π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου
Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ πιὸ «κολλητός» μας φίλος.
Τοὺς φίλους μας, καὶ τοὺς πιὸ «κολλητούς», δὲν τοὺς χορταίνουμε. Θυμᾶμαι, ὅταν ἤμασταν μικροὶ καὶ παίζαμε στὴν γειτονιὰ οἱ φίλοι, δὲν θέλαμε νὰ χωρίσουμε ποτέ. Ὅταν μᾶς φώναζαν τὸ βράδυ οἱ μαννάδες μας, ἦταν ἡ χειρότερή μας. Δὲν εἴχαμε χορτάσει παιχνίδι, δὲν εἶχε κορεσθεῖ ὁ πόθος τῆς συνύπαρξης, τῆς συντροφιᾶς, τῆς παρέας. Θέλαμε κι ἄλλο, δὲν μᾶς ἔφτανε. Κι ἂς εἶχε βραδιάσει, κι ἂς εἶχε περάσει ἡ ὥρα. «Ἄχ, νὰ μπορούσαμε ἀπόψε νὰ κοιμόμασταν μαζί, στὸ ἴδιο σπίτι, στὸ ἴδιο κρεββάτι!» Σιγὰ μὴ κοιμόμασταν δηλαδή· μαξιλαροπόλεμο θὰ παίζαμε ὅλη νύχτα, καὶ θἆταν αὐτὸ ἡδονὴ ἄρρητος. Πόσο μᾶς ἔλλειπαν οἱ φίλοι! Ἄδοξα τέλειωνε ἡ φιλικὴ συνεύρεση, καθὼς ὁ χῶρος καὶ ὁ χρόνος, ὡς ἀμείλικτοι δήμιοι, χώριζαν τὸ σφιχταγκάλιασμα τῆς συντροφικότητος. Οἱ φίλοι δὲν μποροῦν νὰ εἶναι πάντα μαζί, τοὺς χωρίζει ἡ κτιστὴ πραγματικότης. Μόνον ἕνας ἔχει αὐτὴν τὴν δυνατότητα, νὰ μᾶς κρατάει μέρα – νύχτα συντροφιά· εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς. Ὄχι πὼς εἶναι πανταχοῦ παρὼν ὡς ἄνθρωπος, εἶναι ὅμως ὡς Θεός. Ἔτσι, γίνεται ὁ «κολλητός» μας, αὐτὸς ποὺ μᾶς συντροφεύει σὲ κάθε στιγμή, σὲ κάθε χρόνο τῆς ζωῆς μας. Εἶναι ὁ ἄνθρωπός μας. Ὅταν ὁ παράλυτος τῆς Βησεσδὰ εἶπε· «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω»[1], ἐκεῖνος τοῦ ἔδειξε ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπός του. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπός μας, ὁ ἄνθρωπος τοῦ καθενός μας, ὁ «κολλητός» μας φίλος, ὁ ἀχώριστος, ὁ πιστός, ὁ αἰώνιος. Αὐτὸς σὲ ἕνα παροξυσμὸ ἀγάπης εἶπε: «Δὲν σᾶς λέω πλέον δούλους, ἐσεῖς εἶστε φίλοι μου»[2]! Φίλοι σου, Χριστέ μου; Καὶ ἐμεῖς σὲ φοβόμαστε; Ποιὰ ἁμαρτία μπορεῖ νὰ εἶναι πιὸ μεγάλη ἀπὸ αὐτήν; Συγχώρεσέ μας!