ΑΝΑΖΗΤΗΣΙΣ

Πατῆσετε ἐδῶ γιὰ νὰ ἀκούσετε τὸ διάγγελμα τοῦ πρωθυπουργοῦ Ἰωάννου Μεταξᾶ πρὸς τὸν ἑλληνικὸ λαὸ κατὰ τὴν 28ην Ὀκτωβρίου 1940 μετὰ τὴν ἀπόρριψη τῶν ἰταμῶν ἀξιώσεων καὶ τοῦ προκλητικοῦ τελεσιγράφου ποὺ τοῦ προσεκόμισε στὶς 3 τὰ ξημερώματα ὁ πρέσβης τῆς φασιστικῆς Ἰταλίας E. Grazzi.[1].

 


Διαβάστε ἐπίσης τὰ ὅσα εἶπε ὁ Ἰω. Μεταξὰς πρὸς τοὺς ἰδιοκτῆτες καὶ ἀρχισυντάκτες τοῦ Ἀθηναϊκοῦ Τύπου στὸ Γενικὸ Στρατηγεῖο (ξενοδοχεῖο
Grande Bretagne) στὶς 30 Ὀκτωβρίου 1940, ἀλλὰ καὶ τὰ ὅσα ἔγραψε γι’ αὐτὸν ὁ Γ. Σεφέρης ἕνα χρόνο ἀργότερα. Αὐτὰ φωτίζουν καὶ τὸ (ψευδο-) ἐρώτημα: «Ποιὸς τελικὰ εἶπε τὸ ΟΧΙ· ὁ δικτάτωρ Μεταξὰς ἢ ὁ λαός;» — γιὰ ὅσους φυσικὰ θέλουν καὶ μποροῦν νὰ δοῦν τὴν ἱστορία ὑπερβαίνοντας κοντόφθαλμες ἑρμηνεῖες, μικροπολιτικὲς ἰδεοληψίες καὶ μικροκομματικὲς ἀγκυλώσεις (τὸν κακὸ δαίμονα τῆς πατρίδος μας δηλαδή, τὸ σύνδρομο ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ πᾶμε μπροστά)[2].


«Ἀνακοινώσεις τοῦ Πρωθυπουργοῦ Ι.Μεταξὰ πρὸς τοῦ ἰδιοκτήτας καὶ ἀρχισυντάκτας τοῦ ἀθηναϊκοῦ τύπου κατὰ τὴν 30-10-1940».


Κύριοι.

Ἔχω λογοκρισίαν καὶ ἠμπορῶ νὰ σᾶς ὑποχρεώσω νὰ γράψετε μόνον ὅ,τι θέλω. Αὐτὴν τὴν ὥραν ὅμως δὲν θέλω μόνο τὴν πέννα σας. Θέλω καὶ τὴν ψυχή σας. Γι’αὐτό σας ἐκάλεσα σήμερα γιὰ νὰ σᾶς μιλήσω μὲ χαρτιὰ ἀνοιχτά. Θὰ σᾶς εἰπῶ τὰ πάντα. Θὰ σᾶς εἰπῶ ἀκόμη καὶ τὰ μεγάλα μου πολιτικὰ μυστικά.

Θέλω νὰ ξέρετε καὶ σεῖς ὅλα τα σχετικὰ μὲ  τὴν ἐθνική μας περιπέτεια  ὥστε νὰ γράφετε, ὄχι συμμορφούμενοι πρὸς τᾶς ὁδηγίας μου, ἀλλὰ ἐμπνεόμενοι εἰς τὴν προσωπικὴν πίστιν ἀπὸ τὴν γνῶσιν τῶν πραγμάτων.

Σᾶς ἀπαγορεύω νὰ ἀνακοινώσετε σχετικὰ τὸ παραμικρὸν σ’ ὁποιονδήποτε ἀπολύτως καὶ γιὰ οἱονδήποτε λόγον. Κάθε παράβασις αὐτῆς τῆς ἐντολῆς μου θὰ ἔχη διὰ τὸν ὑπεύθυνον – καὶ νὰ εἶσθε βέβαιοι ὅτι θὰ εὑρεθῆ ὁ ὑπεύθυνος – τᾶς συνεπείας τᾶς ὁποίας πρέπει νὰ ἔχη σὲ πόλεμο ζωῆς ἢ θανάτου τοῦ Ἔθνους ἡ προδοσία ἑνὸς μεγάλου μυστικοῦ, ἔστω καὶ αὐτὸ ἂν ἔγινεν ἀπὸ ἀφέλεια, χωρὶς τὴν παραμικρὴ κακὴ πρόθεση. Φυσικὰ ἔχω τὸ λόγο σας…..

Μὴ νομίσετε ὅτι ἡ ἀπόφαση τοῦ «Ὄχι» πάρθηκε ἔτσι, σὲ μία στιγμή. Μὴ φαντασθῆτε ὅτι ἐμπήκαμε στὸν πόλεμο αἰφνιδιαστικά. Ἢ ὅτι δὲν ἔγινε πᾶν ὅ,τι ἐπετρέπετο καὶ μποροῦσε νὰ γίνη διὰ νὰ τὸν ἀποφύγωμεν. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς καταλήψεως τῆς Ἀλβανίας ,τὸ Πάσχα πέρυσι, τὸ πράγμα ἄρχισε νὰ φαίνεται. Ἀπὸ τὸν περασμένο Μάϊο εἶπα καθαρὰ στὸν κ. Γκράτσι ὅτι ἂν προσεβαλλόμεθα εἰς τὰ ἐθνικὰ κυριαρχικά μας δικαιώματα, θὰ ἀνθιστάμεθα ἀντὶ πάσης θυσίας καὶ δι’ ὅλων τῶν μέσων. Συγχρόνως ὅμως μου ἤρχοντο ἀπὸ τὴ Ρώμη, ἀπὸ τὴ Βουδαπέστη, ἀπὸ τὰ Τίρανα, ἀπὸ παντοῦ πληροφορίαι ἀντίθετοι.

Εἰς τᾶς 15 Αὐγούστου ἔγινεν ὁ τορπιλλισμὸς τῆς «Ἕλλης». Γνωρίζετε ὅτι ἀπὸ τὴν πρώτην στιγμὴν διεπιστώθη ὅτι τὸ ἔγκλημα ἦτο ἰταλικόν. Ἐν τούτοις ,δὲν ἐπετρέψαμεν νὰ γνωσθῆ ὅτι εἴχομεν καὶ τᾶς ὑλικᾶς πλέον ἀποδείξεις περὶ τῆς ἐθνικότητος τοῦ ἐγκληματίου. Συγχρόνως ὅμως διέταξα τὰ ἀντιτορπιλλικά, τὰ ὁποῖα συνώδευον τὰ πλοῖα ποὺ μετέφερον τοὺς προσκυνητᾶς ἀπὸ τὴν Τῆνον μετὰ τὸ ἔγκλημα, ἂν προσβληθοῦν ἀπὸ ἀεροπλάνα ἢ ὁπωσδήποτε ἄλλως νὰ κάμουν ἀμέσως χρῆσιν τῶν ὅπλων τῶν.

Θὰ σᾶς ἀποκαλύψω τώρα ὅτι τότε διέταξα νὰ βολιδοσκοπηθῆ καταλλήλως τὸ Βερολίνον. Μοῦ διεμηνύθη ἐκ μέρους τοῦ Χίτλερ ἡ σύστασις νὰ ἀποφύγω οἱονδήποτε μέτρον δυνάμενον νὰ θεωρηθῆ ἀπὸ τὴν Ἰταλίαν πρόκλησις. Ἔκαμα τὸ πᾶν διὰ νὰ μὴ μποροῦν οἱ ἰταλοὶ νὰ ἐμφανισθοῦν ὡς δυνάμενοι νὰ ἔχουν ὄχι ἀφορμᾶς εὐλόγους, ἀλλ’ οὔτε εὐλογοφανὲς παράπονον ἐκ μέρους μας, ἂν καὶ ἀπὸ τὴν πρώτην στιγμὴν ἀντελήφθην  τί πράγματι ἐσήμαινεν ἡ ὅλως ἀόριστος σύστασις τοῦ Βερολίνου. Σεῖς καλύτερον παντὸς ἄλλου γνωρίζετε ὅτι ἔκαμα τὸ πᾶν διὰ νὰ μὴ δώσωμεν ἀφορμὴν ἐμφανίσεως τῆς Ἰταλίας ὡς δυναμένης νὰ ἔχη εὐλογοφανεῖς κὰν ἀφορμᾶς αἰτιάσεων. Λόγω τοῦ ἐπαγγέλματός σας ἔχετε παρακολουθήσει εἰς ὅλες τις λεπτομέρειες τὴν ἱστορίαν τῶν ἀτελειώτων ἰταλικῶν προκλήσεων, δημοσιογραφικῶν καὶ ἄλλων, ἀλλὰ καὶ τὴν χριστιανικὴν ὑπομονή, τὴν ὁποίαν ἐτηρήσαμεν προσποιούμενοι ὅτι δὲν τὶς καταλαβαίνουμε, περιοριζόμενοι μόνον σὲ δημοσιογραφικᾶς ἀνασκευᾶς τῶν ἰταλικῶν ἐναντίον μας κατηγοριῶν.

Ὁμολογὼ  ὅτι ἐμπρὸς εἰς τὴν φοβερὰν εὐθύνην τῆς ἀναμίξεως τῆς Ἑλλάδος εἰς τέτοιον μάλιστα πόλεμον, ἔκρινα πὼς καθῆκον μου ἦτο νὰ δῶ ἐὰν θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ προφυλάξω τὸν τόπο ἀπὸ αὐτόν, ἔστω καὶ διὰ παντὸς τρόπου, ὁ ὁποῖος ὅμως θὰ συμβιβάζετο μὲ τὰ γενικώτερα συμφέροντα τοῦ Ἔθνους. Εἰς σχετικᾶς βολιδοσκοπήσεις πρὸς τὴν κατεύθυνσιν τοῦ Ἄξονός μου ἐδόθη νὰ ἐννοήσω σαφῶς ὅτι μόνη λύσις θὰ ἠμποροῦσε νὰ εἶναι μία ἐκούσια προσχώρησις τῆς Ἑλλάδος εἰς τὴν «Νέαν Τάξιν». Προσχώρησις ἡ ὁποία θὰ ἐγίνετο λίαν εὐχαρίστως δεκτὴ ἀπὸ τὸν Χίτλερ ὡς «ἐραστήν» τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος. Συγχρόνως ὅμως μου ἐδόθη νὰ ἐννοήσω ὅτι ἡ ἔνταξις εἰς τὴν Νέαν Τάξιν πρϋποθέτει προκαταρκτικὴν ἄρσιν ὅλων τῶν παλαιῶν διαφορῶν μὲ τοὺς γείτονάς μας. Καὶ ναὶ μὲν αὐτὸ θὰ συνεπήγετο φυσικὰ θυσίας τινὰς διὰ τὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ αι θυσίαι θὰ ἔπρεπε νὰ θεωρηθοῦν ἀπολύτως «ἀσήμαντοι» ἐμπρὸς εἰς τὰ «οἰκονομικὰ καὶ ἄλλα πλεονεκτήματα» τὰ ὁποῖα θὰ εἶχε διὰ τὴν Ἑλλάδα ἡ Νέα Τάξις εἰς τὴν Εὐρώπην καὶ εἰς τὴν Βαλκανικήν. Φυσικά, μὲ πάσαν περίσκεψιν καὶ ἀνεπισήμως, ἐπεδίωξα δι’ὅλων τῶν μέσων νὰ κατατοπισθῶ συγκεκριμένως ποῖαι θὰ ἤσαν αἳ θυσίαι αὐταί, μὲ τᾶς ὁποίας ἡ Ἑλλὰς θὰ ἔπρεπε νὰ πληρώση τὴν ἀτίμωσιν τῆς ἐξ ἰδῖας θελήσεως προσφορᾶς της νὰ ὑπαχθῆ ὑπὸ τὴν Νέα Τάξιν. Μὲ καταφανῆ προσπάθεια ἀποφυγῆς σαφοῦς καθορισμοῦ μου ἐδόθη νὰ καταλάβω ὅτι ἡ πρὸς τοὺς Ἕλληνας στοργὴ τοῦ Χίτλερ ἦτο ἡ ἐγγύησις ὅτι αἳ θυσίαι αὐταὶ θὰ περιωρίζοντο εἰς τὸ ἐλάχιστον δυνατόν.

Ὅταν ἐπέμεινα νὰ κατατοπισθῶ, πόσον ἐπὶ τέλους θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι αὐτὸ τὸ «ἐλάχιστον» τελικῶς μας ἐδόθη νὰ καταλάβωμεν ὅτι τοῦτο συνίστατο εἰς μερικᾶς ἱκανοποιήσεις πρὸς τὴν Ἰταλίαν δυτικῶς μέχρι Πρεβέζης, ἴσως καὶ πρὸς τὴν Βουλγαρίαν ἀνατολικῶς μέχρι Δεδεαγὰτς (Ἀλεξανδρουπόλεως).

Δηλαδὴ θὰ ἔπρεπε διὰ νὰ ἀποφύγωμεν τὸν πόλεμον, νὰ γίνωμεν ἐθελονταὶ δοῦλοι καὶ νὰ πληρώσωμεν αὐτὴν τὴν «τιμήν» μὲ τὸ ἅπλωμα τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ τῆς Ἑλλάδος πρὸς ἀκρωτηριασμὸν ἀπὸ τὴν Ἰταλίαν καὶ τοῦ ἀριστεροῦ πρὸς ἀκρωτηριασμὸν ἀπὸ τὴν Βουλγαρίαν. Φυσικὰ δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ μὴ προβλέψη κανεὶς ὅτι εἰς μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οἱ Ἄγγλοι θὰ ἔκοβαν καὶ αὐτοὶ τὰ πόδια τῆς Ἑλλάδος. Καὶ μὲ τὸ δίκαιον των. Κυρίαρχοι πάντοτε τῆς θαλάσσης δὲν θὰ παρέλειπον ὑπερασπίζοντες πλέον τὸν ἑαυτὸν των, ἔπειτα ἀπὸ μίαν τοιαύτην αὐτοδούλωσιν τῆς Ἑλλάδος εἰς τοὺς ἐχθροὺς των, νὰ καταλάβουν τὴν Κρήτην καὶ τᾶς ἄλλας νήσους μας τουλάχιστον. Τὸ συμπέρασμα αὖτο δὲν προέκυπτεν μόνον ἀπὸ τὴν πλέον ἁπλὴν λογικήν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἀσφαλεῖς καὶ βεβαίας πληροφορίας ἐξ Αἰγύπτου, καθ’ ἂς εἶχεν ἤδη προμελετηθῆ καὶ ἀντιμετωπισθῆ ἡ ἐνέργεια ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ γίνη, ὡς φυσικὸν ἐπακόλουθον πάσης τυχὸν ἑκουσίας ἢ ἀκουσίας συνεργασίας τῆς Ἑλλάδος μὲ τὸν Ἄξονα, εἰς τᾶς ἑλληνικᾶς νήσους καὶ πρὸς παρεμπόδισιν ἐν περιπτώσει τῆς δυνατότητος διὰ τὸν Ἄξονα νὰ τᾶς χρησιμοποιήση.

Δὲν δύναμαι, ἀφ’ ἑτέρου, νὰ μὴ παραδεχθῶ ὅτι εἰς μίαν τοιαύτην περίπτωσιν δὲν θὰ εὐρίσκετο μὲ τὸ μέρος τῆς κυβερνήσεως, ἡ ὁποία διὰ νὰ προφυλάξη τὸν τόπον ἀπὸ τὸν πόλεμον θὰ τὸν κατεδίκαζε εἰς ἐθελουσίαν ὑποδούλωσιν μετ’ ἐθνικοῦ ἀκρωτηριασμοῦ.

Αὐτὴ ἡ δῆθεν προφύλαξις θὰ ἦτο διὰ τὴν τύχην τῆς εἰς τὸ μέλλον ἑλληνικῆς φυλῆς, πλέον ὀλέθρια καὶ ἀπὸ τᾶς χειροτέρας ἔστω συνεπείας ὁποιουδήποτε πολέμου. Τὸ δίκαιον, λοιπὸν δὲν θὰ ἦτο μὲ τὸ μέρος τῆς Κυβερνήσεως τῶν Ἀθηνῶν, ἐὰν ἡ τελευταῖα ἐνήργει κατὰ τᾶς ὑποδείξεις τοῦ Βερολίνου ποὺ ἀνέφερα. Τὸ δίκαιον θὰ ἦτο μὲ τὸ μέρος τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος θὰ κατεδίκαζεν καὶ τῶν Ἄγγλων, οἱ ὁποῖοι ὑπερασπίζοντες τὴν ὕπαρξιν των, ἐπίσης δικαίως, θὰ ἐλάμβανον τὰ μέτρα ποὺ ἐφέροντο ἔχοντες μελετήσει, εἰσακούοντες ἄλλωστε τᾶς δικαίας αἰτιάσεις τῶν Ἑλλήνων, οἶαι θὰ προέκυπτον ἐν καιρῷ ἂν ἐδίδετο ἡ εὔλογος αὐτὴ ἀφορμή.

Θὰ ἐδημιουργοῦντο ἔτσι ὄχι δυό, ὅπως τὸ 1916, ἀλλὰ τρεῖς αὐτὴν τὴν φορὰν Ἑλλάδες. Πρώτη θὰ ἦτο ἡ ἐπίσημος τῶν Ἀθηνῶν, ἡ ὁποία θὰ εἶχε φθάσει εἰς τὴν πώρωσιν καὶ τὸ κατάντημα διὰ νὰ ἀποφύγη τὸν πόλεμον, νὰ δεχθῆ νὰ γίνη ἐθελοντὴς δοῦλος, πληρώνουσα μάλιστα τὴν τιμὴν αὐτὴν καὶ μὲ τὴν συγκατάθεσίν της νὰ αὐτοακρωτηριασθῆ τραγικώτατα, παραδίδουσα εἰς τὴν δουλείαν πληθυσμοὺς ἀμιγῶς ἑλληνικοὺς καὶ μάλιστα, δύναμαι νὰ εἴπω, τοὺς ἑλληνικώτερους τῶν ἑλληνικῶν τοιούτους. Δευτέρα θὰ ἦτο ἡ πραγματικὴ Ἑλλάς. Δηλαδὴ ἡ παμψηφία τῆς κοινῆς γνώμης τοῦ Ἔθνους, τὸ ὁποῖον ποτὲ δὲν θὰ ἀπεδέχετο τὴν ἑκουσίαν του ὑποδούλωσιν πληρωμένην μάλιστα, μὲ ἐθνικὸν ἀκρωτηριασμὸν ἀφόρητον καὶ ἰσοδυναμοῦσαν μὲ ὁριστικὴν ἀτίμωσιν καὶ μελλοντικὴν βεβαίαν ἐκμηδένισιν τοῦ Ἑλληνισμοῦ ὡς ἐννοίας καὶ ὀντότητος, ἐκμηδένισιν πρώτον ἠθικὴν καὶ δεύτερον ἐν συνέχειᾳ τῆς ἠθικῆς καὶ ὑλικήν. Τὸ Ἔθνος οὐδέποτε θὰ συνεχώρει εἰς τὸν Βασιλέα καὶ τὴν Ἐθνικὴν Κυβέρνησιν τῆς 4ης Αὐγούστου τοιαύτην πολιτικήν. Τρίτη, τέλος, θὰ προέκυπτε μία ἀκόμη Ἑλλάς, ἡ Ἑλλὰς τὴν ὁποίαν δὲν θὰ παρέλειπον νὰ δημιουργήσουν, φυσικὰ μὲ τὴν ἐπίκλισιν τοῦ δημοκρατισμοῦ, οἱ δημοκρατικοὶ Ἕλληνες ὑπὸ τὴν κάλυψιν τοῦ Βρεττανικοῦ στόλου εἰς τᾶς νήσους Κρήτην καὶ εἰς τᾶς ἄλλας. Ἡ τρίτη αὐτὴ Ἑλλάς, ἡ «Δημοκρατική» θὰ εἶχε μὲ τὸ μέρος τῆς ὄχι μόνον τὴν πρόθυμον ὑποστήριξιν τῆς Ἀγγλίας, εἰς τὴν ὁποίαν θὰ ἔδιδε τὸ δικαίωμα νὰ καλύψη τᾶς νήσους μας, καλυπτομένη καὶ ἡ ἴδια εἰς τὴν Βόρειον Ἀφρικήν, ἀλλὰ θὰ εἶχε μὲ τὸ μέρος της καὶ τὸ ἐθνικὸν δίκαιον. Ἡ ἠθική της δύναμις, λοιπὸν θὰ ἀπερρόφα μοιραίως τὴν ἐπίσημον Ἑλλάδα, διότι θὰ διέθετεν, ἡ τρίτη αὐτὴ Ἑλλάς, τὴν ἀνεπιφύλακτον ἔγκρισιν καὶ ἐνίσχυσιν τῆς ἀνεπισήμου, τῆς «δευτέρας» Ἑλλάδος, τῆς ἐθνικῆς δημοσῖας γνώμης ἐν τὴ παμψηφία της.

Ἔζησα, κύριοι, τὴν περίοδον τοῦ ἐθνικοῦ διχασμοῦ, ποὺ ἐδημιουργήθη τὸ 1916 ὅταν ἀπὸ τὴν κατάστασιν ἐκείνην προέκυψαν δυὸ Ἑλλάδες, ἡ τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἡ τῆς Θεσσαλονίκης. Τὸν κίνδυνον ἀπὸ μίαν διαίρεσιν τῆς Ἑλλάδος (προκύπτουσαν συνεπεία τοῦ δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ὅπως ἡ διαίρεσις τοῦ 1916 προέκυψε συνεπεία τοῦ πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου), μίαν νέαν διαίρεσιν μάλιστα πολὺ τραγικωτέραν, διότι ὅπως τὴν ἐσκιαγράφησα δὲν θὰ εἶναι κὰν διχασμός, ἀλλὰ τριχοτομισμός, τὸν κίνδυνον αὐτὸν τὸν θεωρῶ, κύριοι, διὰ τὸ Ἔθνος καὶ τὸ μέλλον τοῦ ἀσυγκρίτως χειρότερον ἀπὸ τὸν πόλεμον, ἔστω καὶ αὐτὸν τὸν πόλεμον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον εἶναι δυνατὸν καὶ δουλωμένη ἀκόμη νὰ βγῆ προσωρινῶς ἡ Ἑλλάς. Λέγω προσωρινῶς, διότι πιστεύω ἀκράδαντα ὅτι τελικῶς ἡ νίκη θὰ εἶναι μὲ τὸ μέρος μας. Γιατί οἱ Γερμανοὶ δὲν θὰ νικήσουν. Δὲν μπορεῖ νὰ νικήσουν. Ὑπάρχουν πολλὰ ἐμπόδια..

Ἡ Ἑλλὰς εἶναι ἀποφασισμένη νὰ μην  προκαλέση μέν, μὲ κανένα τρόπον κανένα, ἀλλὰ καὶ μὲ κανένα τρόπον νὰ μὴ ὑποκύψη. Πρὸ παντὸς εἶναι ἀποφασισμένη νὰ ὑπερασπίση τὰ ἐδάφη της, ἔστω καὶ ἂν πρόκειται νὰ πέση. Ἤδη δέ, ἡ ἀπόφασίς της αὐτὴ καὶ ἡ πολιτική της αὐτή, χάρις εἰς τὴν ὁποίαν ἀπρόκλητα προσεβλήθη, ἐχάρισαν εἰς τὸν τόπον καὶ εἰς τὸν λαόν μας τὸ πλέον ἀνεκτίμητον τῶν ἀγαθῶν καὶ τὸ μεγαλύτερον στοιχεῖον τῆς δυνάμεώς του. Αὐτὴ ἡ πολιτικὴ ἔδωσεν εἰς τὸν λαὸν τὴν ἀπόλυτον ψυχικὴν καὶ πανεθνικὴν ἕνωσίν του.

Σήμερα ὅμως,  ἐπὶ πλέον, ὑπάρχουν καὶ μερικοὶ ἄλλοι παράγοντες ποὺ προδικάζουν τὴν τελικήν μας νίκην. Ἡ Τουρκία δὲν εἶναι ὅπως τὸ 1916 σύμμαχος τῶν Γερμανῶν. Εἶναι σύμμαχος τῶν Ἄγγλων. Ἡ Βουλγαρία βέβαια ἐνεδρεύει καὶ τώρα ὅπως καὶ τότε, ἀλλ’ ἐν πάσῃ περιπτώσει αὐτὴν τὴν ἐποχὴν τουλάχιστον πρὸς τὸ παρὸν δὲν τολμᾶ. Ὁ καιρὸς ὅμως δὲν δουλεύει διὰ τὸν Ἄξονα. Δουλεύει διὰ τοὺς ἀντιπάλους του. Τέλος, διὰ τὴν Γερμανίαν ἡ νίκη θὰ ἦτο ἐν πάσῃ περιπτώσει δυνατὴ μόνον μὲ κοσμοκρατορίαν. Ἀλλ’ἡ κοσμοκρατορία διὰ τὴν Γερμανίαν κατέστη ὁριστικὰ ἀδύνατος εἰς τὴν Δουγκέρκην. Ὁ πόλεμος διὰ τὸν Ἄξονα ἔχει χαθῆ ἀπὸ τὴν στιγμὴν ποὺ ἡ Ἀγγλία διεκήρυξε. «Θὰ πολεμήσωμεν ἔστω καὶ μόνοι εἰς τὸ νησί μας καὶ πέραν τῶν θαλασσῶν. Θὰ πολεμήσωμεν μέχρι τῆς νίκης».

Ἀλλὰ ἐπὶ πλέον καὶ ἡμεῖς οἱ Ἕλληνες πρέπει νὰ γνωρίζωμεν ὅτι δὲν πολεμοῦμεν μόνον διὰ τὴν νίκην, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν δόξαν.

Δὲν ξέρω ἂν κανεὶς ἀντιβενιζελικὸς ἀπὸ σᾶς εἶναι πάντοτε καὶ ἀδιάλλακτος. (Εἶμαι ἐγώ, κύριε πρόεδρε, ἀπήντησε παριστάμενος ἀρθρογράφος τοῦ ἀντιβενιζελικοῦ τύπου). Λοιπόν, ἀκοῦτε διὰ νὰ συνεννοηθοῦμε. Ἐγώ, κύριοι, ὅπως ἐπαρκῶς σας ἐξήγησα, ἐτήρησα μέχρι σήμερον τὴν πολιτικὴν τοῦ ἀειμνήστου Βασιλέως Κωνσταντίνου, δηλαδὴ τὴν πολιτικὴν τῆς αὐστηρᾶς οὐδετερότητος. Ἔκαμα τὸ πᾶν διὰ νὰ κρατήσω τὴν Ἑλλάδα μακρὰν τῆς συγκρούσεως τῶν μεγάλων κολοσσῶν. Ἤδη, μετὰ τὴν ἄδικον ἐπίθεσιν τῆς Ἰταλίας ἡ πολιτικὴ τὴν ὁποίαν ἀκολουθὼ  εἶναι ἡ πολιτική του ἀειμνήστου     Ἐλευθερίου Βενιζέλου. Διότι εἶναι ἡ πολιτική του συνταυτισμοῦ τῆς Ἑλλάδος μὲ τὴν τύχην τῆς δυνάμεως, διὰ τὴν ὁποίαν ἡ θάλασσα εἶναι ἀνέκαθεν ὅπως εἶναι καὶ διὰ τὴν Ἑλλάδα, ὄχι τὸ ἐμπόδιον ποὺ χωρίζει, ἀλλὰ ἡ ὑγρὰ λεωφόρος ποὺ συνδέει. Βέβαια εἰς τὴν ἱστορίαν μας τὴν νεωτέραν δὲν εἴχομεν μόνον εὐγνωμοσύνης λόγους καὶ ἀφορμᾶς διὰ τὴν Ἀγγλίαν, τῆς ὁποίας ἄλλωστε ἡ μεταπολεμικὴ πολιτική, τῶν τελευταίων ἐτῶν, εἶναι πολιτικὴ μεγίστων καὶ ἱστορικῶν εὐθυνῶν. Ἀλλὰ τᾶς εὐθύνας της αὐτᾶς ἡ Ἀγγλία τᾶς ἀποδίδει σήμερον μὲ τὴν ὑπερήφανον ἀποφασιστικότητα λαοῦ μεγάλου, σώζοντος τὴν ἐλευθερίαν τοῦ κόσμου καὶ τοῦ πολιτισμοῦ.

Διὰ τὴν Ἑλλάδα ἡ Ἀγγλία εἶναι ἡ φυσικὴ φίλη καὶ ἐπανειλημμένως ἐδείχθη προστάτρια ἐνίοτε δὲ ἡ μόνη προστάτρια.  Ἡ νίκη θὰ εἶναι καὶ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι δική μας. Θὰ εἶναι νίκη τοῦ Ἀγγλοσαξονικοῦ κόσμου, ἀπέναντι τοῦ ὁποίου ἡ Γερμανία, ἡ ὁποία ἀφοῦ ἕως τώρα δὲν ἠδυνήθη νὰ ἐπιτύχη ὁριστικὸν ἀποτέλεσμα, εἶναι καταδικασμένη νὰ συντριβή. Διότι ἀπὸ τώρα καὶ πέρα ὁ ὁρίζων δὲν πρέπει νὰ θεωρῆται διὰ τὸν Ἄξονα ἀνέφελος οὔτε πρὸς ἀνατολᾶς καὶ ἡ Ἀνατολὴ εἶναι πάντοτε μυστηριώδης. Πάντοτε ἦτο, ἀλλὰ σήμερον εἰπέρποτε εἶναι γεμάτη ἀπρόοπτα καὶ μυστήριο. Τελικῶς, λοιπόν, θὰ νικήσωμεν. Καὶ θέλω, φεύγοντες ἀπὸ τὴν αἴθουσαν αὐτὴν νὰ πάρετε μαζί σας ὅλην τὴν δική μου ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι θὰ νικήσωμεν. Ἐν τούτοις, πρέπει νὰ σᾶς ἐπαναλάβω ὅ,τι ἐπισημότερον  διεκήρυξα ἀπὸ τὴν πρώτην στιγμήν : Ἡ Ἑλλὰς δὲν πολεμᾶ διὰ τὴν νίκην. Πολεμᾶ διὰ τὴν δόξαν. Καὶ διὰ τὴν τιμήν της. Ἔχει ὑποχρέωσιν πρὸς τὸν ἑαυτόν της νὰ μείνη ἀξία τῆς ἱστορίας της.

Ἡ Ἰταλία εἶναι μεγάλη δύναμις, ὅταν δὲ προχθὲς ἔγινεν ἡ πρώτη ἀεροπορικὴ ἐπιδρομή, ὁμολογῶ ὅτι μὲ ἔκπληξιν ἤκουσα εἰς σχετικὴν ἐρώτησίν μου τὴν ἀπάντησιν, ὅτι τὰ ἐπιδραμόντα ἀεροπλάνα ἤσαν μόνον ἰταλικά. Αὐτὸ φθάνει νὰ σᾶς δώση νὰ καταλάβετε μὲ ποιὲς ἰδέες μπῆκα στὸν πόλεμο. Ἀλλὰ ὑπάρχουν στιγμὲς κατὰ τὶς ὁποῖες ἕνας λαὸς ὀφείλει, ἂν θέλει νὰ μείνη μεγάλος, νὰ εἶναι ἱκανὸς νὰ πολεμήση, ἔστω καὶ χωρὶς καμίαν ἐλπίδα νίκης. Μόνον διότι πρέπει. Γνωρίζω ὅτι ὁ ἑλληνικὸς λαὸς θὰ ἦτο ἀδύνατον νὰ δεχθῆ ἄλλο τί αὐτὴν τὴν στιγμήν. Διότι εἶναι ἐλεύθερος καὶ ἀπερίσπαστος εἰς τὴν φυσικὴν εὐθυκρισίαν καὶ ὑπερηφάνειαν, ἐφ’ὅσον δὲν ἐδόθη εὐκαιρία νὰ θολωθῆ ἡ κρίσις τοῦ δι’ἀγοραίων θορύβων καὶ παραπλανητικῶν ἐκστρατειῶν. Ἐκάμαμεν ὅ,τι ἦτο δυνατόν  διὰ νὰ μὴ ἔχωμεν τὸ παραμικρὸν ἄδικον. Καὶ θὰ ἐξακολουθήσωμεν τὴν ἰδὶαν τακτικὴν μέχρι τέλους. Σᾶς ἔχω στὸ τραπέζι μερικὰ ἔγγραφα. Εἶναι ὅλα οἱ ἀποδείξεις τῆς ἰταλικῆς ἐνέδρας ἐκ προμελέτης. Ὅταν τελειώσω μπορεῖτε νὰ τὰ δῆτε. Περιτὸν νὰ πάρετε σημειώσεις. Συντομώτατα θὰ δημοσιευθοῦν εἰς τὴν Λευκὴν Βίβλον, ἡ ὁποία διέταξα νὰ ἐκδοθῆ τὸ ταχύτερον.

Δὲν σᾶς κρύβω, κύριοι, ὅτι ἡ κατάστασις εἶναι ἐξαιρετικὰ δύσκολη. Μᾶς περιμένουν μάλιστα δικιμασίαι μεγάλαι. Διὰ νὰ μὴ δώσω εὐκαιρίαν πρὸς τὴν ἐπιζητουμένην διὰ παντὸς τρόπου ἀφορμὴν κατασυκοφαντήσεώς μας εὑρέθην ὑποχρεωμένος νὰ πάρω μίαν ἀπόφασιν ἐξόχως σοβαρᾶν. Νὰ μὴ κάμω τὴν ἐπιστράτευσιν ὅταν ἀπὸ καιροῦ τὴν ἐζήτησε καὶ ἐξηκολούθησεν ἐπανειλημμένως νὰ μοῦ τὸ ζητὰ τὸ Ἐπιτελεῖον. Ὁ ἰταλικὸς ὄγκος, λοιπόν, εὐρῆκε ἀπέναντί του δυνάμεις πάρα πολὺ ἀσθενεῖς, τουλάχιστον διὰ τὴν κροῦσιν τῶν πρώτων ἡμερῶν. Ὁ ρόλος σας εἶναι σήμερον μεγάλος καὶ ἐπισημότατος. Μὴ χάνετε τὸ θάρρος σας, ὄ,τιδηποτε καὶ ἂν γίνη, διότι ἄλλως ἀδύνατον νὰ φανῆτε ἄξιοί του λαοῦ σας καὶ τοῦ καθήκοντός σας, τὸ ὁποῖον εἶναι νὰ συντηρήσετε τὴν ἱερὴ φλόγα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, νὰ βοηθήσετε τὸν μαχόμενον στρατόν, νὰ ὑπάρξετε συνεργᾶται τῆς Κυβερνήσεως, ὅ,τι καὶ ἂν αἰσθάνεσθε δι’αὐτήν. Πρέπει νὰ πιστεύσετε σεῖς γιὰ νὰ μπορέσετε νὰ μεταδώσετε τὴν πίστιν εἰς τὸ κοινόν σας, μολονότι αὐτὴν τὴν φορὰν ἔχομεν ὅλοι μας νὰ πάρωμεν ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸν λαὸν καὶ ἀπὸ τὸ ἀπερίγραπτον θάρρος του καὶ ὄχι νὰ τοῦ δώσωμεν.

Θέλω ἀκόμη νὰ σᾶς εἴπω κάτι. Ξέρω μὲ βεβαιότητα ὅτι ἀπὸ τὴν φοβερὰν αὐτὴν δοκιμασίαν ἡ Ἑλλὰς θὰ ὑποφέρη. Ξέρω ὅμως ἐπίσης μὲ βεβαιότητα ὅτι τελικῶς θὰ ἐξέλθη ὄχι μόνον ἔνδοξος, ἀλλὰ καὶ μεγαλύτερη. Θὰ προσέξατε τὸ τηλεγράφημα τοῦ κ. Τσώρτσιλ, τὸ ὁποῖον δημοσιεύθη σήμερον στᾶς ἐφημερίδας, ἀνακοινωθὲν ἀπὸ τὸ ὑπουργεῖον Ἐξωτερικῶν. Λοιπὸν ἐπιθυμῶ νὰ σᾶς τονίσω τοῦτο. Ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι εἰς τὸ τηλεγράφημα αὐτὸ δὲν βλέπουν γραπτὴν τὴν ἐπιβεβαίωσιν ἐγγράφου συμφωνίας διὰ τὰ Δωδεκάνησα, δὲν ξέρουν νὰ διαβάζουν μέσα ἀπὸ τὶς γραμμές. Καὶ κάτι ἄλλο ἀκόμη. «Τὰ Δωδεκάνησα προδικάζουν….».

*

Ὁ Γ. Σεφέρης ἔγραψε ἕνα χρόνο ἀργότερα.


«Ὅταν ἦρθε ἡ 28η, δὲν μπόρεσε νὰ ἰδεῖ
(ὁ Μεταξὰς) ὅτι τότε μόνο, καὶ ὄχι στὶς ἑορτὲς τοῦ Σταδίου, ὁλόκληρος ὁ λαὸς ἦταν μαζί του, μαζὶ μὲ τὴν ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε στὸν Grazzi τὴν αὐγή. Δὲν μπόρεσε νὰ καταλάβει ὅτι ἡ ἡμέρα ἐκείνη δὲν ἐπικύρωνε ἀλλὰ καταργοῦσε τὴν 4η Αὐγούστου»[3].



[1] «Alors, c' est la guerre» (πόλεμος, λοιπόν), ἦταν ἡ ἀπάντηση στὸ τελεσίγραφο τοῦ Μουσολίνι. Μὲ τὸ τελεσίγραφο αὐτὸ ἡ φασιστικὴ κυβέρνηση τῆς Ἰταλίας ζητοῦσε στὴν οὐσία νὰ τῆς ἐπιτραπεῖ νὰ καταλάβει στρατιωτικῶς ἀπροσδιόριστο ἀριθμὸ ἑλληνικῶν ἐδαφῶν ὡς ἐγγύηση δῆθεν οὐδετερότητος τῆς Ἑλλάδος.
[2] Ἰδοὺ ἕνα μικρὸ ἀπόσπασμα κειμένου (ἀπὸ τὰ πάμπολλα ποὺ ἔχουν γραφεῖ), τὸ ὁποῖον ἐπισημαίνει τὴν παραπάνω κακοδαιμονία: «Η απόρριψη του ιταλικού τελεσιγράφου από τον Ιωάννη Μεταξά, κωδικοποιημένη στο "Όχι", και σήμερα ακόμη προκαλεί αντιπαραθέσεις: είπε (ή γιατί είπε) το "Όχι" ο Μεταξάς; Μια "κεντροδεξιά" ερμηνεία, στηριγμένη στη ρήξη του Μεταξά με τους κατ' αυτήν δήθεν ομοϊδεάτες του, βρήκε στο "Όχι" τον αντιφασισμό του. Μια αντίστοιχη "κεντροαριστερή" διακήρυξε ότι "το Οχι το είπε ο Λαός", εξαναγκάζοντας το δικτάτορα να εκφράσει παρά τη θέλησή του το λαϊκό αντιφασισμό.
[3] Τὸ δικτατορικὸ καθεστὼς δηλαδὴ τῆς 4ης Αὐγούστου 1936, ποὺ ὁ Μεταξὰς εἶχε ἐπιβάλει.

"Ἀρχὴ καὶ τέλος σὲ ὅλα τὰ πράγματα νὰ βάζεις τὸν Θεό."

Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ

apolytikion

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Τηλέφωνον: 2441021510
Fax: 2441021510
E-mail: info@inagk.gr

Ἀβέρωφ & Ν. Πλαστῆρα 39
(Νέα Ἀγορὰ)
T.K. 431 32

x
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ

Τὰ κείμενα ποὺ φιλοξενοῦνται στὴν ἱστοσελίδα μας, ὡς πρὸς τὸ ἰδιαίτερο περιεχόμενο καὶ τὰ μορφολογικὰ χαρακτηριστικά τους ἀπηχοῦν ἰδέες, σκέψεις, θέσεις καὶ ἀντιλήψεις τῶν συντακτῶν καὶ συγγραφέων τους. Ἀρχή μας ἀποτελεῖ ἡ ἀπόδοσις τοῦ ὀφειλομένου σεβασμοῦ πρὸς τὴν ἐλευθερία διατυπώσεως προσωπικῆς γνώμης, ἐπιλογῆς ὕφους, γλωσσικοῦ ἰδιώματος ἢ συστήματος γραφῆς, ἤτοι τοῦ μονοτονικοῦ λεγομένου ἢ τοῦ πολυτονικοῦ — ἐμεῖς «φανατικὰ» καὶ ἀμετανόητα ἀκολουθοῦμε τὸ δεύτερο, αὐτὸ προκρίνουμε, αὐτὸ προτείνουμε, αὐτὸ προτιμοῦμε· καὶ θὰ θέλαμε, εἶναι ἀλήθεια, ὅλα τὰ κείμενα νὰ δημοσιεύαμε στὸ πολυτονικό, ὥστε, ὅπως καὶ κάποιοι λένε, νὰ μὴ προκαλεῖται «ὀπτικὴ μόλυνση στὸν ἱστοχῶρο μας» ἀπὸ τὴν ἀκρωτηριασμένη γραφή. Κάτι τέτοιο ὅμως ἀπαιτεῖ χρόνο καὶ γνώσεις, ποὺ ὅλοι δὲν ἔχουν. Μακάρι νὰ βρεθοῦν πρόσωπα ἱκανὰ καὶ πρόθυμα νὰ βοηθήσουν στὴν προσπάθεια αὐτή.

√ Ἐξυπακούεται ὅτι δὲν μποροῦν νὰ γίνουν δεκτὰ κείμενα τὰ ὁποῖα δὲν συνάδουν πρὸς τὸ διῆκον πνεῦμα τῆς ἱστοσελίδος.

ΕΚ ΤΟΥ Ι. ΝΑΟΥ