Σεβαστοί Πατέρες, αξιότιμε κύριε Πρόεδρε της Κοινότητας, κύριοι Δημοτικοί σύμβουλοι, εκπρόσωποι των πολιτικών, κοινωνικών και στρατιωτικών αρχών του τόπου,
αξιοσέβαστοι εκπαιδευτικοί, αγαπητοί μαθητές και μαθήτριες,
κυρίες και κύριοι,
συναχτήκαμε και φέτος, 75 χρόνια μετά, να εορτάσουμε τη μνήμη των δικών μας Οκτωβριανών, εκείνων που άρχισαν να γράφονται από την 28η Οκτώβρη του 1940 και μετά, στα ελληνοαλβανικά βουνά, τότε και κει που συντάχτηκε με αυτοθυσία και αίμα το έπος του ’40.
Μα γιατί έπος; Επειδή ο εχθρός ήταν αριθμητικά υπέρτερος; Επειδή μια χούφτα Ρωμηών ύψωσε το ανάστημά της ηρωικά και λεβέντικα απέναντι στις δυνάμεις του Άξονα; Μήπως διότι ο δικτάτορας Μεταξάς άφησε κατά μέρος τη μαύρη πολιτική πτυχή της προσωπικότητάς του και εκπροσώπησε επάξια το βράδυ εκείνο του ΟΧΙ όλους τους Έλληνες και την ιστορία τους; Ή μήπως εκ της επανάληψης των άθλων του Γένους μας κατά ασυγκρίτως ισχυρότερων εχθρών, όπως ενδεικτικά των Περσών και των Τούρκων, από τα αρχαία χρόνια και δώθε; Για όλα τούτα εξάπαντος και όχι μόνο. Διότι κείνο, περισσότερο, που σηματοδοτεί την έννοια του έπους διαχρονικά, όπως ιδιαίτερα διαμορφώθηκε τούτη κατά τον ελληνικό τρόπο, είναι η ψυχική ρώμη, σε αγαστή συμπόρευση με τα δημοκρατικά ιδεώδη και τα οικουμενικά φρονήματα του ήθους και της ανθρωπιάς, όπως τούτα και πάλι πήγασαν διδακτικά και παραδειγματικά από το ελληνικό πνεύμα.
Οι Ελληνίδες και οι Έλληνες υπερέβησαν τις πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές τους στα χρόνια του Ελληνοϊταλικού πολέμου και ενώθηκαν μπροστά στον κίνδυνο απώλειας της εδαφικής και πνευματικής τους ανεξαρτησίας, ακεραιότητας και αξιοπρέπειας. Αυτό δεν θα πρέπει να θεωρηθεί απλά μια ενστικτώδης αντίδραση συλλογικής αυτοσυντήρησης. Ξέρουμε πολύ καλά από παράλληλα σκοτεινά παραδείγματα έτερων λαών πόσο εύκολο θα ήταν και για μας να συνθηκολογήσουμε ή να μην προκαλέσουμε αντιστασιακά τους εχθρούς μας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να υποστούμε τις τόσο φοβερές συγκριτικά με άλλους ανθρώπινες απώλειες. Όμως ο Έλληνας τα αψήφησε όλα, άφησε στην άκρη τις μικρότητες, τα πάθη, τις διχαστικές ιδεοληψίες και, μεμνημένος ημερών αρχαίων, ήρθη στο ύψος των περιστάσεων και της ιστορικής του ταυτότητας, την οποία έχτισαν και κατέχτησαν οι πρόγονοί του με ψυχή, με όνειρα, με φωτιά και αίμα.
Συνηθίζεται να αναπαράγεται κουραστικά η κοινότοπη ρήση σχετικά με την αξία της Ιστορίας, ότι δηλαδή πρέπει να τη μελετάμε και να τη μνημονεύουμε, προκειμένου να μην επαναλαμβάνουμε τα ίδια σφάλματα. Αυτό είναι φυσικά σε ένα ποσοστό σωστό, αλλά πολύ λίγο μπροστά στη συνολική και ουσιαστική αλήθεια των πραγμάτων. Και τούτο, διότι η ιστορία δεν είναι ούτε ηθικολογία ούτε αστείες και πρόχειρες στρογγυλεύσεις και ωραιοποιήσεις γεγονότων. Ξέρουμε, άλλωστε, βαθιά μέσα μας πως η λογική δεν είναι ισχυρότερη των παθών, τα οποία αναπόφευκτα οδηγούν τους ανθρώπους στην επανάληψη των ίδιων λαθών.
Με τις λίγες αυτές σκέψεις συγκεντρωθήκαμε για μια ακόμη φορά στον ιστορικό και μαρτυρικό τούτο τόπο της Τσαριτσάνης και στεκόμαστε πάνω σε ιερά χώματα που βάφτηκαν πρόσφατα με αίματα ηρώων, μόνο και μόνο από χρέος αγάπης για αυτούς που τίμησαν το όνομα του Έλληνα και του Ανθρώπου. Ο ελληνισμός, εξάπαντος, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι κατέδειξε και μια ακόμη αλήθεια: πως το εθνικό, για να είναι γνήσιο και όχι εθνικιστική καρικατούρα, πρέπει να είναι ταυτόχρονα και οικουμενικό.
Ας ανατρέξουμε περιληπτικά στα γεγονότα. Το 1940 δεν αποκρούσαμε απλά τον ιταλικό φασισμό, αλλά και ταπεινώσαμε την έπαρσή του. Δεν αμυνθήκαμε μονάχα, αλλά νικήσαμε και περάσαμε στην αντεπίθεση. Καταρρίψαμε τον μύθο του ανίκητου Άξονα και δώσαμε ηθική και στρατηγική ανάσα στην τρομοκρατημένη Ευρώπη και ανθρωπότητα στα χρόνια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Αναγκάσαμε ακόμη τους Γερμανούς να καθυστερήσουν τους επιθετικούς σχεδιασμούς τους και με την Αντίσταση που προβάλαμε συνεισφέραμε ουσιαστικά, αν κι όχι τόσο φανερά, στην έκβαση του πολέμου σε βάρος του ναζιστικού Ράιχ.
Ο δημοκράτης, ο φιλόσοφος, ο Ορθόδοξος, ο καθαρός, ο φωτεινός, ο ελεύθερος Έλληνας δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να σκύψει τον αυχένα στον ιταμό Φασισμό και στον κτηνώδη Ναζισμό που μεταμόρφωσε ανθρώπους σε φονικές μηχανές και γέμισε με εκατόμβες νεκρών σχεδόν κάθε γωνιά της υφηλίου. Περήφανη η Ελληνίδα κι αγέρωχος ο Έλληνας βγήκαν στα βουνά, ανατίναξαν γέφυρες, έσφαξαν αλεξιπτωτιστές εισβολείς, προέβησαν σε σαμποτάζ, κατέβηκαν στην Αφρική κι όπου γης, προκειμένου να κατακόψουν τα ανθρωπόμορφα κτήνη –ή μήπως θύματα; - της χιτλερικής ιδεοληψίας, η οποία μέσα στον παραλογισμό της φαντάστηκε ότι μπορεί μονάχη να καθυποτάξει έναν ολάκερο πλανήτη. Οι δυνάμεις της δημοκρατίας τελικά συνέτριψαν τις φασιστικές ορδές και η συμμετοχή της χώρας μας σε τούτο δεν ήταν διόλου αμελητέα, πράγμα που κατατίθεται πλέον αντικειμενικά και όχι για λόγους εσωτερικής εθνικής κατανάλωσης.
Ως συνήθως, βέβαια, στις τελευταίες πολεμικές περιπέτειες στις οποίες ενεπλάκημεν, αδικηθήκαμε την επόμενη κιόλας μέρα, αν και ανήκαμε στο στρατόπεδο των νικητών. Στην προκείμενη περίσταση συρθήκαμε στη διελκυστίνδα του Ψυχρού Πολέμου των υπερδυνάμεων και υποστήκαμε ισχυρή φθορά σε ηθικό και φυσικό επίπεδο χάρη στον Εμφύλιο που ακολούθησε. Και πάλι όμως ξεπεράσαμε και αυτό το εθνικό ημαρτημένο και σταθήκαμε στα πόδια μας. Όπως και πάλι θα το πράξουμε μετά τον οικονομικό πόλεμο που ζούμε σήμερα.
Θα ήταν, ωστόσο, παράλειψη να μην κάνουμε και μια μικρή αναφορά στον εθνικοθρησκευτικό χαρακτήρα κι αυτής της επετείου, που ο λαός μας και η Ελλαδική Εκκλησία πάντρεψε με τη γιορτή της Σκέπης της Θεοτόκου, η οποία στήριξε ψυχικά, ηθικά και, για πολλούς, και σε επίπεδο φυσικής σωτηρίας τον αδικημένο λαό και στρατό μας στα μαύρα χρόνια κείνου του πολέμου.
Το πνεύμα του ’40 είναι αυτό της αντίστασης, του ηρωισμού, του υγιούς πατριωτισμού, της δημοκρατίας, της ελευθερίας, της αυτοδιάθεσης των λαών, της ομοψυχίας, της εθνικής υπέρβασης και ενότητας. Πόσο σημαντικές είναι αυτές οι έννοιες σήμερα που ο τόπος μας, η Ευρώπη, ο κόσμος ολόκληρος χειμάζεται από ομιχλώδη συμφέροντα σκοτεινών πολιτικοοικονομικών σεχτών, από εθνικιστικούς και θρησκευτικούς πολέμους, από απίστευτα προσφυγικά προβλήματα και προπαντός δοκιμάζεται απ’ την καταθλιπτική έλλειψη ηθικών προτύπων, παραδειγματικών ηρώων του πνεύματος και γνήσιων κηρύκων της αλήθειας, της δημοκρατίας, της ανθρωπιάς, της αγάπης;
Το ΟΧΙ του 1940 δεν ήταν ένα απλό σύνθημα ούτε ένα καπρίτσιο τού τότε Έλληνα πρωθυπουργού, το οποίο δεν ενυλώθηκε ποτέ στις ψυχές και στις πράξεις των Νεοελλήνων. Αυτό είναι και το τελευταίο που θα ήθελα να υπογραμμίσω σήμερα, όπου η διάσταση λόγων και έργων, λέξεων και του σημασιολογικού τους αντικρίσματος έχει διευρυνθεί. Οι Έλληνες τότε είπαμε το ΟΧΙ και το εννοούσαμε και παλέψαμε μέχρις αίματος για τούτο. Γι’ αυτόν τον λόγο, κυρίως, το ’40 κατέστη πλέον μύθος, με την παλιά και ωραιότερη σημασία του όρου. Όχι δηλαδή παραμύθι, όπως θα ανέβαινε η λέξη στον νου μας σήμερα, αλλά αλήθεια βαθειά, που πέρασε στην αιώνια σφαίρα της νοητής και αισθητής εθνικής μνήμης, όπως έγινε με τους Θερμοπυλομάχους, με τους Σαλαμινομάχους, με τους Μακεδόνες του Μεγαλέξαντρου, με τους ήρωες του Παπαφλέσσα στο Μανιάκι κι όλους όσους παραλείπουμε εν προκειμένω για πρακτικούς λόγους.
Σήμερα, λοιπόν, και κάθε φορά θα καλούμαστε να πούμε το ίδιο ηχηρό ΟΧΙ ενώπιον εκείνων που μας αμφισβητούν και μας υπονομεύουν. Κι όλοι ξέρουμε καλά πως τούτοι δεν είναι λίγοι ούτε μέσα ούτε έξω από την Πατρίδα μας. Ο λαός μας οφείλει τούτες τις δύσκολες στιγμές για το Γένος να είναι ενωμένος και συσπειρωμένος, μονοιασμένος κι αγαπημένος. Κλείνοντας, ας θυμηθούμε λίγους στίχους, πάντα επίκαιρους, του μεγάλου μας ποιητή Τάσου Λειβαδίτη:
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν' αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα ματώσουν απ' τις φωνές το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες — μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων.
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζεις την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Δεν έχεις καιρό δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου, αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Κ.Ν.
Τσαριτσάνη, 28/10/2015
Ἂς θυμηθοῦμε κάτι χαρακτηριστικὸ ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς ἡρωϊκὲς στιγμές.