μὲ τὸν ἀτομοκεντρικὸ «ἀπόλυτο προορισμὸ» τῆς δυτικῆς θεολογίας.

[3] Τὸ ὄνομα τοῦ αἰῶνος κατὰ τὸν ἅγ. Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνὸ εἶναι «πολύσημον», δηλαδὴ ἔχει πολλὲς σημασίες. «Αἰὼν» ὀνομάζεται ἡ ζωὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἡ ἑκατονταετηρίς, ἡ χιλιετηρίς, ὅλος ὁ παρὼν βίος, ὁ μέλλων αἰών, δηλαδὴ ἡ ἀτελεύτητος ζωή. Ὁ «αἰὼν» στὸν Θεὸ ἔχει τὴν σημασία τῆς ἀϊδίου κινήσεως, ἐνῶ στὰ κτίσματα τῆς σχετικῆς. Ὁ χρόνος, ὡς διάρκεια καὶ κίνησις, ἔχει μία σχετικότητα. Αὐτὸς ὁ χρόνος εἶναι ὁ κτιστὸς αἰών, ἐνῶ στὴν ἀΐδιο σχέση τῶν προσώπων τῆς ἁγίας Τριάδος εἶναι ἄπειρος. Ὁ προαιώνιος Θεὸς ἔκτισε τοὺς αἰῶνας τῶν πνευμάτων, τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Θεὸς ὡς αἰώνιος (ἀΐδιος καλύτερα) διαφέρει ριζικὰ ἀπὸ τὴν αἰώνια κτιστὴ πραγματικότητα. Εἶναι πέρα ἀπὸ τὸν χρόνο καὶ τοὺς αἰῶνας. Ἄλλο αἰωνιότης τοῦ Θεοῦ — ποὺ εἶναι συνυφασμένη μὲ τὴν ἀϊδιότητα — καὶ ἄλλο αἰωνιότης τῆς κτίσεως καὶ αἰῶνες «ὡς διαφορὲς καταστάσεων καὶ ποικίλων πραγμάτων», κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο. Μὲ βάση τὴν θεμελιώδη διάκριση κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ἡ θεία αἰωνιότης (ἀϊδιότης) καὶ ἄλλο ἡ κτιστὴ αἰωνιότης καὶ οἱ κτιστοὶ αἰῶνες. Ἂς θυμόμαστε πιὸ ἁπλὰ ὅτι ὁ ὅρος «ἀΐδιον» [< ἀεὶ «πάντοτε» (< αἰ(ε)ὶ) + ἐπίθημα –διος] ἀναφέρεται στὸν Θεό, ὁ ὅρος «αἰὼν» στὸν ἀόρατο πνευματικὸ κόσμο καὶ ὁ ὅρος «χρόνος» στὸν ὁρατὸ κόσμο. Πρόκειται γιὰ τρεῖς βαθμίδες ποὺ ἀναφέρονται περισσότερο σὲ πνευματικὲς καταστάσεις καὶ χρησιμοποιοῦνται γιὰ νὰ διακρίνονται μεταξύ τους ὁ Θεός, ὁ ἀόρατος πνευματικὸς κόσμος καὶ ὁ ὁρατὸς κόσμος. Μὲ τὸν ὅρον «ἀΐδιος/ον» φανερώνεται ἡ ἀπροσπέλαστη καὶ ἀκατάληπτη γιὰ τὰ πνεύματα καὶ τὸν ἄνθρωπο κατάσταση τῆς ζωῆς καὶ τῆς οὐσίας τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ. Κατὰ τὴν οὐσία του ὁ Θεὸς εἶναι ἀΐδιος. Κατὰ τὶς ἐνέργειές του ὅμως μπορεῖ νὰ ὀνομασθεῖ καὶ αἰώνιος — ὑπὸ τὴν ἔννοιαν ὅτι οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ φανερώνονται καὶ μέσα στὸν χρόνο, ὁπότε ὁ Θεὸς ἀναγνωρίζεται ὡς δημιουργὸς τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἱστορίας. Μὲ τὸν ὅρον «αἰὼν» πάλι, ποὺ εἶναι ἡ δεύτερη βαθμίδα καὶ ἀντιστοιχεῖ στὸν ἀόρατο πνευματικὸ κόσμο, φανερώνεται ἡ κατάσταση ἐκείνη στὴν ὁποίαν ζοῦν καὶ ὑπάρχουν τὰ πνεύματα. Ἡ κατάσταση αὐτὴ δὲν νοεῖται, κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, ὡς μία κατάσταση τελείως ἄχρονη, καθότι ἔλαβε ἀρχὴ καὶ εἶναι ἔργον τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Οὔτε ἄχρονη εἶναι, ὅπως ἡ κατάσταση τοῦ Θεοῦ, οὔτε ὅμως καὶ μπορεῖ νὰ ταυτισθεῖ μὲ τὴν κατάσταση τοῦ χρόνου, στὴν ὁποίαν ἐμεῖς ζοῦμε. Ὁ «αἰὼν» εἶναι ὁ χρόνος τῶν πνευμάτων.

[4] Σύμφωνα μὲ τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ οἱ ἄγγελοι εἶναι λειτουργικὰ πνεύματα ποὺ διακονοῦν τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας. Οἱ ἄγγελοι εἶναι προστάτες. Ὄχι μόνον ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει τὸν προστάτη ἄγγελό του, ἀλλὰ καὶ τὰ ἔθνη. Τὸ ἔργον τῶν ἀγγέλων, κατὰ τὸν ἅγ. Διονύσιο τὸν ἀρεοπαγίτη, εἶναι κατ’ ἐξοχὴν φωτοδοτικό. Μία ἀεικίνητος ἱεραρχία μεταβιβάζει ἀπὸ πάνω πρὸς τὰ κάτω τὶς ἀδιάκοπες θεῖες ἐλλάμψεις. Οἱ ἄγγελοι, ὡς κτιστὰ ὄντα, δὲν εἶναι πανταχοῦ παρόντες, οὔτε μποροῦν νὰ προωθοῦν τὸ ἔργον τῆς τελειώσεως ἀπὸ δική τους πρωτοβουλία, ἔξω δηλαδὴ ἀπὸ τὸ ἱεραρχικὸ σῶμα. Κάθε ἀγγελοφάνεια εἶναι κατὰ βάσιν θεοφάνεια.

[5] Αὐτοὶ εἶναι πνεύματα ἢ δυνάμεις ἀρνητικὲς καὶ καταστροφικές, ποὺ λυμαίνονται τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας, πράττοντες τὸ ἀντίθετο ἀπ’ ὅ,τι οἱ ἀγαθοὶ ἄγγελοι. Ἀρχηγὸς τῶν δαιμόνων εἶναι ὁ Ἑωσφόρος, ὁ Σατανᾶς. Οἱ ἄγγελοι ποὺ δαιμονίσθηκαν, ἐγκατέλειψαν «τὸ ἴδιον οἰκητήριον» (βλ. Ἰούδα 6). Μακριὰ ἀπὸ τὴν θεοποιὸ ἐνέργεια καὶ δόξα μηδενίζονται ὡς πρὸς τὴν ἀγαθότητα καὶ ἀναπτύσσουν καταστροφικὲς δυνάμεις.

[6] Τὸ περιγράφει αὐτὸ μὲ θαυμάσιο τρόπο ἡ βυζαντινὴ τέχνη. Κατάσπαρτες εἶναι οἱ σχετικὲς μνεῖες μέσα στὰ λατρευτικὰ καὶ λειτουργικὰ κείμενα τῆς Ἐκκλησίας μας, στὴν ζωγραφική, στὴν ὑμνογραφία της. Ἀναφέρω ἐνδεικτικῶς τὴν παράσταση τῆς ἁγίας Τριάδος στὴν φιλοξενία τῶν τριῶν ἀγγέλων ὑπὸ τοῦ Ἀβραάμ, καθὼς καὶ τὸ ἐγκώμιον τῆς Μ. Παρασκευῆς, ποὺ ἀπηχεῖ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν (ὡς ἄσαρκος Λόγος φυσικὰ) ἐκεῖνος ποὺ ἔθρεψε τοὺς Ἑβραίους μὲ τὸ μάννα στὴν ἔρημο: «Οὓς ἔθρεψε τὸ μάννα, ἐκίνησαν τὴν πτέρναν κατὰ τοῦ εὐεργέτου».

[7] Ὅπως γράφει ὁ καθηγητὴς Β. Στογιάννος, «ἡ ἐπιφοίτηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἀποτελεῖ τὴν ἀφετηρία τῆς δημοσίας δράσεως τῶν μαθητῶν καὶ συγχρόνως τὴν ἀπαρχὴ τῆς ἐμφανίσεως τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο. Χωρὶς νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὸ θεωρητικὸ πρόβλημα τῆς προϋπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας ἢ τῶν προβαθμίδων της, ὅπως κάνει στὴν συνέχεια ἡ πατερικὴ θεολογία, ὁ Λουκᾶς καταγράφει μὲ τὴν εὐσυνειδησία τοῦ ἱστορικοῦ καὶ τὴν ἁπλότητα τοῦ χρονογράφου τὸ γεγονὸς ποὺ ἐπισημοποίησε τὴν φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο, τὴν ληξιαρχικὴ πράξη ποὺ πιστοποιεῖ τὴν γέννησή της. Ἔτσι μὲ τὴν Πεντηκοστὴ ἔχουμε τὴν ἐκκλησιολογικὴ προοπτικὴ γιὰ τὴν ἐξιστόρηση τῆς πορείας τοῦ εὐαγγελίου ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ στὴν Ἰουδαία καὶ τὴν Σαμάρεια ὣς τὰ ἔσχατα τῆς γῆς».

[8] Κατὰ τὸν ἅγ. Γρηγόριο Νύσσης, «κόσμου γὰρ κτίσις ἐστὶν ἡ τῆς Ἐκκλησίας κατασκευή». Καὶ στὴν ἀρχὴ τῆς τρίτης στάσεως τῶν Οἴκων («Χαιρετισμῶν») τῆς Θεοτόκου ἀπαγγέλει ἡ Ἐκκλησία μας: «Νέαν ἔδειξε κτίσιν, ἐμφανίσας ὁ Κτίστης, ἡμῖν τοῖς ὑπ’ αὐτοῦ γενομένοις».

[9] Ἡ οἰκουμενικότης καὶ ἡ συμπαντικότης τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελοῦν τὸ πεντόσταγμά της καὶ τοῦτο φαίνεται καθαρὰ καὶ ξάστερα στὴν φάση αὐτὴν τοῦ Παρακλήτου, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι δὲν φαινόταν καὶ στὴν προηγούμενη φάση τῆς ἱστορίας τοῦ περιούσιου λαοῦ. Ἡ ἀποκλειστικότης, ποὺ εἶναι τὸ σοβαρότερο σύμπτωμα τοῦ προπατορικοῦ κυρίως ἁμαρτήματος, ἀποτελεῖ κίνδυνο καὶ γιὰ τὴν φάση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Παρακλήτου. Ἡ διάβρωσις τοῦ σώματος ἀπὸ τὸ ἁμάρτημα τῆς ἀποκλειστικότητος καὶ τῆς ἐγωκεντρικῆς συσπειρώσεως εἶναι διαρκῶς ἐπὶ θύραις. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπ. Παῦλος στὸ ια΄ κεφ. τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς του σπεύδει νὰ προλάβει κάθε ὑψηλοφροσύνη τῶν ἐθνικῶν χριστιανῶν. Ἐὰν οἱ κλάδοι τοῦ Ἰσραὴλ ἀπεκόπησαν ἀπὸ τὴν «καλλιέλαιον», πολλῷ μᾶλλον οἱ ἐξ ἐθνῶν χριστιανοὶ κινδυνεύουν νὰ ἀποκοποῦν ἀπὸ τὴν «ἀγριέλαιον», ἐξ αἰτίας τῆς ἐγωκεντρικῆς ἀποκλειστικότητος, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπολίθωση καὶ τὴν στασιμότητα. Τίποτε πέραν τῆς ἐμμονῆς στὸ πνεῦμα τῆς οἰκουμενικότητος δὲν ἐγγυᾶται τὴν παραμονή τους στὴν Ἐκκλησία. Ἄνθρωπος καὶ κοινότης ἀνήκουν στὴν οἰκουμενικότητα τῆς θείας βασιλείας καὶ σ’ αὐτὴν μονάχα ριζώνουν. Ἄλλη ρίζα τῆς κατὰ φύσιν ἀναπτύξεως δὲν ὑπάρχει: «Εἰ δὲ καὶ κατακαυχᾶσαι, οὐ σὺ τὴν ῥίζαν βαστάζεις, ἀλλ’ ἡ ῥίζα σὲ» (Ρωμ. ια΄ 18).
Δύο ἐπίσης βασικὰ καὶ ἀναπόσπαστα στοιχεῖα τῆς ζωῆς στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Παρακλήτου εἶναι ὁ «θρίαμβος» καὶ ἡ «στράτευσις». Στὴν βιβλικὴ καὶ πατερικὴ θεολογία δὲν γίνεται διαχωρισμὸς θριάμβου καὶ στρατεύσεως, δηλαδὴ «θριαμβευούσης» καὶ «στρατευομένης» Ἐκκλησίας. Ἕνα τέτοιον διαχωρισμὸ ἐπέβαλε ἡ ἀντίληψις τῆς σχολαστικῆς θεολογίας περὶ τοῦ ἀρραβῶνος τῆς σωτηρίας καὶ τῆς τελικῆς ἀποκτήσεώς της μὲ κριτήρια καθαρῶς στατικὰ καὶ νομικά· ὅτι δηλαδὴ ἐπὶ τῆς γῆς ἀγωνίζεται κανεὶς νὰ ἐκτελέσει τὸ θεῖον θέλημα καὶ τελικά, ἐὰν τὸ πετύχει, στὴν μέλλουσα ζωὴ παίρνει ὡς ἀμοιβή του τὸ μερίδιον τῆς βασιλείας. Ἀλλὰ ἡ δυναμικὴ καὶ δραματικὴ πορεία τῆς κτίσεως πρὸς τὴν τελείωσή της, ὅπως μᾶς τὴν παρουσιάζει μὲ τόσο ρωμαλέο τρόπο ἡ πατερικὴ θεολογία, μένει ἀσυμβίβαστη μὲ τὶς ἀντιλήψεις αὐτὲς περὶ στατικότητος τῆς σωτηρίας. Στρατευομένη καὶ θριαμβεύουσα εἶναι πάντοτε ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ Α τῆς ἀφετηρίας της ὣς τὸ Ω τῆς καταλήξεώς της. Ἐὰν δὲν θριαμβεύει διαρκῶς πάνω στὸ κακὸ, ἐὰν δὲν ξεπερνᾶ τὰ ὅρια τῆς κτιστότητός της, τότε καμμία πορεία δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ, κανένα μυστήριον τελειώσεως. Ἡ στράτευσις μόνη δὲν γίνεται ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ὁ θρίαμβος μόνος δὲν ἀνήκει στοὺς οὐρανούς. Κατὰ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία ἕνας ὀξὺς διαχωρισμὸς στρατευομένης καὶ θριαμβευούσης Ἐκκλησίας εἰσηγεῖται τὴν στατικὴ καὶ ἀπολιθωμένη ἀποκάλυψη καὶ κατὰ συνέπειαν δὲν μπορεῖ νὰ γίνει μὲ κανένα τρόπον παραδεκτός.

[10] Ὡς ἑβδόμη ἡμέρα λογίζεται τὸ διάστημα ἀπὸ τὴν δημιουργία ἕως τὴν ἐσχάτη ἀνάσταση τῶν πάντων. Γενικῶς ἡ πατερικὴ θεολογία ἐπισημαίνει τὶς φάσεις τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν σειρὰ τῶν ἡμερῶν. Προηγεῖται ἡ δημιουργία τῶν αἰώνων, ἕπεται ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου σὲ ἓξ ἡμέρες καὶ ἀκολουθοῦν ἡ ἑβδόμη καὶ ἡ ὀγδόη ἡμέρα. Μὲ αὐτὲς τὶς συμβολικὲς παραστάσεις τῶν ἡμερῶν καταγράφεται ἡ πορεία ὁλοκλήρου τῆς δημιουργίας, δηλαδὴ τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας.

"Ἀρχὴ καὶ τέλος σὲ ὅλα τὰ πράγματα νὰ βάζεις τὸν Θεό."

Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ

apolytikion

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Τηλέφωνον: 2441021510
Fax: 2441021510
E-mail: info@inagk.gr

Ἀβέρωφ & Ν. Πλαστῆρα 39
(Νέα Ἀγορὰ)
T.K. 431 32

x
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ

Τὰ κείμενα ποὺ φιλοξενοῦνται στὴν ἱστοσελίδα μας, ὡς πρὸς τὸ ἰδιαίτερο περιεχόμενο καὶ τὰ μορφολογικὰ χαρακτηριστικά τους ἀπηχοῦν ἰδέες, σκέψεις, θέσεις καὶ ἀντιλήψεις τῶν συντακτῶν καὶ συγγραφέων τους. Ἀρχή μας ἀποτελεῖ ἡ ἀπόδοσις τοῦ ὀφειλομένου σεβασμοῦ πρὸς τὴν ἐλευθερία διατυπώσεως προσωπικῆς γνώμης, ἐπιλογῆς ὕφους, γλωσσικοῦ ἰδιώματος ἢ συστήματος γραφῆς, ἤτοι τοῦ μονοτονικοῦ λεγομένου ἢ τοῦ πολυτονικοῦ — ἐμεῖς «φανατικὰ» καὶ ἀμετανόητα ἀκολουθοῦμε τὸ δεύτερο, αὐτὸ προκρίνουμε, αὐτὸ προτείνουμε, αὐτὸ προτιμοῦμε· καὶ θὰ θέλαμε, εἶναι ἀλήθεια, ὅλα τὰ κείμενα νὰ δημοσιεύαμε στὸ πολυτονικό, ὥστε, ὅπως καὶ κάποιοι λένε, νὰ μὴ προκαλεῖται «ὀπτικὴ μόλυνση στὸν ἱστοχῶρο μας» ἀπὸ τὴν ἀκρωτηριασμένη γραφή. Κάτι τέτοιο ὅμως ἀπαιτεῖ χρόνο καὶ γνώσεις, ποὺ ὅλοι δὲν ἔχουν. Μακάρι νὰ βρεθοῦν πρόσωπα ἱκανὰ καὶ πρόθυμα νὰ βοηθήσουν στὴν προσπάθεια αὐτή.

√ Ἐξυπακούεται ὅτι δὲν μποροῦν νὰ γίνουν δεκτὰ κείμενα τὰ ὁποῖα δὲν συνάδουν πρὸς τὸ διῆκον πνεῦμα τῆς ἱστοσελίδος.

ΕΚ ΤΟΥ Ι. ΝΑΟΥ