ΑΝΑΖΗΤΗΣΙΣ

«Καὶ ἐκέκραγεν ἕτερος πρὸς τὸν ἕτερον καὶ ἔλεγον· ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ» (Ἡσ. ϛ΄ 3).

«Αἴνει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον· αἰνέσω Κύριον ἐν τῇ ζωῇ μου, ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω» (Ψαλμ. ρμε΄ [145] 1-2).

«Μὴ ζῴην μετ' ἀμουσίας»  (Εὐριπίδης).

γραφε σ’ ἕνα ποίημά του ὁ Νικηφόρος Βρεττάκος[1]:

«Ὅταν κάποτε φύγω ἀπὸ τοῦτο τὸ φῶς

θὰ ἑλιχθῶ πρὸς τὰ πάνω ὅπως ἕνα

ρυακάκι ποὺ μουρμουρίζει.

Κι ἂν τυχὸν κάπου ἀνάμεσα

στοὺς γαλάζιους διαδρόμους

συναντήσω ἀγγέλους, θὰ τοὺς

μιλήσω ἑλληνικά, ἐπειδὴ

δὲν ξέρουνε γλῶσσες. Μιλᾶνε

μεταξὺ τους μὲ μουσική».

Νά ’ναι ἆραγε ἔτσι; Μὲ μουσικὴ νὰ μιλᾶνε οἱ ἄγγελοι; Αὐτὴ τάχα νά ’ναι ἡ γλῶσσα τους, ἡ λαλιά τους, ὅπως κάποιοι τὴν λένε; Δὲν ξέρω. Ἔργο τους πάντως σίγουρα τὴν ἀκατάπαυστη ἔχουν δοξολογία.

Ἀλλ’ ἂν μιλᾶνε γλῶσσες, σίγουρα τὴν Ἑλληνικὴ θὰ ξέρουν. Κι ἂν δὲν τὴν ξέρουν, σὰν τοὺς μιλήσεις, πάλι θὰ καταλάβουν. Αὐτὸ μᾶς λέει κι ὁ ποιητής. Γιατὶ ἡ γλῶσσα ἡ Ἑλληνὶς εἶναι μουσική. Κι ἂν ἦταν γλῶσσα ἡ μουσική, θά ’ταν σίγουρα Ἑλληνική.

Στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ὁ ἄμουσος ἐθεωρεῖτο ἀπαίδευτος, ἀκαλαίσθητος, ἄξεστος. Οἱ ἀρχαῖοι ταύτιζαν τὴν μουσικὴ μὲ τὴν παιδεία. Βέβαια ὁ ὅρος ἀπέδιδε κάποιαν εὐρύτερη ἔννοια, σήμαινε κάθε εἶδος πνευμα­τικῆς δημιουργίας, τῆς ὁποίας προστάτιδες ἦσαν οἱ ἐννέα Μοῦσες — ἡ κυ­ρίως μουσικὴ (ἡ τέχνη τῶν ἤχων) ὀνομαζόταν ἁρμονική. Ἐν τούτοις, ἡ ταύτιση τῆς μουσικῆς μὲ τὸ σύνολον τῶν γνώσεων (ἁρμονική, χορευτική, μαθηματικά, ἀστρονομία, ρητορική, ποίηση, φιλοσοφία) ὑπογραμμίζει τὴν θέση της μέσα στὴν ζωὴ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Ὁ Εὐριπίδης ἔλεγε: «μὴ ζῴην μετ' ἀμουσίας»[2].

Τὰ πιὸ ἀρχαῖα γραπτὰ μνημεῖα τῆς παραδόσεώς μας, τὰ ἔπη τοῦ Ὁμήρου, μαρτυροῦν τὴν ξεχωριστὴ ἀγάπη τῶν μακρινῶν ἐκείνων προγόνων γιὰ τὴν μουσική. Οἱ θεράποντες, ἢ καλύτερα θὰ λέγαμε οἱ μύστες καὶ λειτουργοὶ τῆς τέχνης αὐτῆς ἐξόχως τιμῶνται στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Οἱ ἀοιδοί, ποὺ εἶναι ποιητὲς συνάμα καὶ συνθέτες, κιθαρῳδοὶ ἐπίσης καὶ τραγουδιστὲς τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς οἱ ἴδιοι τῶν ποιημάτων τους, θεωροῦνται πρόσωπα θεόπνευστα καὶ ἀπολαύουν λίαν ἐξαιρέτου τιμῆς καὶ σεβασμοῦ. Ὅταν μὲ τὴν συνοδία τῆς κιθάρας τους, τῆς φόρμιγγας ἢ τῶν ἄλλων μουσικῶν ὀργάνων ἀπαγγέλουν ἢ ψάλλουν τοὺς στίχους τῶν ἐπικῶν ποιημάτων τους, κάθονται σὲ θέση ὑψηλὴ καὶ περίοπτη, ἀκόμη καὶ μέσα στὸ παλάτι, ἐνῷ οἱ παραγενόμενοι ἀκροῶνται ἐν πάσῃ σιωπῇ — καὶ κατανύξει, θὰ λέγαμε. Στὴν Ὀδύσεια διαβάζουμε: «Τοῖσι δ’ ἀοιδὸς ἄειδε περικλυτός, οἱ δὲ σιωπῇ εἵατ' ἀκούοντες»: «ὁ ξακουστὸς τραγουδιστὴς κοντά τους τραγουδοῦσε κι αὐτοὶ καθότανε ἄλαλοι ν’ ἀκούσουν τὸ τραγούδι»[3]. Καὶ ποιοὶ εἶναι ἐδῶ αὐτοὶ οἱ «ἄλαλοι»; Οἱ ἐγωκεντρικοὶ καὶ ξιπασμένοι μνηστῆρες, οἱ θορυβώδεις καὶ ἄξεστοι. Ἀκόμη καὶ αὐτοὶ συστέλλονται ἐνώπιον τoῦ θείου ἀοιδοῦ. Ὁ Φήμιος, ποὺ ὅλοι ἔλεγαν πὼς εἶχε θεϊκὴ φωνή, τοὺς ψάλλει «θέσπιν ἀοιδὴν» (θεόπνευστη ᾠδή, ἀθάνατο τραγούδι) γιὰ τὸν πικρὸ γυρισμὸ τῶν Ἀχαιῶν ἀπὸ τὴν Τροία: «ὁ δ’ Ἀχαιῶν νόστον ἄειδεν λυγρόν». Ὅταν ἡ Πηνελόπη θὰ τοῦ ζητήσει νὰ σταματήσει τὸ θλιβερὸ τραγούδι καὶ ποτὲ νὰ μὴ τὸ ξαναπεῖ, γιατὶ πάντα πληγώνει τὴν καρδιά της μέσα στὰ στήθη καὶ συστρέφει τὰ σπάγχνα της τὸ «ἄλαστον πένθος» (ἀλησμόνητος πόνος), ὁ πεπνυμένος (συνετὸς) Τηλέμαχος θὰ τὴν παρατηρήσει. «Μῆτερ ἐμή, τί τ’ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν, ὅππῃ οἱ νόος ὄρνυται;» — «Γιατί ἔτσι, μητέρα, τὸν ποθητό μας ἀοιδὸ ἀποπαίρνεις, ποὺ μᾶς ἀνοίγει τὴν καρδιὰ καθὼς τὸ φέρνει ὁ νοῦς του;» Καὶ θὰ συνεχίσει· «Οὔ νύ τ’ ἀοιδοὶ αἴτιοι» (δὲν φταίει κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀοιδούς), μόνος φταίχτης εἶναι ὁ Δίας, ποὺ καθὼς θέλει ἡ γνώμη του τὰ φέρνει στοὺς ἀνθρώπους. «Τούτῳ δ’ οὐ νέμεσις Δαναῶν κακὸν οἶτον ἀείδειν· τὴν γὰρ ἀοιδὴν μᾶλλον ἐπικλείουσ’ ἄνθρωποι, ἥ τις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται»: «Ντροπὴ δὲν εἶναι καὶ γι’ αὐτὸν ποὺ τραγουδᾶ τὴν μοῖρα τῶν Δαναῶν τὴν ἄπονη. Γιατὶ κάθε καινούργιο τραγούδι ποὺ θὰ πρωτοβγεῖ θέλουν ν’ ἀκούσουν ὅλοι»[4].

Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ ἀγάπη τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων γιὰ τὴν μουσική, πού, ὅπως ἔχει γραφεῖ, «ἐνῷ ἑτοίμαζαν τὸ κώνειο, ὁ Σωκράτης μάθαινε νὰ παίζει μία μελωδία στὸν πλαγίαυλο. "Σὲ τί θὰ σοῦ χρησιμεύσει;" τὸν ρώτησαν. "Μά, νὰ μάθω αὐτὴν τὴν μελωδία πρὶν πεθάνω"»[5]!

(Συνεχίζεται)

π.Δ.Θ.



[1] Ἔχει τὸν τίτλο: Ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα.
[2] Ἀπὸ τὴν τραγωδία του Ἡρακλῆς μαινόμενος, στίχ. 676.
[3] Ραψ. α΄ 325. Βλ. καὶ τοὺς παρακάτω στίχ. ἕως 353.
[4] Ἀξίζει νὰ σημειώσουμε πὼς ὅταν ὁ Ὀδυσσέας ἐπέστρεψε στὸ παλάτι του, ἔμαθε ἀπὸ τὴν (γερόντισσα πλέον) τροφό του Εὐρύκλεια ποιοὶ ἀπὸ τοὺς αὐλικούς του εἶχαν παραμείνει πιστοὶ σ’ αὐτὸν καὶ ποιοὶ τὸν εἶχαν ἀρνηθεῖ. Τοὺς δεύτερους ἐξολόθρευσε. Τὸν θεῖον Φήμιον ὅμως ἐσεβάσθη. Ἦταν ἀπὸ τοὺς πιστούς, παρ’ ὅτι τραγουδοῦσε γιὰ τοὺς ἐπίδοξους μνηστῆρες τῆς Πηνελόπης. Δὲν τὸ ἔκανε μὲ τὴν ψυχή του, ἀλλὰ ἀπὸ ἀνάγκη νὰ μὴ χάσει τὴν ζωή του.
[5] Italo Calvino.

"Ἀρχὴ καὶ τέλος σὲ ὅλα τὰ πράγματα νὰ βάζεις τὸν Θεό."

Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ

apolytikion

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Τηλέφωνον: 2441021510
Fax: 2441021510
E-mail: info@inagk.gr

Ἀβέρωφ & Ν. Πλαστῆρα 39
(Νέα Ἀγορὰ)
T.K. 431 32

x
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ

Τὰ κείμενα ποὺ φιλοξενοῦνται στὴν ἱστοσελίδα μας, ὡς πρὸς τὸ ἰδιαίτερο περιεχόμενο καὶ τὰ μορφολογικὰ χαρακτηριστικά τους ἀπηχοῦν ἰδέες, σκέψεις, θέσεις καὶ ἀντιλήψεις τῶν συντακτῶν καὶ συγγραφέων τους. Ἀρχή μας ἀποτελεῖ ἡ ἀπόδοσις τοῦ ὀφειλομένου σεβασμοῦ πρὸς τὴν ἐλευθερία διατυπώσεως προσωπικῆς γνώμης, ἐπιλογῆς ὕφους, γλωσσικοῦ ἰδιώματος ἢ συστήματος γραφῆς, ἤτοι τοῦ μονοτονικοῦ λεγομένου ἢ τοῦ πολυτονικοῦ — ἐμεῖς «φανατικὰ» καὶ ἀμετανόητα ἀκολουθοῦμε τὸ δεύτερο, αὐτὸ προκρίνουμε, αὐτὸ προτείνουμε, αὐτὸ προτιμοῦμε· καὶ θὰ θέλαμε, εἶναι ἀλήθεια, ὅλα τὰ κείμενα νὰ δημοσιεύαμε στὸ πολυτονικό, ὥστε, ὅπως καὶ κάποιοι λένε, νὰ μὴ προκαλεῖται «ὀπτικὴ μόλυνση στὸν ἱστοχῶρο μας» ἀπὸ τὴν ἀκρωτηριασμένη γραφή. Κάτι τέτοιο ὅμως ἀπαιτεῖ χρόνο καὶ γνώσεις, ποὺ ὅλοι δὲν ἔχουν. Μακάρι νὰ βρεθοῦν πρόσωπα ἱκανὰ καὶ πρόθυμα νὰ βοηθήσουν στὴν προσπάθεια αὐτή.

√ Ἐξυπακούεται ὅτι δὲν μποροῦν νὰ γίνουν δεκτὰ κείμενα τὰ ὁποῖα δὲν συνάδουν πρὸς τὸ διῆκον πνεῦμα τῆς ἱστοσελίδος.

ΕΚ ΤΟΥ Ι. ΝΑΟΥ