ΑΝΑΖΗΤΗΣΙΣ

γεννησις1π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου

Θεὸς Πατὴρ ὁ «Παντοκράτωρ»[1], ὁ ποιητὴς οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων, ἔπλασε τοὺς ἀγγέλους καὶ κατόπιν τὴν ἄλογη κτίση. Τελευταῖος ἀπὸ ὅλα τὰ πλάσματα ἐκτίσθη ὁ ἄνθρωπος, ἡ κορωνὶς τῆς δημιουργίας, ὁ βασιλεὺς τῆς κτίσεως.

Ὁ κόσμος, ὅπως διδάσκουν οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἔγινε ἐκ τοῦ μηδενός. Αὐτὸ τὸν κάνει νὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ μηδέν, νὰ ὑπόκειται στὴν ἐπιστροφὴ πρὸς τὸ μηδέν, νὰ εὑρίσκεται, θὰ λέγαμε, ὑπὸ τὴν διαρκῆ ἀπειλὴ τοῦ μηδενός. Ἀφοῦ δὲν εἶναι αἰώνιος, πῶς θὰ παραμείνει αἰώνιος; Αἰώνιος, ἄφθαρτος, ἀθάνατος εἶναι μόνον ὁ ἄκτιστος Θεός. Ἡ κτιστὴ δημιουργία δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει ἐκ τῆς φύσεώς της ἰδιότητες τοῦ ἀκτίστου. Ἡ κτίση ἔχει ὡς φύση της τὸ μηδὲν καὶ τὸν θάνατο, λέει ὁ Μ. Ἀθανάσιος. «Καὶ πρὸ τοῦ θανάτου θνητὸν ὡς ἐκ ῥίζης τοιαύτης τὸ ἡμέτερον γένος», θὰ πεῖ ἐπίσης αἰῶνες ἀργότερα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Εἶναι δημιουργία καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν μπορεῖ κατὰ φύσιν νὰ ἔχει ἰδιότητες τοῦ δημιουργοῦ. Δὲν εἶναι, μὲ ἄλλα λόγια, ἀπὸ τὴν φύση της ἀθάνατη. Ἂν ἦταν ἀθάνατη, ἂν δηλαδὴ εἶχε ἐγγενεῖς δυνάμεις ἀφθαρσίας, θὰ εἴχαμε ἕνα δεύτερο θεὸ δίπλα στὸν ἕνα — ὅπως συμβαίνει στὶς διάφορες θρησκεῖες καὶ φιλοσοφίες τοῦ ἀρχαίου κόσμου καὶ γενικῶς στὴν εἰδωλολατρία.

Ὅλα αὐτὰ ὅμως γεννοῦν ἕνα ἐρώτημα. Ὁ Θεὸς τελικὰ ἔφτιαξε τὸν κόσμο γιὰ νὰ πεθάνει; Ἀσφαλῶς ὄχι! Τὸν ἔφτιαξε ἀπὸ ἀγάπη[2], καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ φτιάξει κανεὶς κάτι ἀπὸ ἀγάπη γιὰ νὰ πεθάνει.

Πῶς ὅμως θὰ ζήσει ὁ κόσμος; Ἕνας τρόπος μόνον ὑπάρχει, ἡ μετὰ τοῦ Θεοῦ κοινωνία καὶ ἕνωσις. Ὁ κόσμος μπορεῖ νὰ ζήσει μόνον κατὰ μετοχήν, μετέχοντας δηλαδὴ στὴν ζωὴ τοῦ ὄντως ὄντος, τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ κόσμος στὴν οὐσία δὲν εἶναι «ὄν», ἀλλὰ «μὴ ὄν». AGGELOS 1Δὲν ἔχει ἀφ’ ἑαυτοῦ τὴν ζωή. Πῶς θὰ γίνει ὅμως αὐτὴ ἡ ἕνωσις Θεοῦ καὶ κόσμου; Ἀναγκαστικά; Ὄχι βέβαια. Ὁ Θεὸς δὲν ἀναγκάζει. Δημιουργεῖ τὰ ἐλεύθερα ὄντα, τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ ἐκφρασθεῖ δι’ αὐτῶν ἡ ἐλευθερία ὁλοκλήρου τῆς κτίσεως. Δημιουργεῖ ἐλεύθερον τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ γίνει ὁ ἐκφραστὴς τῆς ἀβίαστης καὶ μὴ ἀναγκαστικῆς ἑνώσεως τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν κτίση. Ὁ ἀνθρωπος ἀναλαμβάνει τὴν ὑψηλὴ ἀποστολὴ νὰ ἑνώσει τὸν κόσμο, τὴν κτιστὴ δημιουργία, μὲ τὸν ἄκτιστο Θεό, καὶ δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου νὰ ζήσει ὁ κόσμος, νὰ μὴ πεθάνει, νὰ μὴ ἐπιστρέψει ξανὰ στὸ μηδέν. Γι’ αὐτὸ δημιουργεῖται τελευταῖος, γιὰ νὰ ἀσκήσει τὴν ἐλευθερία του καὶ νὰ πάρει τελικὰ μία θέση θετικὴ ἢ ἀρνητικὴ ἔναντι τῆς δημιουργίας.

Δὲν ἀνατίθεται στὸν ἄγγελο αὐτὸ τὸ ἔργο. Ὁ ἄγγελος δὲν ἔχει σῶμα ὑλικὸ γιὰ νὰ μπορέσει μέσῳ αὐτοῦ νὰ ἑνώσει τὸν ὑλικὸ κόσμο μὲ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δὲν ἔγινε ἄγγελος, ἀλλὰ ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι ἡ ἀνακεφαλαίωση τῆς δημιουργίας, ἡ ὁλοκλήρωσή της, ἔχει φυσικὸ δεσμὸ μὲ τὰ ὁρατά, μέσῳ τοῦ σώματος, καὶ μὲ τὰ ἀόρατα, μέσῳ τῆς ψυχῆς του. Ἐκτίσθη εἰς τὸ μεθόριον ὑλικῆς καὶ ἀΰλου δημιουργίας, μὲ σκοπὸ νὰ γίνει τὸ μεθόριον κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου. Εἶναι ὁ ἱερεὺς τῆς κτίσεως, ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου. Χωρὶς τὸν ἄνθρωπο ὁλόκληρη ἡ δημιουργία εἶναι καταδικασμένη στὴν φθορὰ καὶ στὸν θάνατο.

Ὅμως, ὁ ἄνθρωπος δὲν θέλησε νὰ παίξει τὸν ρόλο αὐτόν. Εἶχε ἕναν μεγάλο προορισμό, εἶπε ὅμως ἕνα μεγάλο ὄχι στὸν Θεό. Ἐκλήθη νὰ καταξιώσει καὶ ἐν ἐλευθερίᾳ νὰ ὁλοκληρώσει τὴν ἀποστολὴ τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, ὅμως δὲν ἠθέλησε. AdamAgiosNikolaosAnapsafasὉ κόσμος ἐπλάσθη γιὰ νὰ συμμετάσχει μέσῳ τοῦ ἀνθρώπου στὴν χαρὰ τῆς ζωῆς καὶ ὄχι γιὰ νὰ ὁδηγηθεῖ στὸν πόνο, στὸν στεναγμό, στὴν ὀδύνη. Ἀλλ’ ὁ ἄνθρωπος ἄσκησε τὴν ἐλευθερία του κατὰ τρόπο ἀρνητικό· καὶ τώρα ἡ κτίση, ποὺ κυριολεκτικὰ κρέμεται ἀπὸ τὶς δικές του ἐπιλογές, «συστενάζει καὶ συνωδίνει»[3] καὶ «ἀποκαραδοκεῖ» (σφοδρῶς ἀναμένει) τὴν ἀπελευθέρωσή της ἀπὸ τὴν ὑποδούλωση στὴν φθορά. Ἐδόθη ἐξουσία στὸν ἄνθρωπο νὰ χρησιμοποιήσει τὸν κόσμο κατὰ τὸ θέλημά του, ἄκουσε τὸ «κατακυριεύσατε αὐτῆς (τῆς γῆς) καὶ ἄρχετε»[4]. Σὲ κανένα ἄλλο πλάσμα τῆς ὑλικῆς δημιουργίας δὲν ἐδόθη αὐτὴ ἡ ἐλευθερία — εἰς τὴν ὁποίαν ἐν τέλει συνοψίζεται καὶ τὸ «κατ’ εἰκόνα». Ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἀπέτυχε στὴν ἀποστολή του. Δὲν θέλησε νὰ ἀναφέρει εὐχαριστιακῶς τὸν κόσμο στὸν Θεόν. Ἀντιθέτως, ἔκανε κέντρο ἀναφορᾶς τὸν ἑαυτόν του, αὐτὸν ἐθεοποίησε. Πῆρε — ὅπως ἐνόμισε — τὴν θέση τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου, ἔτσι θὰ πρέπει νὰ τὴν ἐννοοῦμε. Μαζὶ δὲ μὲ τὸν ἄνθρωπο, ὡς ἦτο φυσικό, ἔπεσε καὶ ὁλόκληρη ἡ κτίσις. Μαζὶ μὲ τὸν βασιλέα καὶ τὸ βασίλειον. Τὰ ἀποτελέσματα; Γνωστά. Κάθε τι τὸ κτιστὸν θεοποιεῖται. Ἄγγελοι, ἄνθρωποι, ζῶα, φυτά, πλανῆτες, ἄστρα, φαινόμενα καὶ στοιχεῖα τῆς φύσεως, τὰ πάντα προσλαμβάνουν διαστάσεις ὑπερφυσικές. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται δυνατώτερος τῆς φύσεως, θεοποιεῖ τὸν ἑαυτόν του· καὶ κάθε φορὰ ποὺ διαπιστώνει ὅτι ἐκείνη ὑπερτερεῖ ἔναντι αὐτοῦ σὲ δύναμη, θεοποιεῖ τὴν φύση.

Ὅμως ἡ ἄρνηση τοῦ ἀνθρώπου δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ματαιώσει τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ἔφτιαξε τὸν κόσμο γιὰ νὰ ζήσει καὶ ὄχι γιὰ νὰ πεθάνει. AGGELOS 2Ἀναλαμβάνει ὁ ἴδιος τώρα νὰ φέρει εἰς πέρας τὸ ἔργο ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀρνήθηκε· χωρὶς ὅμως καὶ πάλι νὰ ἐκβιάζει τὴν ἐλευθερία του — δὲν σώζει τὸν κόσμο ἀναγκαστικά. Ὅταν ἔρχεται τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου καὶ ἡ Παρθένος δέχεται νὰ γίνει μητέρα τοῦ Θεοῦ, ὁ Υἱός, κατ’ εὐδοκίαν τοῦ οὐρανίου Πατρός, γίνεται ἄνθρωπος καὶ κάνει αὐτὸ ποὺ δὲν ἔκανε ὁ Ἀδάμ· ἀναφέρει τὴν κτίση στὸν δημιουργὸ Πατέρα Θεό, ἑνώνει τὴν κτίση μὲ τὸν κτίστη. Αὐτὸ εἶναι τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, ἡ καρδιὰ τοῦ μυστηρίου τῆς θείας οἰκονομίας, ἡ πλήρωσίς της. Ὁ Χριστὸς προσλαμβάνει ὄχι σῶμα ἀτομικό, ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα, καὶ κατὰ συνέπειαν ὁλόκληρη τὴν κτίση — διότι, ὅπως εἴπαμε, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ ἀνακεφαλαίωσις τῆς κτίσεως. Προσφέροντας τὸ σῶμα του στὸν Θεὸ Πατέρα, προσφέρει (προσάγει) ὁλόκληρη τὴν κτίση, τὴν δημιουργία. Αὐτὸ τὸ νόημα ἔχει ἡ σταυρική του θυσία. Ὅλη ἡ οἰκονομία ἀνακεφαλαιώνεται στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ καταλήγει στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Πατρός.

Καὶ ὅλο αὐτὸ τὸ σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας μεταφέρεται τώρα στὴν Ἐκκλησία, προεχόντως δὲ καὶ κυρίως στὴν θεία Εὐχαριστία. Αὐτὸ εἶναι πάρα πολὺ σημαντικὸ καὶ θὰ πρέπει νὰ τὸ γνωρίζουμε. Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ ἀναφορὰ (ἡ προσαγωγὴ) ὁλοκλήρου τῆς κτίσεως στὸν Θεὸ Πατέρα· γι’ αὐτὸ λέγεται καὶ ἁγία ἀναφορά. Αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς τὸ ἐπαναλαμβάνει τώρα ἡ Ἐκκλησία μυστικῶς, λειτουργικῶς, εὐχαριστιακῶς. Ὄχι συμβολικῶς, ὅπως τὸ ἐννοοῦν κάποιοι αἱρετικοὶ ἢ ἑτερόδοξοι. Δὲν πρόκειται γιὰ ἐθιμοτυπικὴ ἐπανάληψη, ἀλλὰ γιὰ εἰκονολογικὴ πραγματικότητα. Ἡ θεία Εὐχαριστία, ποὺ ἀποτελεῖ εἰκόνα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, μεταφέρει λειτουργικῶς τὰ ἔσχατα στὸ παρόν. agioi pantes 300x204Ἐπάνω στὸ ἅγιο δισκάριο συνάγεται γύρω ἀπὸ τὸν ἀμνὸ (τὸν Χριστὸ) ὁλόκληρη ἡ δημιουργία: οἱ ἄνθρωποι (Θεοτόκος, ἅγιοι, ἐπίσκοπος, κλῆρος, λαός, ζῶντες καὶ κεκοιμημένοι), οἱ ἄγγελοι, ἡ ἄλογη κτίση («ἀντιπροσωπεύεται» στὰ εἴδη τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου). Ὅλα αὐτά, ὁλόκληρη δηλαδὴ τὴν δημιουργία προσφέρει, προσκομίζει ὁ Χριστὸς στὸν Θεὸ Πατέρα. Ἐμεῖς λέμε ὅτι τὰ προσκομίζει, τὰ προσφέρει ὁ ἱερεύς, ὅμως ὁ πραγματικὸς προσφέρων εἶναι ὁ Χριστός, μὲ τὸν ὁποῖον ὁ ἱερεὺς ταυτίζεται λειτουργικῶς, γίνεται εἰκόνα του. Ὁ Χριστὸς μᾶς ἑνώνει καὶ μᾶς ὁδηγεῖ ἐνώπιον τοῦ πατρικοῦ θρόνου. Δὲν πᾶμε μόνοι μας ἐκεῖ. Ὡς ἀδελφοὺς τοῦ Υἱοῦ, μέλη τοῦ σώματός του μᾶς ἀποδέχεται ὁ Πατὴρ καὶ μᾶς ἀναγνωρίζει ὡς υἱούς του. Μόνον ἔτσι πραγματοποιεῖται ἡ ἕνωσίς μας μὲ τὸν Θεό, ἔτσι ἐπιτυγχάνεται ἡ θέωση, ἡ σωτηρία, μόνον διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δὲν ὑπάρχει θέωση ἐκτὸς Χριστοῦ. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει Χριστὸς χωρὶς Ἐκκλησία — ὅπως βέβαια καὶ Ἐκκλησία χωρὶς Χριστό —, δὲν ὑπάρχει θέωση ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ θέωση κατ’ ἐξοχὴν προσφέρεται στὴν θεία Εὐχαριστία. Θέωση εἶναι νὰ ἐγκεντρισθεῖς (μπολιασθεῖς) στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στὸ σῶμα ποὺ ἐκεῖνος εὐχαριστιακῶς προσφέρει καὶ ὁ Πατὴρ μετ’ εὐδοκίας ἀποδέχεται. Ἄλλος δρόμος δὲν ὑπάρχει. Γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος.



[1] Κρατεῖ ἐπὶ πάντων, κρατεῖ τὰ πάντα.
[2] «...ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶν» (Ἰω. δ΄ 8 καὶ 16).
[3] Ρωμ. η΄ 22.
[4] Γεν. α΄ 28.

"Ἀρχὴ καὶ τέλος σὲ ὅλα τὰ πράγματα νὰ βάζεις τὸν Θεό."

Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ

apolytikion

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Τηλέφωνον: 2441021510
Fax: 2441021510
E-mail: info@inagk.gr

Ἀβέρωφ & Ν. Πλαστῆρα 39
(Νέα Ἀγορὰ)
T.K. 431 32

x
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ

Τὰ κείμενα ποὺ φιλοξενοῦνται στὴν ἱστοσελίδα μας, ὡς πρὸς τὸ ἰδιαίτερο περιεχόμενο καὶ τὰ μορφολογικὰ χαρακτηριστικά τους ἀπηχοῦν ἰδέες, σκέψεις, θέσεις καὶ ἀντιλήψεις τῶν συντακτῶν καὶ συγγραφέων τους. Ἀρχή μας ἀποτελεῖ ἡ ἀπόδοσις τοῦ ὀφειλομένου σεβασμοῦ πρὸς τὴν ἐλευθερία διατυπώσεως προσωπικῆς γνώμης, ἐπιλογῆς ὕφους, γλωσσικοῦ ἰδιώματος ἢ συστήματος γραφῆς, ἤτοι τοῦ μονοτονικοῦ λεγομένου ἢ τοῦ πολυτονικοῦ — ἐμεῖς «φανατικὰ» καὶ ἀμετανόητα ἀκολουθοῦμε τὸ δεύτερο, αὐτὸ προκρίνουμε, αὐτὸ προτείνουμε, αὐτὸ προτιμοῦμε· καὶ θὰ θέλαμε, εἶναι ἀλήθεια, ὅλα τὰ κείμενα νὰ δημοσιεύαμε στὸ πολυτονικό, ὥστε, ὅπως καὶ κάποιοι λένε, νὰ μὴ προκαλεῖται «ὀπτικὴ μόλυνση στὸν ἱστοχῶρο μας» ἀπὸ τὴν ἀκρωτηριασμένη γραφή. Κάτι τέτοιο ὅμως ἀπαιτεῖ χρόνο καὶ γνώσεις, ποὺ ὅλοι δὲν ἔχουν. Μακάρι νὰ βρεθοῦν πρόσωπα ἱκανὰ καὶ πρόθυμα νὰ βοηθήσουν στὴν προσπάθεια αὐτή.

√ Ἐξυπακούεται ὅτι δὲν μποροῦν νὰ γίνουν δεκτὰ κείμενα τὰ ὁποῖα δὲν συνάδουν πρὸς τὸ διῆκον πνεῦμα τῆς ἱστοσελίδος.

ΕΚ ΤΟΥ Ι. ΝΑΟΥ