ΑΝΑΖΗΤΗΣΙΣ

Τοῦ Προϊσταμένου τοῦ Ἱ. Ναοῦ μας
καὶ Γενικοῦ Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου
τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσάλων
Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου 

Ἐπὶ τῇ σεβασμίᾳ ἑορτῇ καὶ πανηγύρει τοῦ ἁγίου ἐνδόξου καὶ πα­νευφήμου ἀποστόλου Τιμοθέου, ἐν ᾗ ἄγει τὰ ὀνομαστήριά του ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος καὶ Φαναριοφερσά­λων κ. Τιμόθεος[1].

 

«Ἔρωτι θείων Τιμόθεος στεμμάτων,
Τυφθεὶς βάκλοις, ἔβαψε γῆν ἐξ αἱμάτων»[2].

Μὲ τὰ λόγια αὐτά,

Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,

Σεβαστοὶ Πατέρες,

Ἐντιμότατοι ἄρχοντες,

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,

ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος πλέκει στέφανον ἐγκωμίων καὶ κατα­στέφει τὴν σεπτὴν κορυφὴν τοῦ παρ’ ἡμῖν σήμερον πανηγυ­ρικῶς ἑορταζομένου ἁγίου ἐνδόξου καὶ πανευφήμου ἀπο­στόλου Τιμοθέου.

Ἔβαψε τὴν γῆν μὲ τὰ ἄχραντα αἵματά του ὁ καὶ ἱερο­μάρτυς Τιμόθεος. Ποίῳ τρόπῳ; «Τυφθεὶς βάκλοις», ὡς ἠκού­σαμε· τυπτόμενος δηλαδὴ μὲ ράβδους ὑπὸ τῶν ἀπίστων. Ποίῳ λόγῳ; «Ἔρωτι θείων στεμμάτων»· διὰ τὸν μεγάλον ἔρωτα δηλαδὴ ποὺ εἶχε πρὸς τὰ θεῖα στέμματα, τοὺς θείους στεφάνους.

Ἡμέρα ἁγίων μαρτύρων ἡ σημερινή. Μανουήλ, Γεώρ­γιος καὶ Πέτρος, Λέων, Γαβριὴλ καὶ Σιώνιος, Ἰωάννης καὶ Λέων καὶ λοιποὶ σὺν αὐτοῖς τριακόσιοι ἑβδομήκοντα ἑπτὰ τὸν ἀριθμὸν ξίφει τε­λειοῦνται· Πάροδος δὲ λίθοις βληθεὶς τε­λειοῦται. Μετὰ τοῦ Τιμοθέου μόνον μάρτυρες ἑορτάζουν σή­μερα. Προεξάρχει δὲ τούτων ὁ ὁσιο­μάρτυς Ἀναστάσιος ὁ Πέρσης, θείῳ ἔρωτι καὶ αὐτὸς τελειωθείς. Ἔβλεπε ὁ Ἀναστά­σιος στοὺς τοίχους τῶν ἐκκλησιῶν ἱστορημένα τὰ μαρτύρια τῶν ἁγίων, ἐθαύμαζε τὰ κατορθώματά τους καὶ σφοδρῶς ἐφλέ­γετο ἡ καρδία του ἀπὸ τὸν πόθον νὰ τοὺς μιμηθεῖ. Ὅταν φου­ντώσει στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ὁ θεῖος ἔρως, τότε ἀψηφᾶ κινδύ­νους, ἐμπαίζει τὸν φόβον, λοιδορεῖ τὸν θά­να­τον, καταισχύνει τὴν ὀφρὺν τοῦ διαβόλου.

Τιμόθεος καὶ Ἀναστάσιος, οἱ κορυφαῖοι τοῦ χοροῦ τῶν σήμε­ρον ἑορταζομένων ἁγίων, ζηλοῦντες ἐζήλωσαν τῷ Κυ­ρίῳ καὶ ἐλέγ­ξα­ντες τὴν πλάνην, τὴν ἀσέβειαν, τὴν ἀήθειαν, ἐξεμέτρησαν βιαίως τὸ ζῆν. Τοὺς συμπατριῶτές του Πέρσες μάγους ἤλεγξε ὁ Ἀνα­στάσιος, καὶ τὰ ὑπ’ αὐτῶν γενόμενα. Τοὺς συμπα­τριῶτές του Ἕλληνες εἰδω­λολάτρες ἤλεγξε ὁ Τι­μόθεος, καὶ τὶς ἀκατανό­μαστες ἀσχημίες εἰς τὶς ὁποῖες ἐπεδί­δοντο. Ὁ σω­στικὸς λόγος τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται ὡς λό­γος θεολογι­κός, προφητι­κός, κατηχητικός, παρακλητικός, προτρε­πτι­κός, ὅμως καὶ ἐλεγκτικός. Πρὸ ἡμερῶν ὁ Ἰωάννης παρέδωκε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπὶ πίνακι, διότι ἔλεγε στὸν Ἡρῴδη· δὲν μπορεῖς νὰ ἔχεις τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου. Ἕνας ἄλλος Ἰωάννης, ὁ χρυσοῦς τὴν γλῶτταν, χρυσοῦς καὶ τὴν καρδίαν, ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ στὰ Κόμανα τοῦ Πόντου ἐξό­ριστος, δεδιωγμένος διὰ τὸν ἔλεγ­χον τῆς βα­σιλικῆς αὐλῆς. Μία Ἐκκλησία ποὺ δὲν ἐλέγχει, εἶναι ἅλας μεμωραμέ­νον. Ὅμως ὁ ἔλεγχος δὲν προϋποθέτει μόνον θάρ­ρος καὶ αὐταπάρνηση. Προϋποθέτει καὶ σοφία. Κορῶνες καὶ λεο­νταρισμοὶ ὑποκρύπτουν τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς ζῆλον οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν, ἂν ὄχι δειλία. Ἄλλοτε ὅμως βαπτίζουμε τὴν δει­λία μας ταπείνωση, καὶ σιω­ποῦμε.

* * *

Τιμόθεον, λοιπόν, τὸν μέγαν, ὡς τὸν ἀποκαλεῖ Συμεὼν ὁ Με­ταφρα­στής, ὅλως ἐξαιρέτως τιμῶμεν σήμερον· τὸν ἑλληνό­παιδα ἐκ Λύ­στρων τῆς Λυκαονίας, τὸν ἠγαπημένον μαθητὴν τοῦ Παύλου, τὸ γνή­σιον αὐτοῦ τέκνον, τὸν ἰσόψυχον, κατὰ τὴν ἐκείνου προσηγορίαν. Δύο ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς ποὺ κο­σμοῦν τὸν κανόνα τῆς Καινῆς Διαθή­κης, ἀπήθυνε πρὸς τὸν τιμώμενον ἀπόστολόν μας ὁ θεῖος Παῦλος. Καὶ ἀπὸ αὐτὲς ἀντλοῦμε πληροφορίες πολύτιμες γιὰ τὸν βίον του, τὸ ἦθος, τὴν διακονίαν του.

«Ἀπὸ βρέφους ἐγνώρισε τὰ ἱερὰ γράμματα»[3] δίπλα στὴν μάμμη του Λωΐδα καὶ τὴν μητέρα του Εὐνίκη, μιᾶς καὶ ἔμεινε νωρὶς χωρὶς πατέρα. «Ἡ ἀνυπόκριτος πίστη ποὺ κα­τοικοῦσε μέσα στὶς καρδιὲς τῶν δύο γυναικῶν, κατοίκησε καὶ στὴν δική σου καρδιά», τοῦ γρά­φει στὶς πρῶτες κιόλας σειρὲς τῆς θεογράφου ἐπιστολῆς του ὁ θεό­κρι­τος Παῦλος[4]. Ἐδείχθη τέκνον ἐπαγγελίας, ἀφοῦ ὑπὸ προφητειῶν πα­ρακι­νούμενος ὁ μέγας κήρυξ καὶ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν ἐξέλεξε αὐτὸν καὶ τοῦ παρήγγειλε νὰ στρατεύεται τὴν καλὴν στρα­τείαν[5]. Καὶ δὲν ἐγένετο ἀπειθὴς πρὸς τὶς παραγγελίες τοῦ δι­δασκάλου περὶ ἀγά­πης ἐκ καθαρᾶς καρδίας καὶ συνειδή­σεως ἀγαθῆς[6], περὶ νήψεως ἐν πᾶσι[7], περὶ ἁγνότητος καὶ κα­θαρότη­τος τοῦ βίου, περὶ δικαιοσύνης καὶ εὐσεβείας, ὑπο­μονῆς καὶ πρᾳότητος.[8] Ἀλλὰ κατόρθωσε, κανεὶς νὰ μὴ κατα­φρονήσει τὸ νεαρὸν τῆς ἡλικίας του, γενόμενος παράδειγμα τῶν πι­στῶν καὶ στοὺς λόγους καὶ στὴν συμπεριφορά, «πρὸς πᾶν ἔρ­γον ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος», ἄρτιος δηλαδή, κατηρτι­σμένος ἐν πᾶσι[9]. Ἀκόμη καὶ τὴν περιτομὴν κατεδέχθη κατὰ πλήρη συγκατάβασιν. Σὲ ὅλα προέκοψε, ὅσα ὁ διδάσκαλος τὸν προέτρεψε. Διὰ τοῦτο καὶ ἔλαβε τὸ ὑπερμέγιστον χάρι­σμα τῆς ἀρχιερωσύνης, ὑπὸ αὐτοῦ τοῦ οὐρανοβάμονος πνευ­ματι­κοῦ του πατρὸς χειροτονηθεὶς καὶ διάδοχος ἀναδειχθεὶς τοῦ Θεολόγου Ἰωάννου εἰς τὸν ἐπισκοπικὸν θρόνον τῆς με­γάλης πόλεως τῶν Ἐφεσίων. «Νυκτὸς καὶ ἡμέρας» δὲν πα­ρέλειπε νὰ ἐνθυμεῖται στὶς δεήσεις του τὸν ἠγαπημένον μα­θητὴν ὁ θειότατος Παῦλος[10], καὶ νὰ ἐπιθυμεῖ μὲ λαχτάρα νὰ τὸν ἀνταμώσει, κάθε φορὰ ποὺ τύχαινε νὰ χωρίσουν οἱ δρό­μοι τους. Εἶχε αὐτὸν τὸν με­γάλον πόθον καὶ τὴν ἀγάπη, διότι ἐνεθυμεῖτο τὰ δάκρυα τοῦ Τιμοθέου, ποὺ συνόδευαν τὸν κάθε ἀποχωρισμό τους. «Σπούδασον ἐλθεῖν πρός με τα­χέως», τοῦ γράφει στὴν δεύ­τερη ἐπιστολήν του· φρόντισε δη­λαδὴ νὰ ἔλθεις γρήγορα κο­ντά μου[11]· «ἐπιποθῶ σε ἰδεῖν, ἵνα χαρᾶς πλη­ρωθῶ». Εἶχε με­γάλον πόθον νὰ τὸ δεῖ, γιὰ νὰ γε­μίσει μὲ χαρὰ ἡ ψυχή του, ὅπως ἀκούσαμε νὰ τοῦ λέει στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνά­γνω­σμα (ἀπὸ τὴν ἴδια ἐπι­στολή)[12]. Καὶ ἐκεῖνος ὡς πιστὸς συ­νεργός, σύ­ντροφος καὶ συ­μπαρα­στάτης ἀνταπεκρίνετο εὐθὺς εἰς τὸ κάλεσμα τοῦ διδα­σκά­λου. Δὲν ἐπαισχύνθη οὔτε τὸ μαρτύριον τοῦ Κυρίου, οὔτε τὸν δέσμιον Παῦλον, οὔτε τὰ πολυειδῆ παθήματα καὶ τὸν θά­νατον ποὺ ἐκεῖνος ὑπέστη. Ἀλλ’ ἐνεδυναμώθη ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χρι­στῷ Ἰησοῦ[13] καὶ συγκακοπάθησε τῷ εὐαγ­γελίῳ κατὰ δύναμιν Θεοῦ[14], ὡς καλὸς στρατιώτης Χριστοῦ, μὴ ἐμπλεκόμενος ταῖς τοῦ βίου πραγ­ματείαις, ἵνα τῷ στρα­τολο­γήσαντι ἀρέσῃ[15]. Νομίμως ἤθλησε καὶ νο­μίμως ἐστεφα­νώθη[16]. Τὴν καλὴν παρακαταθή­κην ἐφύλαξε διὰ Πνεύ­ματος Ἁγίου τοῦ ἐνοικοῦντος ἐν ἡμῖν[17]. Ἐσπούδασε νὰ παραστή­σει δόκιμον τὸν ἑαυτόν του εἰς τὸν Θεόν, ἐργάτην τέλειον, ἀνεπαί­σχυ­ντον, ὀρθοτο­μοῦντα τὸν λό­γον τῆς ἀληθείας[18]· καὶ νὰ τη­ρήσει «τὴν ἐντολὴν ἄσπι­λον, ἀνεπίληπτον μέχρι τῆς ἐπιφα­νείας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰη­σοῦ Χριστοῦ»[19].

ù

 

Λαμπρὰ καὶ εὔσημος, ἀδελφοί, ἡ παροῦσα ἡμέρα!

Ἑορτῶν διῳδία!

ν ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ἐν εὐφροσύνῃ καὶ ἀγαλλιάσει τιμᾷ καὶ γεραίρει σήμερα ἡ Θεσ­σαλιῶτις Ἐκκλησία τὸν κλεινὸν τοῦ Χριστοῦ ἀπόστολον Τι­μόθεον, τὸν περικλεῆ καὶ πε­ρίδοξον· ἀλλὰ καὶ τὸν ἄγγελον αὐτῆς, τὸν θεοπρόβλητον ἀρχιθύτην, ποιμένα καὶ διδάσκα­λόν της, τὸν ἐπαξίως φέροντα τὸ ἔντιμον τοῦτο ὄνομα τοῦ περιφιλήτου ἀποστόλου· τὸν ἀληθῶς Τιμόθεον, ἀλλὰ καὶ θεότιμον ἀρχιερέα, τὸν πολλῶν χαρισμάτων ἔμπλεων, τὸν φιλέ­ορτον, φιλακόλουθον καὶ φιλεκκλήσιον, τὸν γλυ­κὺν καὶ ἐγκάρδιον, τὸν πατρικὸν καὶ δίκαιον.

Σήμερον ὁ εὐσεβὴς οὗτος, εὐγενὴς καὶ εὐλογημένος λαὸς καὶ ἡμεῖς οἱ ταπεινοί του λευῖται, λειτουργοὶ καὶ ὑπη­ρέται τῶν θείων τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων, περιγηθεῖς καὶ λευ­χειμονοῦντες, ὡς νεόφυτα ἐλαιῶν ἱστάμενοι κύκλῳ τῆς τρα­πέζης σου, ὦ ποιμενάρχα, ἀναπέμπο­μεν ὕμνον εὐχαριστίας πρὸς τὸν φιλάνθρωπον Θεόν, ὁρῶντες τὸν λύ­χνον ἐπὶ τὴν λυχνίαν, τὸ κόσμημα τῆς Ἐκκλησίας (τὸν ἐπίσκοπον) ἐπὶ θρόνου δόξης, εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ ἱστάμενον, πε­ρικα­τάληπτον, ὡς ἄμπελον περικλαδῆ καὶ εὐκληματοῦσαν, ὑπὸ τῆς λο­γικῆς ἐκλογάδος αὐτοῦ κυκλούμενον, στοιχιζόμε­νον· καὶ ἐν ἀπαρα­σαλεύτῳ ἐλπίδι διατελοῦντες, οὐχὶ εἰκῇ καὶ ὡς ἔτυχεν, ἀλλὰ διὰ τὸν περίδηλον ζῆλον τῆς αὐτοῦ Σε­βασμιότητος, ἀναφωνῶμεν·

Τιμόθεον, Κύριε, τῇ σῇ ποίμνῃ ἀνάδειξον

εράρχην στεῤῥόν, ἰθύν τε καὶ δίκαιον·

Μαθητοῦ μιμητὴν φερωνύμως γενέσθαι,

μοτρόπου τῷ Παύλῳ, ὃν ἰσόψυχον ἔγνω.

Θεσσαλιώτιδι νῦν τῇ σεπτῇ Ἐκκλησίᾳ

Εὔθρονον χάρισαι, γεραρὸν ἀρχιθύτην·

Οὐρανόθεν αὐτῷ καταπέμψας ἣν χάριν,

Σεραφεὶμ ἀεὶ βρύει τῶν ποιμένων ὁ ἔξαρχος[20].

Εἰς πολλὰ ἔτη, δέσποτα!

 


[1] Ἐξεφωνήθη εἰς Μητροπολιτικὸν Ἱερὸν Ναὸν Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης Καρδίτσης τῇ Τρίτῃ 22ᾳ Ἰανουαρίου 2019, ἐν τῇ Θείᾳ Λειτουργίᾳ.

[2] Συναξάριον κβ΄ Ἰανουαρίου.

[3] Β΄ Τιμ. γ΄ 15.

[4] Β΄ Τιμ. α΄ 5.

[5] Α΄ Τιμ. α΄ 18 (πρβλ. δ΄ 14).

[6] Α΄ Τιμ. α΄ 5 (πρβλ. α΄ 19).

[7] Β΄ Τιμ. δ΄ 5.

[8] Α΄ Τιμ. δ΄ 12· ϛ΄ 11.

[9] Β΄ Τιμ. γ΄ 17.

[10] Β΄ Τιμ. α΄ 3.

[11] Β΄ Τιμ. δ΄ 9.

[12] Β΄ Τιμ. α΄ 4.

[13] Β΄ Τιμ. β΄ 1.

[14] Β΄ Τιμ. α΄ 8.

[15] Β΄ Τιμ. β΄ 3-4.

[16] Β΄ Τιμ. β΄ 5.

[17] Β΄ Τιμ. α΄ 14· Α΄ Τιμ. ϛ΄ 20.

[18] Β΄ Τιμ. β΄ 15.

[19] Α΄ Τιμ. ϛ΄ 14.

[20] Στίχοι κατ’ ἀκροστιχίδα τοῦ ὀνόματος ΤΙΜΟΘΕΟΣ.

"Ἀρχὴ καὶ τέλος σὲ ὅλα τὰ πράγματα νὰ βάζεις τὸν Θεό."

Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ

apolytikion

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Τηλέφωνον: 2441021510
Fax: 2441021510
E-mail: info@inagk.gr

Ἀβέρωφ & Ν. Πλαστῆρα 39
(Νέα Ἀγορὰ)
T.K. 431 32

x
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ

Τὰ κείμενα ποὺ φιλοξενοῦνται στὴν ἱστοσελίδα μας, ὡς πρὸς τὸ ἰδιαίτερο περιεχόμενο καὶ τὰ μορφολογικὰ χαρακτηριστικά τους ἀπηχοῦν ἰδέες, σκέψεις, θέσεις καὶ ἀντιλήψεις τῶν συντακτῶν καὶ συγγραφέων τους. Ἀρχή μας ἀποτελεῖ ἡ ἀπόδοσις τοῦ ὀφειλομένου σεβασμοῦ πρὸς τὴν ἐλευθερία διατυπώσεως προσωπικῆς γνώμης, ἐπιλογῆς ὕφους, γλωσσικοῦ ἰδιώματος ἢ συστήματος γραφῆς, ἤτοι τοῦ μονοτονικοῦ λεγομένου ἢ τοῦ πολυτονικοῦ — ἐμεῖς «φανατικὰ» καὶ ἀμετανόητα ἀκολουθοῦμε τὸ δεύτερο, αὐτὸ προκρίνουμε, αὐτὸ προτείνουμε, αὐτὸ προτιμοῦμε· καὶ θὰ θέλαμε, εἶναι ἀλήθεια, ὅλα τὰ κείμενα νὰ δημοσιεύαμε στὸ πολυτονικό, ὥστε, ὅπως καὶ κάποιοι λένε, νὰ μὴ προκαλεῖται «ὀπτικὴ μόλυνση στὸν ἱστοχῶρο μας» ἀπὸ τὴν ἀκρωτηριασμένη γραφή. Κάτι τέτοιο ὅμως ἀπαιτεῖ χρόνο καὶ γνώσεις, ποὺ ὅλοι δὲν ἔχουν. Μακάρι νὰ βρεθοῦν πρόσωπα ἱκανὰ καὶ πρόθυμα νὰ βοηθήσουν στὴν προσπάθεια αὐτή.

√ Ἐξυπακούεται ὅτι δὲν μποροῦν νὰ γίνουν δεκτὰ κείμενα τὰ ὁποῖα δὲν συνάδουν πρὸς τὸ διῆκον πνεῦμα τῆς ἱστοσελίδος.

ΕΚ ΤΟΥ Ι. ΝΑΟΥ