ΑΝΑΖΗΤΗΣΙΣ

π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου

«Σίμων Σίμων,
ἰδοὺ ὁ σατανᾶς ἐξῃτήσατο ὑμᾶς
τοῦ συνιάσαι ὡς τὸν σῖτον»
(Λουκ. κβ΄ 31)

 «νέος κορωνοϊὸς» ἢ «κορωνοϊὸς τῆς Γιουχάν» (ἐπιστημονικῶς πλέον Covid-19) ἦλθε γιὰ νὰ ταράξει ἐπ’ ὀλίγον τὰ λιμνάζοντα ὕδατα τῆς θεολογικῆς μας σκέψεως καὶ νὰ μᾶς κοσκινίσει ἔν τινι μέτρῳ, «ὅπως ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοὶ» (Λουκ. β΄ 35).

Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι δυστυχῶς δὲν θεολογοῦν. Ἀκόμη καὶ αὐτοὶ ποὺ θέλουν νὰ λέγονται πνευματικοὶ ἢ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, δὲν θεολογοῦν ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἀλλ’ ἢ ἠθικολογοῦν, ὅπως κατὰ κόρον συνέβαινε τὰ παλαιότερα χρόνια, ἢ ἀναλίσκονται σὲ κοινωνιολογικοῦ ἢ ψυχολογικοῦ περιεχομένου ἀναφορές, ἀγαπολογία, προφητολογία καὶ ἄλλα παρόμοια. Αὐτὸ γίνεται καὶ ἀπὸ ἱερωμένους ἀκόμη καὶ ἀπὸ θεολόγους, τῶν ὁποίων μάλιστα ὁ λόγος «γαργαλάει» εὐχάριστα τὰ ἀφτιὰ τῶν ἀκροατῶν καὶ τοὺς ἔχει ἀναδείξει σὲ «φίρμες». Δὲν εἶναι ἄχρηστα βέβαια ὅλα αὐτά. Χρήσιμα εἶναι. Ὅμως, ὅταν δὲν συνιστοῦν γνησία προέκταση τοῦ ὀρθοῦ θεολογικοῦ λόγου καὶ προσφέρονται ἢ προσλαμβάνονται ὡς αὐτόνομες ἀναφορές, προτάσεις καὶ ἀξίες, τότε εἶναι μάταια· καὶ δὲν προσφέρουν ἀπαντήσεις. Θὰ ἔλεγα δὲ ὅτι εἶναι καὶ ἐπικίνδυνα. Ἐπικίνδυνα, διότι κάποιοι εἰδικοὶ τοῦ θέματος θὰ τὰ παρουσιάσουν καλύτερα καὶ πιὸ ἐπιστημονικὰ ἀπὸ ἐμᾶς καὶ ὁ κόσμος τότε ἐκείνους θὰ ἀκολουθήσει.

Ὁ λόγος ὁ δικός μας εἶναι λόγος σωτηριολογικός. Εἶναι ὑπὲρ τὴν ἐπιστήμην καὶ τὴν φιλοσοφίαν. Δὲν εἶναι ἀντιφιλοσοφικὸς ἢ ἀντιεπιστημονικός. Ὄχι. Χρησιμοποιεῖ τὴν φιλοσοφία καὶ τοὺς ὅρους τῆς ἐπιστήμης γιὰ νὰ ἐκφρασθεῖ. Ὅμως εἶναι ὑπερβατικὸς ἐκείνων.

Ἡ ἠθικὴ δὲν σώζει. Ἡ ψυχολογία δὲν σώζει. Ἡ κοινωνιολογία δὲν σώζει. Οὔτε ἡ ἐπιστήμη σώζει, οὔτε ἡ τέχνη, οὔτε ἡ φιλοσοφία, μὰ οὔτε καὶ ἡ θρησκεία. Σώζει μόνον ὁ Σωτήρ.

Τί κι ἂν γίνω ἠθικὸς ἄνθρωπος; Ἀφοῦ κάποτε θὰ πεθάνω. Μήπως πιάνομαι καὶ κορόϊδο ποὺ χάνω τὶς χαρὲς καὶ τὶς ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς δεμένος στὸ ἅρμα τῆς ἠθικῆς;

Τί μπορῶ νὰ περιμένω ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη στὸ ζήτημα τοῦ θανάτου; Μήπως νὰ βρεθεῖ τὸ φάρμακο τῆς ἀθανασίας; Νὰ ἀφιέρωνα μήπως τὴν ζωή μου στὴν συγκέντρωση χρημάτων, ὥστε νὰ νοικιάσω δι’ αἰῶνας ψυγεῖο, ὅπου θὰ συντηρηθεῖ τὸ φθαρτὸ καὶ ταλαίπωρο σκεῦος μου μέχρις ἀνακαλύψεως ἑλιξηρίου ἀθανασίας; Ἀστεῖα πράγματα!

Ἀγωνίζομαι γιὰ μία καλύτερη κοινωνία. Μά, κι ἂν ἀκόμη ἐπιτύχω τὴν τελεία δημοκρατία καὶ τὸν τέλειο σοσιαλισμό, θὰ πάψω νὰ πεθαίνω; Ποιός τελικὰ θὰ μὲ γλυτώσει ἀπὸ τὸν ἔσχατο αὐτὸν ἐχθρό;

Ἡ φιλοσοφία δὲν μπορεῖ. Προσπάθησαν οἱ φιλόσοφοι, ὅμως τὰ λόγια τους εἶναι «παρηγοριὰ στὸν ἄρρωστο». Γέλωτα μᾶλλον προκαλοῦν, παρὰ γεννοῦν ἐλπίδα.

Δὲν εἶναι φιλοσοφικὸ τὸ ζήτημα τοῦ θανάτου, οὔτε ἐπιστημονικό, οὔτε καλλιτεχνικό, οὔτε θρησκευτικό. Εἶναι ὀντολογικό. Καὶ ἔτσι λύθηκε· ὀντολογικῶς. Ὁ Ὢν ἠθέλησε νὰ δώσει στὰ ὄντα τὴν φυσική του ἀθανασία, ὡς χάρισμα. Αὐτὸ συνετελέσθη μὲ τὴν ἕνωση Θεοῦ καὶ κόσμου ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ ἐγεννήθη ὁ Κύριος ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου, ὅλα τὰ ἄλλα θὰ γίνονταν· καὶ ἔγιναν. Τὸν σταυρώσαμε (διότι τέτοιοι εἴμαστε) καὶ ἀναστήθηκε (διότι Θεός ἐστι παντοδύναμος, Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου).

Δὲν ὑπάρχει πλέον πρόβλημα θανάτου γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ γιὰ ὅλη τὴν κτίση. Τὸ ἔλυσε ὀντολογικῷ τῷ τρόπῳ ἐκεῖνος (ὁ μόνος) ποὺ μποροῦσε νὰ τὸ λύσει.

Ὁ παραπάνω ἀσσύμετρος πρόλογος ἔχει ὡς σκοπὸ νὰ δηλώσει ὅτι οἱ ὅποιες ταπεινὲς σκέψεις ἐκτεθοῦν ἐδῶ, ὡς ἀνταπόκρισή μου σὲ σχετικὲς παρακλήσεις, ἐπιθυμῶ νὰ ἔχουν ὡς βάση τους τὴν θεολογία, τὴν χριστιανικὴ (ὀρθόδοξη) θεολογία. Ἡ δὲ θεολογία δὲν εἶναι γιὰ τοὺς θεολόγους μόνον· ἂς τὸ ὑπογραμμίσουμε ξανὰ αὐτό. Εἶναι γιὰ ὅλους — γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.

Περὶ θείας κοινωνίας, μεταλήψεως καὶ μεταδοτικῶν ἀσθενειῶν.

Στὸ θέμα τῆς μεταδόσεως ἀσθενειῶν μέσῳ τῆς θείας μεταλήψεως εἴμαστε κάθετοι, ἀπόλυτοι καὶ ἀδιαπραγμάτευτοι. Ὅλες οἱ τοπικὲς Ἐκκλησίες ἄλλωστε καὶ οἱ Ἀρχιερεῖς ποὺ ἐξέδωσαν ἀνακοινώσεις ἢ ἐξαπέλυσαν σχετικὲς ἐγκυκλίους, συμφωνοῦν εἰς αὐτό. Πῶς ἄλλως!

Καὶ νὰ πῶ ἐξ ἀρχῆς, ὅτι ἐφ’ ὅσον συμφωνοῦμε εἰς αὐτό, κάθε τι ἄλλο θὰ πρέπει μᾶλλον νὰ θεωρεῖται ὡς παρελκόμενον. Ἂς μὴν εἴμαστε δὲ καχύποπτοι, ἀδελφοί μου, ἔναντι τῶν ἄλλων ἀδελφῶν ἢ τῶν ἱερέων ἢ τῶν ἀρχιερέων, ποὺ ἐξέφρασαν ἐπὶ τῶν παρελκομένων, ὅπως τὰ χαρακτήρισα, κάποιαν διαφορετικὴ γνώμη ἀπὸ τὴν δική μας, ἢ καὶ βιάσθηκαν ἴσως νὰ δημοσιεύσουν τὴν γνώμη τους. Κάτι ἄλλο ἐπίσης. Ὁ καθένας ἀναγκάζεται καὶ ὁμιλεῖ μὲ τὴν δική του «γλῶσσα», διότι εὑρίσκεται κάτω ἀπὸ διαφορετικὲς συνθῆκες. Ἀλλιῶς θὰ τοποθετηθεῖ ὁ Πατριάρχης, ἀλλιῶς ἡ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀλλιῶς ἐκείνη τῆς Ἀμερικῆς, ἀλλιῶς ὁ Πρωθυπουργός, ἀλλιῶς ὁ θεολόγος, ἀλλιῶς ὁ ἁπλοῦς πιστός. Ἰδιαιτέρως προσεκτικοὶ ἂς εἴμαστε ἀπέναντι στοὺς ἄρχοντες γενικῶς καὶ κυρίως στοὺς μητροπολίτες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν νὰ ζυγιάσουν πολλὰ πράγματα. Ἴσως κάποιες δηλώσεις τους δὲν εἶναι ἀρεστὲς σὲ κάποιους ἐξ ἡμῶν. Ἂς μὴ βιασθοῦμε νὰ τοὺς στολίσουμε μὲ χαρακτηρισμούς. Τὸ ὅτι ὅλοι συμφωνοῦμε εἰς τὸ θέμα τῆς θείας μεταλήψεως ἀρκεῖ.

Καὶ ἐπανέρχομαι εἰς τὸ θέμα αὐτό. Μοῦ προξενεῖ λύπη νὰ ἀκούω τὴν λέξη «κολλᾶς» (ἀπὸ τὴν θεία κοινωνία). Ἠχεῖ ἄσχημα στ’ ἀφτιά μου, ἄσχημα αἰσθάνομαι καὶ ποὺ τὴν ἔγραψα ἐδῶ. Εἶναι προσβλητικὴ γιὰ τὸ μυστήριο, ἕως βλάσφημος, θὰ ἔλεγα.

Δὲν ἀπαιτῶ ἀπὸ κανένα νὰ πιστεύει ὅτι ὁ καθαγιασμένος ἄρτος καὶ ὁ οἶνος τοῦ ἁγίου Ποτηρίου εἶναι αὐτὸ τοῦτο τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ εἶναι καθαρὰ πνευματικὸ θέμα. Εἶναι θέμα πίστεως.

Ὅμως τὸ ζήτημα δὲν ἔχει μόνον πνευματικὴ διάσταση. Ἔχει καὶ φυσική, λογική, ἀριθμητική, μαθηματική, στατιστική. Προσφάτως φίλος μου γιατρὸς μοῦ ἔλεγε ὅτι ἔχουν γίνει κατὰ καιροὺς πολλὲς μελέτες γύρω ἀπὸ τὸ θέμα αὐτό.

Ἐγὼ θὰ ἀρκεσθῶ στὴν ἐπίκληση τῆς ἁπλῆς λογικῆς καὶ στὴν ἀλήθεια τῶν ἀριθμῶν, ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ ἢ ἀμφισβητήσει. Τὰ στατιστικὰ δεδομένα εἶναι ἀρίδηλα. Ἐδῶ καὶ δύο χιλιάδες χρόνια οὐδεὶς εὑρέθη νοσῶν ἐκ τῆς μετοχῆς του εἰς τὸ ἅγιον Ποτήριον. Ποτὲ δὲν ἐτέθη τέτοιο θέμα. Πῶς ξαφνικὰ τώρα συμβαίνει αὐτό; Δὲν ὑπῆρξαν ποτὲ ἄλλοτε λοιμώδη νοσήματα· ἢ δὲν ὑπάρχουν ἄλλα; Κάθε μέρα ὑπάρχουν. Καὶ ἐμεῖς ὁποιανδήποτε ἡμέρα κοινωνοῦμε. Δὲν πάθαμε τίποτε. Πρῶτα-πρῶτα, ἂν «κολλούσαμε» (ἀναγκάζομαι καὶ χρησιμοποιήσω τὴν λέξη ὅλως συγκαταβατικῶς), δὲν θὰ εἴχαμε ποτὲ ἱερεῖς γιὰ νὰ μᾶς κοινωνοῦν. Ὅλοι θὰ εἶχαν πεθάνει. Κάθε Κυριακὴ καὶ κάθε γιορτὴ θὰ μάζευαν τοῦ κόσμου τὶς ἀρρώστιες. Διότι οἱ ἱερεῖς μας μετὰ τὴν θεία λειτουργία καταλύουν, ὡς γνωστόν, τὸ περιεχόμενον τοῦ ἁγίου Ποτηρίου, τουτέστι κατεσθίουν, τρώγουν αὐτό. Πῶς λοιπὸν αὐτοὶ δὲν μολύνονται; Πῶς δὲν παθαίνουν τίποτε, ὅταν γλύφουν τὰ πατώματα, στὶς περιπτώσεις ἐκεῖνες ποὺ ἀτυχῶς ὁ ἅγιος μαργαρίτης πέφτει κάτω; Πῶς δὲν μολύνονται οἱ ἱερεῖς ποὺ καθημερινὰ ὑπηρετοῦν στὰ νοσοκομεῖα καὶ μάλιστα τῶν Λοιμωδῶν; Πῶς δὲν μολύνθηκαν ἐκεῖνοι ποὺ διακονοῦσαν στὰ Σανατόρια παλαιὰ καὶ κοινωνοῦσαν τοὺς φυματικούς; Πῶς ὄχι ὁ ἡρωϊκὸς παππᾶς τῆς Σπιναλόγκα, ποὺ κοινωνοῦσε τοὺς χανσενικοὺς ἐκεῖ; Ὅταν πῆγε γιὰ πρώτη φορὰ νὰ λειτουργήσει, δὲν πάτησε κανείς. Ἦταν ὀργισμένοι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, πολὺ πεισμωμένοι. Ὅμως ἐκεῖνος ξαναπῆγε. Προσῆλθε τότε ἕνας καὶ τοῦ εἶπε: «Παππᾶ, θὰ καθίσω· καὶ θὰ μὲ κοινωνήσεις. Θέλω νὰ δῶ ὅμως, θὰ κάνεις κατάλυση στὸ τέλος ἢ θὰ φοβηθεῖς τὴν λέπρα μου;» Ὁ διάλογος ἀκούσθηκε στὰ κοντινὰ κελιὰ καὶ ἄρχισαν δειλὰ-δειλὰ νὰ πλησιάζουν κάποιοι στὰ πλαϊνὰ τοῦ μικροῦ ναοῦ. Παραμόνευσαν νὰ δοῦν ἂν ὄντως ὁ παππᾶς θὰ ἔκανε κατάλυση τοῦ Ποτηρίου στὸ τέλος. Καὶ ναί, ἔκανε! Ἀπίστευτο γιὰ ἐκείνους, πολὺ φυσικὸ καὶ δικαίως αὐτονόητο γιὰ τὸν ἱερέα. Καὶ ὕστερα πέρασε ἕνας μῆνας. Ὁ παππᾶς δὲν ξαναφάνηκε. Εἶπαν· Τώρα θὰ μᾶς ἔλθει ὡς λεπρὸς ἐδῶ, ὄχι ὡς παππᾶς. Ὅμως ἐκεῖνος ἐπέστρεψε ὑγιὴς καὶ ροδαλός. Τώρα χτυποῦσε τὴν καμπάνα πιὸ δυνατά, δὲν δίσταζε. Ἔκτοτε καὶ γιὰ δέκα τοὐλάχιστον χρόνια ἡ Σπιναλόγκα εἶχε τὸν ἱερέα της. Οἱ χανσενικοὶ ἀναστήλωσαν μόνοι τους τὸ ἐκκλησάκι καὶ μαζὶ τὴν κλονισμένη πίστη τους. Κοινωνοῦσαν τακτικά. Καὶ τοὺς ἔμεινε νὰ κρυφοκοιτάζουν στὸ τέλος τὸν μακάριον ἐκεῖνον λειτουργὸν τοῦ Ὑψίστου, γιὰ νὰ βεβαιώνονται κάθε φορὰ πὼς «τὸ θαῦμα τῆς Σπιναλόγα» συνέβαινε ξανὰ καὶ ξανά.

Ναί! Τὸ θαῦμα τῆς Σπιναλόγκα συμβαίνει ξανὰ καὶ ξανά. Καὶ θὰ συμβαίνει γιὰ πάντα. Εἶναι τὸ πιὸ συνηθισμένο θαῦμα τῶν χριστιανῶν, τὸ καθημερινό τους θαῦμα. Εἶναι τόσο μεγάλο, μὰ συγχρόνως καὶ τόσο αὐτονόητο, ποὺ δὲν τοὺς ἀπασχολεῖ πλέον, δὲν τοῦ δίνουν καμμία σημασία. Εἶναι ὄχι σὰν θαῦμα πιά, ἀλλὰ σὰν ἕνα φυσικὸ γεγονός. Ὅμως δὲν εἶναι φυσικό. Εἶναι ὑπερβατικὸ τῆς φύσεως — ὑπάρχουν, βλέπετε, καὶ τέτοια. Εἶναι τοῦ Θεοῦ αὐτά, ὄχι τῆς ἐπιστήμης καὶ τῶν ἀνθρώπων.

Λοιπόν, ἁπλᾶ εἶναι τὰ πράγματα καὶ ξεκάθαρα. Καί, ἐπαναλαμβάνω· ὄχι μόνον πνευματικά. Εἶναι καὶ λογικά. Τὰ ἐπιβεβαιώνει ἡ μακρόχρονη ἐκκλησιαστική μας παράδοση. Ἡ δὲ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ἐδῶ τοὐλάχιστον στὴν χώρα μας, ταυτίζεται μὲ τὴν κοινωνική, τὴν κοινοτική. Καὶ γνωρίζουμε ὅτι ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία οὐδέποτε ἐξέφρασε παρόμοιους ἐνδοιασμούς.

Γι’ αὐτό, λυποῦμαι πάρα πολὺ ὅταν βλέπω ἢ ἀκούω κάποιους (μάλιστα καὶ ἱερωμένους) νὰ ἐκτίθενται δημοσίως, προσπαθῶντας νὰ πείσουν ὅτι δὲν «κολλᾶς», ἐπειδὴ εἶναι δῆθεν ἔτσι εἰδικὰ φτιαγμένη ἡ λαβίδα ἢ τὸ ἅγιον Ποτήριον, ἢ διότι δὲν ἐπιτρέπει τὸ ἀλκοὸλ τὴν μετάδοση, καὶ ἄλλα τέτοια φαιδρά. Προσπαθοῦν μὲ ὅρους φυσικοὺς νὰ ἐξηγήσουν τὰ ὑπὲρ λόγον καὶ ἔννοιαν. Ὄχι, ἀγαπητοί. Ἐδῶ δὲν χωροῦν λόγια καὶ λογική. Λογικὴ χωρεῖ μόνον εἰς τὰ ὅσα μᾶς κομίζει, ὅπως παραπάνω εἴπαμε, ἡ δυσχιλιετὴς ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ἡ ἀδίρητος γλῶσσα τῶν ἀριθμῶν, ἡ στατιστικὴ ἀλήθεια.

Περὶ ἱερῶν εἰκόνων καὶ μεταδοτικῶν ἀσθενειῶν.

Μεταδίδονται μήπως ἀσθένειες μέσῳ τοῦ ἀσπασμοῦ τῶν ἱερῶν εἰκόνων;

Εἶναι πρόσφατα τὰ ὅσα γράψαμε στὸ προηγούμενο ἄρθρο μας περὶ τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἐπ’ εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς τῆς ἀναστηλώσεώς των (Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας).

Ἡ θεολογία τῆς εἰκόνος εἶναι ἡ ὑψηλοτέρα ἐν τῇ Ἐκκλησία, εἴχαμε πεῖ ἐκεῖ. Ἀποτελεῖ τὴν καρδιὰ τῆς ὀρθοδόξου δογματικῆς διδασκαλίας. Γι' αὐτὸ καὶ τόσο πολὺ τὴν πολέμησε ὁ διάβολος καὶ τὰ ὄργανά του. Γι' αὐτὸ καὶ ἐπισφραγίσθηκε ἀπὸ τὴν τελευταία τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν καὶ Ἁγίων Συνόδων. Ἀποτελεῖ θεολογικὴν κορύφωσιν. Διότι ὅλα μέσα στὴν Ἐκκλησία κάτι εἰκονίζουν. Ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ εἰκόνα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Συνδέεται δὲ ἄμεσα ἡ θεολογία τῆς εἰκόνος μὲ τὴν θεολογία τοῦ προσώπου. Ἡ εἰκὼν ταυτίζεται μὲ τὸ εἰκονιζόμενον πρόσωπον. Κατὰ τὸν ἅγιον Νικόδημον τὸν ἁγιορείτην, «εἰκὼν λέγεται ἀπὸ τοῦ ἐοικέναι, ἤτοι ἀπὸ τὴν ὁμοιότητα ὅπου ἔχει μὲ τὸ πρωτότυπον». Ὁ δὲ ὑπέρμαχος τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης θυμίζει στοὺς πιστούς, κατὰ τὰ χρόνια τῆς εἰκονομαχίας, ὅτι «καὶ Χριστὸν τὴν τοῦ Χριστοῦ εἰκόνα λέγομεν». Τὸ ἴδιο συμβαίνει μέχρι σήμερα. Ὁ λαός μας ὀνομάζει, ἐπὶ παραδείγματι, τὶς εἰκόνες τῆς Παναγίας Παναγίτσες. Ὅταν προσκυνῶ καὶ ἀσπάζομαι τὴν Παναγίτσα (ἤτοι τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας), ἀσπάζομαι τὴν ἴδια τὴν Παναγία. Στὴν εἰκόνα εἶναι παρὼν τὸ εἰκονιζόμενον πρόσωπον — ὄχι κατὰ τὴν φυσική του παρουσία βέβαια. Εἶναι παρὼν ὡς πρόσωπον, ὄχι ὡς φύσις. Γι' αὐτὸ καὶ πάλιν ὁ αὐτὸς Θεόδωρος ὁ Στουδίτης θὰ μᾶς πεῖ ὅτι δὲν εἶναι κάτι ἄλλο ἡ εἰκὼν τοῦ Χριστοῦ, παρὰ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός· διαφέρει μόνον κατὰ τὴν οὐσίαν. Αὐτὴ δὲ ἡ Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος μᾶς διδάσκει ὅτι ἡ εἰκὼν κατὰ τὴν ὑπόστασιν, ἤτοι κατὰ τὴν μίμησιν τῆς ὑποστάσεως, ἕνα εἶναι μὲ τὸ πρωτότυπον. Διότι μία εἶναι ἡ ὑπόστασις τῆς εἰκόνος, καθ' ὅτι «τὸ μὲν πρωτότυπον ὁρᾶται ἐν τῇ εἰκόνι, ἡ δὲ εἰκὼν ὑφίσταται ἐν τῷ πρωτοτύπῳ», ὅπως «ἡ σκιὰ ἐν τῷ σώματι»· εἶναι δὲ ἀδύνατον νὰ χωρισθεῖ ἀπὸ αὐτό.

Ἀφοῦ λοιπὸν ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα καὶ «δὲν εἶναι κάτι ἄλλο ἡ εἰκὼν τοῦ Χριστοῦ, παρὰ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός», κατὰ τὴν ρῆσιν τοῦ ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτου· καὶ ἀφοῦ ὅταν φιλάω τὴν Παναγίτσα, φιλάω τὸν ἴδια τὴν Θεοτόκον, τὴν μητέρα τῆς ζωῆς, κινδυνεύω ἀπὸ αὐτὸ τὸ φίλημα τῆς ζωῆς; Τί λέτε;

Ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ἱερὰ λείψανα τὸ ἴδιο δὲν συμβαίνει;

Μὲ τὸ χέρι τοῦ ἱερέως πάλι; Κινδυνεύω μήπως παίρνοντας τὸ ἀντίδωρο ἀπὸ τὸ χέρι ποὺ εἶναι βουτηγμένο στὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ; Ἢ μήπως ὁ ἱερεὺς δὲν εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ; Αὐτὸς κι ἂν εἶναι! Ζωντανὴ εἰκόνα, ἔμψυχος, ὄχι ἀπὸ ξύλα καὶ μπογιές. Πολλῷ δὲ μᾶλλον ὁ ἐπίσκοπος. Τί λοιπόν; Μήπως νὰ καταργούσαμε καὶ τοὺς λειτουργικοὺς ἀσπασμοὺς γιὰ νὰ μὴ «κολλήσουμε» ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον; Μήπως εἰς τὸ «Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους» νὰ ἀνταλάσσουν ἐφεξῆς οἱ συλλειτουργοῦντες ἱερεῖς, ἀντὶ τῶν λειτουργικῶν ἀσπασμῶν, χαριτωμένες ἀγκωνίτσες; 

Κάποιοι λένε· Ἀπὸ τὴν θεία κοινωνία δὲν «κολλᾶς», ὅμως δὲν ξέρουμε τί γίνεται μὲ τὸ μάκτρον (μαντηλάκι). Δέχονται ὅτι ποτὲ κανεὶς δὲν «κόλλησε» ἀπὸ τὴν θεία κοινωνία, ἐκφράζουν ὅμως ἐνδοιασμοὺς γιὰ τὸ μάκτρον. Μά, ἀγαπητοί, αὐτὸ συνιστᾶ ἀντίφασιν! Τόσα χρόνια μὲ τὸ μάκτρον δὲν κοινωνοῦμε; Γιατί δὲν «κολλήσαμε»; Μόνον ὁ κορωνοϊὸς μεταδίδεται μέσῳ τοῦ μάκτρου, ὄχι ἄλλα μικρόβια καὶ ἰοί; Τὴν ἴδια διαδικασία δὲν ἀκολουθοῦμε στὴν λειτουργικὴ πράξη ἐδῶ καὶ αἰῶνες; Εἴδαμε ὅμως ὅτι ἡ στατιστικὴ μηδενίζει τὴν ὑπόθεση τῆς μεταδόσεως ἀσθενειῶν μέσῳ αὐτῆς τῆς πράξεως, τῆς πιὸ ἱερᾶς. Τί ἄλλο θέλουμε; Τί ἄλλο ζητοῦμε;

Ἔχουμε ἀφαιρέσει ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ τὴν σκέψη μας τὴν θεολογία τῆς εἰκόνος. Γι’ αὐτὸ ὅλα καταρρέουν. Ποιός ὅμως μπορεῖ νὰ κατανοήσει αὐτὴν τὴν θεολογία; Καὶ τί ἀντίφασις! Ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τῆς εἰκόνος, ὅμως τὴν θεολογία τῆς εἰκόνος δὲν τὴν κατανοοῦμε. Ἡ εἰκονικὴ πραγματικότης σκιάζει τὴν εἰκονολογικὴ ἀναφορά. Καὶ δὲν πρόκειται γιὰ ἁπλῆ ἀναφορά. Οὔτε γιὰ συμβολισμό. Πρόκειται γιὰ ὀντολογία, εἰκονολογικὴ ὀντολογία. Τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸ ἅγιον Ποτήριον δὲν εἶναι σύμβολον, εἶναι αὐτὸ τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου καὶ βασιλέως τῆς δόξης. Οἱ εἰκόνες δὲν εἶναι σύμβολα, εἶναι εἰκόνες μὲ τὴν ἔννοια τῆς ὑποστατικῆς παρουσίας τῶν εἰκονιζομένων προσώπων, ὅπως ἐξηγήσαμε. Ὅλα εἶναι εἰκόνες μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἡ ἴδια ἠ Ἐκκλησία εἶναι εἰκόνα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἡ ἱστορική της φανέρωσις. Καὶ οἱ ἀδελφοὶ ποὺ στέκονται δίπλα μου μέσα στὴν ἐκκλησία, ἐν ταυτῷ εἶναι ζωντανὲς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, λίθοι τίμιοι τοῦ οἰκοδομήματός του. Ὁ ἴδιος ὁ ναὸς εἶναι εἰκόνα τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ. Κατὰ τὴν θεία λατρεία, ἐξόχως δὲ κατὰ τὴν θεία εὐχαριστία χῶρος καὶ χρόνος προσλαμβάνουν διαστάσεις ὑπερβατικές. Παρόν, μέλλον, παρελθόν, γῆ καὶ οὐρανὸς συσχηματίζονται ὑπὸ τοῦ ἀκτίστου φωτὸς λειτουργικῶς μεταμορφούμενα. Ὅλα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ εἶναι φῶς. Καὶ ἡ σκόνη της εἶναι ἁγία. Οἱ ἐκκλησίες μας εἶναι οἱ πιὸ καθαροὶ καὶ ἀμόλυντοι χῶροι. Ἀπὸ ἀλλοῦ ἂς φυλαχθοῦμε.

Καὶ θὰ πρέπει νὰ προφυλασσόμεθα βέβαια καὶ νὰ προφυλάσσουμε καὶ τοὺς ἄλλους, ὡς πολῖτες αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὡς μέλη τῆς κοινωνίας μέσα στὴν ὁποία ζοῦμε. Θὰ πρέπει νὰ δίνουμε καὶ τὸ καλὸ παράδειγμα, τηρῶντας ὅλες τὶς ὁδηγίες ποὺ δίδουν οἱ ἁρμόδιες ἀρχές. Νὰ εἴμαστε πνευματικοὶ ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ φυσικῶς φρόνιμοι.

"Ἀρχὴ καὶ τέλος σὲ ὅλα τὰ πράγματα νὰ βάζεις τὸν Θεό."

Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ

apolytikion

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Τηλέφωνον: 2441021510
Fax: 2441021510
E-mail: info@inagk.gr

Ἀβέρωφ & Ν. Πλαστῆρα 39
(Νέα Ἀγορὰ)
T.K. 431 32

x
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ

Τὰ κείμενα ποὺ φιλοξενοῦνται στὴν ἱστοσελίδα μας, ὡς πρὸς τὸ ἰδιαίτερο περιεχόμενο καὶ τὰ μορφολογικὰ χαρακτηριστικά τους ἀπηχοῦν ἰδέες, σκέψεις, θέσεις καὶ ἀντιλήψεις τῶν συντακτῶν καὶ συγγραφέων τους. Ἀρχή μας ἀποτελεῖ ἡ ἀπόδοσις τοῦ ὀφειλομένου σεβασμοῦ πρὸς τὴν ἐλευθερία διατυπώσεως προσωπικῆς γνώμης, ἐπιλογῆς ὕφους, γλωσσικοῦ ἰδιώματος ἢ συστήματος γραφῆς, ἤτοι τοῦ μονοτονικοῦ λεγομένου ἢ τοῦ πολυτονικοῦ — ἐμεῖς «φανατικὰ» καὶ ἀμετανόητα ἀκολουθοῦμε τὸ δεύτερο, αὐτὸ προκρίνουμε, αὐτὸ προτείνουμε, αὐτὸ προτιμοῦμε· καὶ θὰ θέλαμε, εἶναι ἀλήθεια, ὅλα τὰ κείμενα νὰ δημοσιεύαμε στὸ πολυτονικό, ὥστε, ὅπως καὶ κάποιοι λένε, νὰ μὴ προκαλεῖται «ὀπτικὴ μόλυνση στὸν ἱστοχῶρο μας» ἀπὸ τὴν ἀκρωτηριασμένη γραφή. Κάτι τέτοιο ὅμως ἀπαιτεῖ χρόνο καὶ γνώσεις, ποὺ ὅλοι δὲν ἔχουν. Μακάρι νὰ βρεθοῦν πρόσωπα ἱκανὰ καὶ πρόθυμα νὰ βοηθήσουν στὴν προσπάθεια αὐτή.

√ Ἐξυπακούεται ὅτι δὲν μποροῦν νὰ γίνουν δεκτὰ κείμενα τὰ ὁποῖα δὲν συνάδουν πρὸς τὸ διῆκον πνεῦμα τῆς ἱστοσελίδος.

ΕΚ ΤΟΥ Ι. ΝΑΟΥ