ΑΝΑΖΗΤΗΣΙΣ

ΟΜΙΛΙΑ

Του Αρχιμ. Επιφανίου Οικονόμου
Ιεροκήρυκος Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος

Στην εκδήλωση προς τιμήν των Εκπαιδευτικών της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος & Φαναριοφερσάλων

Καρδίτσα, 29/1/2016

Θέμα: «Η σταυρική πορεία της σύγχρονης Ελληνικής Παιδείας»

Σεβασμιώτατε,
Σεβαστοί Πατέρες, Αξιότιμοι κ.κ. Εκπαιδευτικοί λειτουργοί, αγαπητοί μου,

Συνιστά ιδιαίτερη τιμή και ευλογία για μένα η παρουσία μου ανάμεσά σας απόψε, που προέκυψε ύστερα από την ευγενική πρόσκλησή Σας, Σεβασμιώτατε, προκειμένου ν’ απευθύνω λόγο εόρτιο προς τους εκπαιδευτικούς λειτουργούς της επαρχίας Σας, με την ευκαιρία της ενιαύσιας πανηγύρεως εις τιμήν και μνήμην των τριών Φωστήρων της Τρισηλίου Θεότητος, Αγίων Ιεραρχών και Οικουμενικών Διδασκάλων, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Η πρόσκλησή Σας, όμως, έρχεται και ως επαναβεβαίωση και ανανέωση των μεταξύ μας πολυετών σχέσεων αδελφικής αγάπης και συνεργασίας στο Δ/κό Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπό την σκέπη του πεπνημένου και αλησμόνητου Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου.

Η εορτή των Τριών Ιεραρχών αυτομάτως ανάγει την σκέψη μας στην ανυπέρβλητη και απαράμιλλη Ελληνική Παιδεία, δομικό και συστατικό στοιχείο του έθνους, της οποίας είναι προστάτες (για πόσο, άραγε, ακόμη;), Παιδεία που οι χαρισματικοί Καππαδόκες Πατέρες, σπούδασαν, ύμνησαν και υπηρέτησαν με τρόπο μοναδικό. Ο Μέγας Βασίλειος, ο ουρανοφάντωρ Επίσκοπος της Καισαρείας, διδάσκει ότι «Έστιν η Παιδεία αγωγή τις ωφέλιμος τη ψυχή, επιπόνως πολλάκις των από κακίας κηλίδων αυτήν εκκαθαίρουσα, ήτις προς μεν το παρόν ου δοκεί χαράς είναι, αλλά λύπης. Ύστερον δε καρπόν ειρηνικόν τοις γεγυμνασμένοις αποδίδωσιν εις σωτηρίαν… νουθετεί τον άτακτον… Αύτη πολλών χρημάτων εστί τοις ορθώς λογιζομένοις τιμιωτέρα…»[1]

Ο ποιητής της Πατερικής Θεολογίας Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, Επίσκοπος Ναζιανζού, αποκαλύπτει την μεγαλειώδη σύζευξη της Χριστιανικής και της Ελληνικής (θύραθεν) Παιδείας: «Νομίζω ότι όλοι οι φρόνιμοι έχουν ομολογήσει ότι η μόρφωσις είναι το πρώτον αγαθόν που έχομεν. Όχι μόνον αυτή η ευγενεστέρα και ιδική μας (η Χριστιανική), που περιφρονούσα κάθε κομψότητα και κάθε φιλοδοξίαν των λόγων κρατά μόνον την σωτηρίαν και το κάλλος των νοητών, αλλά και η εξωτερική μόρφωσις (η θύραθεν), την οποίαν πολλοί Χριστιανοί, από κακήν εκτίμησιν, απορρίπτουν, διότι, τάχα, είναι ύπουλη και απατηλή και απομακρύνει από τον Θεόν»[2].

Από τη μεριά του ο Χρυσορρήμων Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, συγκρίνοντας την κοσμική με την Χριστιανική Παιδεία, υπογραμμίζει την σαφή ανωτερότητα της δεύτερης: «Η μεν έξωθεν παίδευσις… κεναίς τους ακροατάς αποπέμπει χερσί. Η δε του Πνεύματος χάρις, ουχ ούτως, αλλά τουναντίον άπαν, διά μικρών ρημάτων πάσι τοις προσέχουσι φιλοσοφίαν εντίθησι…»[3]

Αλλά δεν ήρθαμε απόψε εδώ για να θεωρητικολογήσουμε, περί της Παιδείας, έστω κι αν μπορούμε να καταθέσουμε πλήθος τοποθετήσεων και απόψεων των Τριών μεγάλων Καππαδοκών Πατέρων. Ούτε ήρθαμε για να ωραιολογήσουμε ή να περιγράψουμε, με τη δύναμη του λόγου και τα χρώματα της ψυχής, την μοναδική αυτή Θεϊκή δωρεά που ονομάζεται Παιδεία και που στην Ορθόδοξη πραγματικότητα έχει αρχή και τέλος της τον Ιησού Χριστό. Ήρθαμε για να προβληματιστούμε μαζί σας για ένα αγαθό που γεννήθηκε και ανδρώθηκε στην Ελλάδα, την έκανε γνωστή και περήφανη σ’ ολόκληρο τον κόσμο και φώτισε με το φως της γνώσης τα σκοτάδια της οικουμένης. Όλα αυτά, όμως, στο ένδοξο παρελθόν, γιατί στην εποχή μας η Παιδεία γνωρίζει την απόλυτη απορρύθμιση, απαξίωση και έκπτωση. Και είναι τέτοιο το πρόβλημα ώστε ν’ αναγκάζει τον αείμνηστο Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο και τον σπουδαίο φιλόλογο και ιστορικό Σαράντο Καργάκο να χαρακτηρίζουν την Ελληνική Παιδεία «μεγάλο ασθενή της πατρίδος»[4], τον καταξιωμένο Θεολόγο Αλέξανδρο Καριώτογλου να κάνει λόγο για την «υπνοπαιδεία της Παιδείας»[5], τον λαμπρό φιλόλογο Κώστα Γανωτή να την ονομάζει «πτώμα, θύμα ειδεχθούς δολοφονίας»[6], ακόμα δε και τον μακαρίτη Σεραφείμ Φυντανίδη να ομολογεί ότι το Εκπαιδευτικό μας σύστημα έναν προσανατολισμό έχει: «… Παιδεία χωρίς ιδεαλισμό, χωρίς πνευματικό περιεχόμενο, χωρίς Παιδεία»[7]

Έχοντας υπόψιν τις παραπάνω βαρύνουσες τοποθετήσεις διακεκριμένων πνευματικών ανθρώπων, που, ασφαλώς, δεν περνούν απαρατήρητες, θελήσαμε να αναζητήσουμε τους λόγους που οδήγησαν την Παιδεία σ’ αυτή την κατάσταση και την δρομολόγησαν σε μία κλιμακούμενη σταυρική πορεία, ο Γολγοθάς της οποίας ακόμη αναζητείται. Γιατί, τουλάχιστον, αν είχε αποκαλυφθεί, τότε θα μπορούσαμε να μιλάμε για την προσδοκώμενη ανάσταση. Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι στην πλάτη της άμοιρης Ελληνικής Παιδείας, αντικείμενο της οποίας είναι, κυρίως, η νέα γενιά, συντελέστηκαν τα τελευταία, τουλάχιστον τριάντα πέντε χρόνια, πέντε τρομερά εγκλήματα, τα οποία, σε συνδυασμό με πλείστα άλλα, «τρομοκρατικά» εναντίον της χτυπήματα, που ο χρόνος δεν επιτρέπει ν’ αναπτύξουμε, την οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση. Γι’ αυτά τα εγκλήματα θα μιλήσουμε εν συντομία.

Α. Η κομματικοποίηση της Εκπαίδευσης

Η Εκπαίδευση, που είναι οι ράγες πάνω στις οποίες κινείται η Παιδεία, δέχθηκε το πρώτο ισχυρό χτύπημα την δεκαετία του ΄80, όταν τα πολιτικά κόμματα πάτησαν το πόδι τους στις σχολικές αίθουσες και στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα. Μαθητές του Γυμνασίου, τότε, οι άνθρωποι της γενιάς μου, ακούσαμε ότι μπορούμε να οργανώνουμε μαθητικά συμβούλια, να εκλέγουμε αντιπροσώπους, να υποβάλουμε αιτήματα και να διεκδικούμε δικαιώματα. Είδαμε συμμαθητές μας να οργανώνονται σε μαθητικές νεολαίες, κομματικά ελεγχόμενες και κατευθυνόμενες και να κομπάζουν για την «αναγεννητική» αύρα που άρχισε, πλέον, να πνέει στα σχολεία. Αργότερα, ως φοιτητές, αντικρίσαμε τους συμφοιτητές μας να οργανώνονται στις φοιτητικές νεολαίες, οι οποίες δημιούργησαν αντίπαλα «πολεμικά» στρατόπεδα, γέμισαν το πανεπιστήμιο με πολιτικά συνθήματα και κομματικά χρώματα, μετατρέποντας την Ακαδημαϊκή Παιδεία, από χώρο πνευματικής ελευθερίας σε χώρο ωμού κομματικού παρεμβατισμού και αναρχίας. Η «προοδευτική» εισβολή της εποχής εκείνης κατέλαβε για τα καλά τα Πανεπιστημιακά ιδρύματα και τα κρατά αιχμάλωτα μέχρι τις μέρες μας.

Την κομματικοποίηση της Εκπαίδευσης είχε στηλιτεύσει είκοσι δύο χρόνια πριν, ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, ως Μητροπολίτης της γειτονικής Δημητριάδος, ο οποίος την είχε παρουσιάσει ως μία εκ των δέκα «φαραωνικών» πληγών της Ελληνικής Παιδείας. «Η κομματικοποίηση», έλεγε, «έχει επεκταθεί και σε άλλους χώρους της Εκπαίδευσης όπως είναι ο συνδικαλισμός εκπαιδευτικών και μαθητών. Οι συνδικαλιστές των εκπαιδευτικών δεν μπορούν να συνεννοηθούν ούτε στα καθαυτά εκπαιδευτικά ζητήματα, οι διεκδικήσεις τους είναι, συνήθως και κατά βάσιν, οικονομικές, χωρίς να λείπουν, βέβαια και μερικές καθαρά εκπαιδευτικές, ενώ η πολιτικοποίηση των μαθητών, διαχωρίζει τα παιδιά ανάλογα με την κομματική τους τοποθέτηση, διχάζοντας ουσιαστικά, τους νέους και οδηγώντας τους ήδη από την τρυφερή τους ηλικία σε κομματικές αντιπαραθέσεις, που δεν είναι μόνο στείρες, αλλά και επικίνδυνες για την πρόοδό τους. Το όραμα της πολιτικοποίησης των νέων μας δεν μπόρεσε να διαφύγει τον πειρασμό της διολίσθησής τους στον κομματισμό, που παρασύρει κάθε έννοια ορθής και υπεύθυνης τοποθέτησης των νέων εμπρός στα μεγάλα προβλήματα του τόπου»[8]

Ο δαιμονικός αυτός κομματισμός της Εκπαίδευσης την έβγαλε από τον δρόμο της, την μετέτρεψε σε φέουδο μικροκομματικών λαϊκίστικων επιλογών, ενώ εγκλώβισε την μαθητιώσα και φοιτητιώσα νεολαία σε ένα πλαίσιο πλασματικής ελευθερίας που υποσκάπτει τα θεμέλια της μελλοντικής ζωής της. Η ιστορία θα γράψει με τα μελανότερα χρώματα όσους εμπνεύστηκαν, υλοποίησαν και συντηρούν το ειδεχθές αυτό έγκλημα εις βάρος της νέας γενιάς.

Β. Η συντηρούμενη αναρχία στην εκπαίδευση

Καρπός και απότοκο της εισβολής του κομματισμού στα της Ελληνικής Παιδείας είναι η αναρχία που επικρατεί, εδώ και χρόνια στην Εκπαίδευση. Και η συντηρούμενη αυτή αναρχία, το οποίο οι ταγοί της Παιδείας αρνούνται πεισματικά να παραδεχθούν, συνιστά το δεύτερο, κατά σειράν, έγκλημα εις βάρος της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Παιδείας.

Στα εκπαιδευτικά μας πράγματα έχουν εδραιωθεί, πλέον, νεόκοπες και αυτονόητες παραδόσεις. Οι καταλήψεις στα σχολεία και στα Α.Ε.Ι. είναι πλέον έθιμο, το οποίο τηρείται με θρησκευτική ευλάβεια, κοντεύει να αναχθεί δε σε εθνική υπόθεση. Δε μπορούμε να ζήσουμε χωρίς καταλήψεις. Είναι προδιαγεγραμμένες. Οι μαθητές μπορούν να καταλάβουν, ανά πάσα ώρα και στιγμή, το σχολείο τους, χωρίς λόγο, επειδή έτσι τους αρέσει ή επειδή έτσι τους υποδεικνύουν και τίποτα δε μπορεί να σταθεί εμπόδιο στις επιθυμίες τους. Ατελείωτες διδακτικές ώρες χάνονται, τα εκπαιδευτικά προγράμματα κουρελιάζονται, οι κτιριακές υποδομές καταστρέφονται, το οικοδόμημα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης τρίζει. Την ίδια στιγμή, οι εκπαιδευτικοί στέκουν ανήμποροι, εντελώς αποδυναμωμένοι, καθώς το πνεύμα του συστήματος προβλέπει απόλυτη ελευθερία, ακόμα και ασυδοσία στα παιδιά, τα οποία επ’ ουδενί πρέπει να θιγούν ή να πιεστούν. Τα εκπαιδευτικά οράματα διαλύονται, ο ζήλος, η διάθεση για προσφορά, το διδακτικό πάθος συνθλίβονται κάτω από το βάρος της νέας μόδας των καταλήψεων, που θίγουν την τιμή και την αξιοπρέπεια των εκπαιδευτικών. Όχι, όμως, όλων, καθώς υπάρχουν και εκείνοι που ανέχονται, για να μην πω, υποδαυλίζουν αυτή την κατάσταση της αναρχίας, ασφαλισμένοι καλά πίσω από το οχυρό της μονιμότητας και της έλλειψης της οιασδήποτε σοβαρής λογοδοσίας και αξιολόγησης.

Γιατί, όμως, τα παιδιά σήμερα να σεβαστούν ένα σχολείο που η ίδια η Πολιτεία διαρκώς απαξιώνει και ευτελίζει, που φαντάζει περιττό και ανούσιο αφού την πραγματική δουλειά την κάνει το φροντιστήριο; Είδατε ποτέ μαθητές να καταλαμβάνουν τα φροντιστήρια; Όταν οι ίδιοι οι γονείς βλέπουν το σχολείο ως χώρο «παρκαρίσματος» των παιδιών τους για να κάνουν οι ίδιοι με ησυχία τα δουλειές τους, γιατί τα παιδιά να το σεβαστούν; Όταν το σχολείο λειτουργεί ως ένα αναγκαστικό και όχι ουσιαστικό προστάδιο για την μετέπειτα πανεπιστημιακή τους πορεία, γιατί να νοιαστούν; Τα παιδιά έπαψαν, πλέον, ν’ αγαπούν το σχολείο, γιατί νιώθουν ότι δε τους προσφέρει τίποτα.

Στα Πανεπιστήμια τα πράγματα έχουν ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Εκεί οι καταλήψεις έχουν σαφές πολιτικό και κομματικό υπόβαθρο και μετατρέπουν τον χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης σε άντρο εγκληματικών και παραβατικών ενεργειών, στο όνομα του διαβόητου Πανεπιστημιακού ασύλου. Η ανοχή και η ασυλία που επιδεικνύουν συγκεκριμένες κομματικές στάσεις και συμπεριφορές, αλλά και ο λαϊκισμός και η ατολμία των υπεύθυνων κυβερνήσεων να πράξουν τα αυτονόητα, έχουν εδραιώσει στα Ελληνικά Πανεπιστήμια, έναν ιδιότυπο φασισμό, ο οποίος διαλαλεί, ότι ενεργεί στο όνομα της ελευθερίας και της δημοκρατίας! Τα πανεπιστήμιά μας σήμερα από χώροι θεραπείας του πνεύματος και διακονίας της Ελληνικής Παιδείας, έχουν μετατραπεί σε πεδία εγκληματικών συμπεριφορών, ελεύθερης διακίνησης ναρκωτικών, καταφυγής των πάσης φύσεως αναρχικών και αντιεξουσιαστών, αλόγιστης καταστροφής και παράλογης μανίας, προσβολής του εθνικού μας συμβόλου, χώροι όπου οι δημοκρατικές αρχές και η βούληση των πλειοψηφιών καταστρατηγούνται και συνθλίβονται υπό την απειλή της βίας των μειοψηφιών. Την ίδια στιγμή η Πανεπιστημιακή έρευνα χάνει συνεχώς έδαφος, οι Πανεπιστημιακοί δάσκαλοι είναι όμηροι σε ένα καθεστώς φόβου και απειλών κατά της ζωής των ιδίων και των οικογενειών τους, αποθαρρύνονται, παύουν να οραματίζονται, να δημιουργούν και, είτε εγκαταλείπουν τη χώρα για να εργαστούν σε άλλους πραγματικά πολιτισμένους τόπους ή συμβιβάζονται και περιμένουν πότε θα ξημερώσει αυτή η ατέλειωτη νύχτα της Ελληνικής Παιδείας. Και η Πολιτεία απλώς παρατηρεί και διαπιστώνει, θύμα και η ίδια των δικών της λανθασμένων επιλογών.

Γ. Η αποϊεροποίηση της Παιδείας

Από την εθνική μας παλιγγενεσία και εντεύθεν ο ρόλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας στα της Ελληνικής Παιδείας ήταν διακριτικός μεν, αλλά ουσιαστικός και σίγουρα ευεργετικός. Ο ρόλος αυτός άρχισε να διαμορφώνεται κατά την μακρά περίοδο της σκλαβιάς, τότε που η Εκκλησία και οι Λειτουργοί της, οι σπουδαίοι Κληρικοί - Διδάσκαλοι του Γένους και οι απλοί Καλόγεροι στα κατασυκοφαντημένα σήμερα Κρυφά Σχολειά, διέσωσαν τα Ελληνικά γράμματα, την ιστορία, τη γλώσσα, τη γραφή, τον πολιτισμό, την Εθνική, εν γένει, αυτοσυνειδησία, κάτω από τραγικές και δυσβάστακτες συνθήκες. Η προσφορά της Εκκλησίας εκείνη την εποχή αναγνωρίστηκε και στον τρόπο που άρχισε να διαμορφώνεται η Παιδεία και η Εκπαίδευση στον τόπο μας. Η Ελληνική Παιδεία στελεχώθηκε από κορυφαία Εκκλησιαστικά πρόσωπα, οι αρχές της Ελληνοορθοδοξίας καθόριζαν το ήθος και το περιεχόμενό της, γεγονός που, απολύτως φυσιολογικά, συνόδευσε την ιστορική πορεία της πατρίδας μας στο μεγαλύτερο διάστημα του 20ού αιώνα και σφραγίστηκε από πολλαπλές Συνταγματικές αναφορές, που ισχύουν μέχρι και σήμερα, ασχέτως αν, επιδεικτικά, παραθεωρούνται.

Τα τελευταία χρόνια, όμως, τα πράγματα αλλάζουν με γοργούς ρυθμούς, στο όνομα ενός ακατανόητου δήθεν «εκσυγχρονισμού», αλλά και «εξευρωπαϊσμού», ανεξαρτήτως αν η Ευρωπαϊκή Ένωση ουδέποτε διεκδίκησε ρόλο ρυθμιστή σε ζητήματα Παιδείας και Πολιτισμού των κρατών – μελών της. Παρόλα αυτά, η στοχευμένη παραπληροφόρηση καλά κρατεί. Το Ορθόδοξο ήθος θεωρείται ξεπερασμένο, η Εκκλησία φορέας αναχρονισμού και ως εκ τούτου, ουδεμία θέση στα της σύγχρονης Ελληνικής Παιδείας μπορεί να έχει. Όλα αυτά, βέβαια, προκειμένου να χωνευτούν από την κοινή γνώμη, οικοδομήθηκαν πάνω σε μία φασιστικού τύπου πλύση εγκεφάλου που δοκίμασε και εξακολουθεί να δοκιμάζει ο Ελληνικός λαός αναφορικά με την κατά καιρούς Εκκλησιαστική πραγματικότητα και τους Εκκλησιαστικούς Λειτουργούς. Αποτέλεσμα αυτής της «γκεμπελικής» πρακτικής είναι η σταδιακή αποϊεροποίηση της Παιδείας και Εκπαίδευσης στην Ελλάδα σήμερα.

Πώς εκδηλώνεται, όμως, αυτή η αποϊεροποίηση; Α) Με την επάρατη κομματικοποίηση της Ελληνικής Εκπαίδευσης, χάρη στην οποία βρήκαν την ευκαιρία άθεες και σκληρά αρνητικές προς το Εκκλησιαστικό πνεύμα αρχές να διεισδύσουν στα Ελληνικά σχολεία, δηλητηριάζοντας τον παιδικό ψυχισμό. Β) Με τον σταδιακό ευτελισμό του μαθήματος των θρησκευτικών, στον οποίο συμβάλλουν η επιχειρούμενη μετατροπή του σε αόριστη θρησκειολογική διδαχή, η άνευ ουσιαστικής αιτιολογίας αποχή από αυτό, αλλά και οι πολλοί κατ’ ευφημισμόν «Θεολόγοι» καθηγητές, που αναλαμβάνουν να διδάξουν το πλέον σημαντικό για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα των μαθητών μάθημα, χωρίς οι ίδιοι να έχουν την παραμικρή σχέση με τον Χριστό και τη ζωή της Εκκλησίας. Γ) Με την προκλητική παραχάραξη της Ελληνικής ιστορίας, κυρίως στα σημεία εκείνα που, μέχρι χθες, αναδείκνυαν τη συμβολή της Εκκλησίας και των λειτουργών Της στην διαχρονική πορεία του Έθνους. Γι’ αυτό, προ ολίγων ετών, ο μεγάλος Έλληνας μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης ξέσπασε καταγγέλλοντας την ύπαρξη «συμμορίας αφελληνισμού»[9] στο Υπουργείο Παιδείας. Δ) Με την απομάκρυνση των κληρικών – πνευματικών συμβούλων από τα σχολεία, ως δήθεν ξένων προς την εκπαιδευτική διαδικασία, παραγόντων, ασχέτως αν, την ίδια στιγμή, σε πολλές χώρες της Ε.Ε. η παρουσία τους είναι σταθερή, νομιμοποιημένη και αυτονόητη. Ε) Με τον περιορισμό, μέχρις οριστικής παύσης, του Μαθητικού Εκκλησιασμού, ενός από τους ελάχιστους εναπομείναντες τρόπους επαφής της μαθητικής νεολαίας με την λειτουργική ζωή της Εκκλησίας και Στ) Με την συζητούμενη αποκαθήλωση των ιερών Εικόνων και των λοιπών θρησκευτικών συμβόλων από τα σχολεία, στο όνομα δήθεν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την κατάργηση της πρωινής προσευχής.

Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε πολλά ακόμα στοιχεία που επαληθεύουν την προγραμματισμένη, οριστική πλέον, αποσύνδεση της Ελληνικής Παιδείας από κάθε τι Ορθόδοξο και ιερό. Δε θα το κάνουμε λόγω έλλειψης χρόνου. Θα επισημάνουμε, όμως, ότι αν η σύγχρονη Ελληνική Παιδεία ήθελε πράγματι να εξυπηρετήσει την προοπτική δημιουργίας αληθινών ανθρώπων και όχι τεχνοκρατικών απανθρωποιημένων όντων, θα έπρεπε να επιζητεί διαρκώς την προβολή του προσώπου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στα σύγχρονα εκπαιδευτικά μας πράγματα, ασχέτως αν το Ελληνικό σχολείο λαμβάνει, πλέον, πολυπολιτισμικό χαρακτήρα. Και αυτό γιατί ο Χριστός είναι το απόλυτο, διαχρονικό, μοναδικό, αδιάψευστο και αψεγάδιαστο πρότυπο ανθρωπιάς, ειρήνης, αγάπης, δικαιοσύνης, ισότητας, προόδου και ενότητας για όλη την ανθρωπότητα. Κι αν δεν υπήρχε, θα έπρεπε να Τον εφεύρουμε!

Δ. Η υποβάθμιση του εκπαιδευτικού λειτουργήματος

Ο εκπαιδευτικός, στην εποχή μας, είναι πλήρως αποδυναμωμένος και απογυμνωμένος από το κύρος και την τιμή που άλλοτε διέθετε η διδασκαλική ιδιότητα. Το ισοπεδωτικό σύστημα που κυβερνά τον τόπο μας αξιώνει τον περιορισμό των αρμοδιοτήτων του, ψαλιδίζει τα δικαιώματά του, υποβαθμίζει διαρκώς τη θέση του ενώπιον των μαθητών του, ενώ επισείει πάνω από το κεφάλι του και την απειλή της ποινικής και πειθαρχικής δίωξης, αν τολμήσει να αυστηροποιήσει τις μεθόδους επιβολής του στους ατάκτους και ανυπάκουους μαθητές του. Ο εκπαιδευτικός που βρίσκει την πόρτα του σχολείου του κλειστή, λόγω των καταλήψεων, αδυνατώντας να ασκήσει το απόλυτα δημοκρατικό δικαίωμα στην εργασία και προσφορά, είναι καταδικασμένος σε πνευματικό μαρασμό ή και στον αναγκαστικό συμβιβασμό με την άνευ προηγουμένου νοσηρότητα της σύγχρονης Ελληνικής Παιδείας.

Στα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα η κατάσταση δεν είναι διαφορετική. Οι Ακαδημαϊκοί δάσκαλοι, όταν δεν πέφτουν θύματα ξυλοδαρμού, όταν δε βλέπουν τους ερευνητικούς κόπους μιας ζωής να καταστρέφονται και να καίγονται από την μανία εκτροχιασμένων φοιτητών ή και εξωπανεπιστημιακών αναρχικών στοιχείων, προσπαθούν να διασώσουν την αξιοπρέπεια των Ελληνικών Πανεπιστημίων που, άλλοτε, λειτουργούσαν με πρότυπο, για αντίστοιχα Ευρωπαϊκά Ιδρύματα, τρόπο.

Αλλά, για την υποβάθμιση του Εκπαιδευτικού λειτουργήματος δε φταίνε μόνο εξωγενείς παράγοντες. Συχνά την ευθύνη φέρουν και οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί, όταν μετατρέπονται από Λειτουργοί Δάσκαλοι σε διεκπεραιωτές διδάσκοντες. Το φώναζε καιρό τώρα ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, αλλά η φωνή του έμοιαζε με «φωνή βοώντος εν τη ερήμω»: «Τώρα έμειναν πολύ λίγοι αληθινοί Δάσκαλοι και επλεόνασαν οι επαγγελματίες, οι συνδικαλιστές και οι πολιτικολογούντες. Αυτό είναι το σύμπτωμα ενός νοσηρού και νοσούντος εκπαιδευτικού συστήματος το οποίο παράγει δημοσίους υπαλλήλους, ασκούντες το διδακτικό επάγγελμα, άσχετο προς κάθε έννοια λειτουργήματος…». Και συνεχίζει: «Εχάσαμε σήμερα το δάσκαλο και με την έννοια ότι σπανίζουν πλέον εκείνοι μεταξύ τους που έχουν ιδεώδη στα οποία πιστεύουν, που μπορούν να προβάλουν το παράδειγμά τους προς μίμηση, που έχουν τη δυνατότητα να μορφώνουν συνειδήσεις. Υπάρχουν πολλοί εκπαιδευτικοί σήμερα που κρημνίζουν συνειδήσεις, που αρνούνται πεισματικά να παραδεχθούν την ιδεολογική τους αστοχία, που συνεχίζουν να εκπροσωπούν και να προβάλουν ξεπερασμένα μοντέλα ζωής και, ταυτόχρονα, αρνούνται πεισματικά να αξιολογήσουν την πνευματική δύναμη και προσφορά της πίστεως, της ψυχικής καλλιέργειας, της Ελληνορθόδοξης παράδοσης. Οι εκπαιδευτικοί αυτοί μετατρέπουν πολύ συχνά τις τάξεις τους σε βήματα προβολής των προσωπικών τους βιωμάτων, έστω κι αν αυτά έρχονται σε αντίθεση με τις διακηρυγμένες επίσημα ιδεολογικές αρχές και κατευθύνσεις που διέπουν την Παιδεία μας…» [10]

Γι’ αυτό και οι Άγιοι Τρεις Ιεράρχες επιμένουν στην άρτια προσωπική κατάρτιση του ασκούντος το εκπαιδευτικό λειτούργημα: «“Δίδαξον εαυτώ πρώτον”, λέγει ο ιερός Χρυσόστομος. “Οι ημιμαθείς και θρασείς διδάσκαλοι είναι αξιοκατάκριτοι”, λέγει ο Άγιος Γρηγόριος και συνεχίζει: “Το δε παιδεύειν άλλους επιχειρείν πριν αυτούς ικανώς παιδευθήναι, λίαν μοι φαίνεται ανοήτων ή τολμηρών, ασυνέτων μεν ει μηδέ αισθάνοιντο της εαυτών αμαθείας, θρασέων δε, ει και συνιέντες κατατολμούσι του πράγματος”. Κλασικό, άλλωστε, είναι εκείνο που τονίζει ο Άγιος Γρηγόριος και ισχύει πρώτον για μάς τους κληρικούς, αλλά και τους παιδαγωγούς: “Καθαρθήναι δει πρώτον και είτα καθάραι. Σοφισθήναι και ούτω σοφήσαι, γενέσθαι φως και φωτίσαι”» [11]. Και ο Μέγας Βασίλειος συμπληρώνει: «Ο γαρ μη ποιών και διδάσκων, αναξιόπιστος εστίν εις ωφέλειαν»[12]

Υπάρχουν, όμως και εκείνοι οι εκπαιδευτικοί που, παρά τις δυσμενείς για το λειτούργημά τους συνθήκες, αντιστέκονται και εργάζονται με διδασκαλικό πάθος, μεταφέροντας αρχές και αξίες που άλλοι συνάδελφοί τους λοιδορούν και υπονομεύουν. Στα πρόσωπά τους επενδύουμε χρηστές ελπίδες για ένα πιο αισιόδοξο μέλλον. Ενώπιόν τους στεκόμαστε με αισθήματα τιμής και ευγνωμοσύνης, γιατί τιμούν και προάγουν την ζηλευτή ιδιότητά τους, λειτουργώντας ως αυθεντικοί αγωνιστές - αντιστασιακοί σ’ ένα πλαίσιο μιζέριας και συνθηκολόγησης.

Ε. Η έλλειψη οράματος και εθνικής πολιτικής για την Παιδεία

Στα προηγμένα Ευρωπαϊκά κράτη, όπως και στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, η Παιδεία των λαών είναι Εθνική υπόθεση, υπέρκειται συγκυριακών και ευτελών κομματικών σκοπιμοτήτων και αντιπαραθέσεων, ενώ υπηρετείται με διαχρονικά συνεπή τρόπο. Στα καθ’ ημάς, όμως, η Παιδεία ταλαιπωρείται και βολοδέρνει στους διαύλους των κομματικών μικροτήτων, ανατίθεται σε χέρια και νόες ακατάλληλων προσώπων, κομματικά ελεγχόμενων, τη στιγμή που η πατρίδα μας διαθέτει αναγνωρισμένες πνευματικές προσωπικότητες, απελευθερωμένες από τα νοσηρά κομματικά δεσμά, που θα μπορούσαν να δώσουν νέα πνοή και έμπνευση στο άψυχο, σήμερα, αυτό αγαθό.

Κατά καιρούς ξεκινούν νέοι εθνικοί διάλογοι για την Παιδεία, όπως συμβαίνει και πάλι στις μέρες μας, εξαγγέλλονται μεγαλεπήβολα σχέδια επί χάρτου για την ανασυγκρότησή της, αλλά όλα σβήνουν σταδιακά και φθίνουν καθώς οι έχοντες την κοινοβουλευτική πλειοψηφία ταγοί, δε μπορούν να απεγκλωβιστούν από την επάρατη κομματική σκοπιμότητα και υπακοή και να νομοθετήσουν με γνώμονα το εθνικό και όχι το κομματικό συμφέρον. Την ίδια στιγμή οι προσωπικές ιδεολογικές αντιλήψεις και ανικανοποίητες ιδεοληψίες μεσαίων και υψηλόβαθμων στελεχών επιχειρούν μια άνευ προηγουμένου αλλοίωση του χαρακτήρα και του περιεχομένου της Ελληνικής Παιδείας, επιχειρώντας να κατασκευάσουν ένα δύσμορφο και δυσώδες μόρφωμα προσαρμοσμένο στις επιταγές ενός ακατανόητου και αλόγιστου δήθεν εκσυγχρονισμού.

Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι η Ελληνική Παιδεία σήμερα, εκτός των άλλων, πάσχει, κυρίως, από έλλειψη οράματος. Όπως εμείς τουλάχιστον και οι παλαιότεροι, τη γνωρίσαμε, η Παιδεία μας οραματιζόταν τη δημιουργία Ανθρώπων, με ανεπτυγμένη πνευματικότητα, με ισχυρή εθνική αυτοσυνειδησία, με κριτικό τρόπο σκέψης, με μεγάλες δόσεις γενικής γνώσης, πριν ο νέος οδηγηθεί στην εξειδίκευση. Οραματιζόταν τη δημιουργία ανθρώπων ελεύθερων από εξαρτήσεις, αδέσμευτων, αυτοδύναμων, γεμάτων τιμή και αξιοπρέπεια, με σεβασμό στην θρησκευτική και πολιτιστική παράδοση του τόπου. Αντ’ αυτών, ο τρόπος που δρομολογείται η Ελληνική Παιδεία σήμερα τροφοδοτεί «μία νέα «τάξη υπηρετών», ένα υπηρετικό κοινωνικό στρώμα υπάλληλο των «μετααστικών» στρωμάτων – Ελληνικών, ευρωπαϊκών και διεθνικών»[13]. Σήμερα παράγουμε όργανα χωρίς κρίση, μαθημένα στην ευκολία και όχι στην δυσκολία της έρευνας και της μάθησης, ανθρώπους χωρίς ιστορική γνώση και εθνική συνείδηση, με επιλεγμένο άνωθεν φτωχό πολιτιστικό υπόβαθρο, θρησκευτικά αποχρωματισμένους, γλωσσικά ενδεείς, πνευματικά άψυχους. Φυτεύουμε δένδρα δίχως ρίζες. Και δένδρα δίχως ρίζες ξεραίνονται και πέφτουν. Φτιάχνουμε εύχρηστα πιόνια στα χέρια των ισχυρών του συστήματος, έτοιμα να υπηρετήσουν, με ρομποτικό και ρυθμισμένο από πριν τρόπο, τα άνομα σχέδια του παγκόσμιου συστήματος διακυβέρνησης, που ισοπεδώνει αρχές, πιστεύματα, αξίες, παραδόσεις, ιστορία και οράματα ζωής. «Το περιεχόμενο σήμερα από την Παιδεία μας όραμα», σημειώνει ο Σαράντος Καργάκος, «είναι το πρότυπο του «αχυρανθρώπου». Ο «αχυράνθρωπος» είναι κούφιος στην ψυχή και στο πνεύμα, κενό αγγείο που μπορεί να ηχεί περισσότερο, «χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον», άνθρωπος ελαφρός και στη συνείδηση και την αλήθεια, σαν φελλός για να μπορεί να επιπλέει…»[14]

Ύστερα από όλα αυτά, εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς, τί μπορεί να γίνει για ν’ αναστραφεί η παρακμιακή αυτή εικόνα της Ελληνικής Παιδείας; Υπάρχει φως; Υπάρχει διέξοδος; Είναι, επιτέλους, κοντά ο Γολγοθάς για να ελπίζουμε στην ανάσταση;

Οφείλουμε, αγαπητοί μου, να διατηρούμε την αισιοδοξία μας, γιατί αν συμβιβαστούμε με το τέλμα και πάψουμε να ενεργούμε ως λαός, ως Εκκλησία και ως Πολιτεία, τότε σίγουρα ο δρόμος αυτός δεν θα έχει επιστροφή. Ίσως, αν καταφέρναμε να διαλευκάνουμε τα εγκλήματα που περιγράψαμε πιο πάνω, θα μπορούσαμε να βάλουμε τις βάσεις για ένα πιο ευοίωνο αύριο. Τί εννοούμε, δηλ.:

* Να εξοριστεί άμεσα και διά παντός ο επάρατος κομματισμός από όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης για να ανασάνει το εκπαιδευτικό μας σύστημα και να ξαναβρεί το δρόμο του.

* Να συμμαζευτεί το κλιμακούμενο εκπαιδευτικό χάος για να μπορέσουν πλέον οι μαθητές και οι φοιτητές να αφοσιωθούν στις σπουδές τους και οι εκπαιδευτικοί να αναπτύξουν τις πολλές και θαυμαστές ικανότητες και δεξιότητές τους, να συνεχίσουν το ερευνητικό και πνευματικό τους έργο. Για να επιτευχθεί αυτό το συμμάζεμα χρειάζεται οι ταγοί της Ελληνικής Παιδείας να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων, να αδιαφορήσουν για το πολιτικό κόστος και να επιβάλουν την τήρηση των νόμων και των κανόνων που διέπουν την σωστή λειτουργία των εκπαιδευτικών μας πραγμάτων.

* Να ξαναδοθεί στην Παιδεία μας η χαμένη της ιερότητα, να ξαναστηριχθεί, δηλ. στους ακλόνητους πυλώνες του Ελληνορθόδοξου πολιτισμού, ενός πολιτισμού με οικουμενικές διαστάσεις, χωρίς κλειστοφοβικά σύνδρομα και σοβινιστικούς αποκλεισμούς. Η αναγνώριση και η παραδοχή των θρησκευτικών, πολιτιστικών και ιστορικών μας καταβολών, απαλλαγμένων από υπερβολές και μυθοπλασίες, θα ξαναδώσει στην Παιδεία μας αληθινά ανθρωπιστικό περιεχόμενο και θα την απομακρύνει από τα τεχνοκρατικά απανθρωποιημένα αδιέξοδα που την χαρακτηρίζουν σήμερα. Πρέπει να γίνει κατανοητό απ’ όλους ότι η Ελληνοχριστιανική Παιδεία είναι μονόδρομος ελπίδας…

* Να αποκτήσει και πάλι ο εκπαιδευτικός, ο δάσκαλος και καθηγητής, την χαμένη τιμή και αξιοπρέπειά του. Να τού αποδοθεί η αρμόζουσα κορυφαία θέση στην εκπαιδευτική πραγματικότητα, για να μπορεί κι εκείνος να λειτουργήσει ως λειτουργός και όχι ως δημόσιος υπάλληλος περιορισμένης ευθύνης. Αλλά, για να συμβεί αυτό, πρέπει και ο ίδιος να θελήσει να ματώσει από αγάπη για το αγαθό της Παιδείας πάνω στη διδασκαλική έδρα, να βάλει σε πρώτη θέση τη θυσιαστική προσφορά και όχι μόνο την διεκδίκηση δικαιωμάτων, να αποδεχθεί την αξιολόγηση, την μετεκπαίδευση, την συχνή λογοδοσία, για να βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση και επαγρύπνηση.

* Να ξαναδοθεί στην Παιδεία μας, το χαμένο όραμα για την δημιουργία όντως ελεύθερων, περήφανων και χρήσιμων ανθρώπων. Προσώπων με άρτια πνευματική υπόσταση και όχι ατόμων, πνευματικώς άγευστων και θρησκευτικώς ασυνείδητων. Προσώπων με επίγνωση του ιστορικού τους υποβάθρου και όχι ατόμων αποκομμένων από τις ρίζες της ιστορικής και εθνικής τους αυτοσυνειδησίας. Προσώπων με ανεπτυγμένη κριτική σκέψη, στηριγμένη στη γνώση και στην εμπειρία και όχι ατόμων εύκολα διαχειρίσιμων και κατευθυνόμενων.

Για το πολύτιμο αυτό όραμα που μπορεί να ξαναδώσει φως στα σκοτεινά μονοπάτια της Παιδείας μας θα αφήσουμε να μάς μιλήσει και με αυτό θα τελειώσουμε, ένας άνθρωπος που αγάπησε πολύ τους νέους και αγαπήθηκε πολύ, που υπηρέτησε με πάθος την Ελληνική Παιδεία, την οποία κατείχε με ολοκληρωμένο και αυθεντικό τρόπο, ένας άνθρωπος, του οποίου τη μνήμη τιμήσαμε μόλις χθες, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης οκτώ ετών από τον θάνατό του. Ας ξανακούσουμε τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, ο οποίος παραμένει πάντα ζωντανός στις καρδιές μας και συνεχίζει να ομιλεί, να διδάσκει και να εμπνέει:

«Νομίζω πως χρειάζεται να γίνει μια πανστρατιά για τη σωτηρία των νέων μας. Από το σχολείο, όπως έχει εκφυλισθεί σήμερα, δεν θα πρέπει να περιμένουμε εντυπωσιακά πράγματα. Είναι ανάγκη να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο όσοι εξακολουθούν να λογικεύονται και να πονούν ειλικρινά. Και αυτοί δε μπορεί να είναι άλλοι από τους γονείς, τους μη αλλοτριωμένους εκπαιδευτικούς και τους κληρικούς. Αυτοί πρέπει, επί τέλους, να υψώσουμε τη φωνή μας και να βάλουμε φραγμό στο γκρέμισμα που συντελείται. Τα παιδιά μας δε μπορεί να είναι φέουδο κανενός, ούτε τα εμπιστευόμαστε στα χέρια της Παιδείας για να εκμαυλιστούν. Κανείς δε δικαιούται να ασχημονεί σε βάρος των παιδιών μας, δηλ,. των οικογενειών μας και της κοινωνίας μας. Τα κροκοδείλια δάκρυα πολλών για τις ασχημοσύνες της νεολαίας δεν έχουν αξία, εφόσον δεν συνδυάζονται με αγώνες για την ηθικοποίησή της. Να πάρουμε στα χέρια μας την μεγάλη υπόθεση αυτή και να αγωνισθούμε, με πίστη και αποφασιστικότητα. Τώρα δε χρειάζονται λόγια, όσο έργα. Γιατί δε μάς περιμένει ο καιρός. Τρέχει κατεπάνω μας το ποτάμι που παρασύρει και σωριάζει σε ερείπια. Γονείς, εκπαιδευτικοί, κληρικοί, δημοσιογράφοι, πνευματικοί άνθρωποι του τόπου, στρατευθείτε όλοι στην προσπάθεια να σωθούν τα παιδιά από το μίασμα μιας άθρησκης, α - ηθικής, ασύδοτης και ανελεύθερης Παιδείας»[15].



[1] PG 31, 396A-397B.
[2] Ε.Π.Ε., 6, σελ. 145.
[3] PG 49, 18.
[4] «Οι δέκα φαραωνικές πληγές της Ελληνικής Παιδείας», Ομιλία προς Εκπαιδευτικούς, 1994 & «Πειραϊκή Εκκλησία», Νοέμβριος 1991.
[5] «Πειραϊκή Εκκλησία».
[6] «Πειραϊκή Εκκλησία», Ιούνιος 1991.
[7] «Σύγχρονοι προβληματισμοί», σελ. 11.
[8] Ομιλία προς Εκπαιδευτικούς, 1994.
[9] «Πρώτο Θέμα», 17/1/2010.
[10] Ομιλία προς Εκπαιδευτικούς, 1994.
[11] Κοσμάς, Μητροπολίτης Αιτωλίας & Ακαρνανίας, «Ο Παιδαγωγός κατά τους Τρεις Ιεράρχες». «Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός», τεύχος 3, Σεπτέμβριος 2007.
[12] PG 30, 497.
[13] Γεώργιος Δερτιλής, Καθηγητής Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών, «Αίσια και απ-αίσια». «Το Βήμα», 13/11/1994.
[14] «Παιδεία ο μεγάλος ασθενής». «Πειραϊκή Εκκλησία», Νοέμβριος 1991.
[15] «Μελαγχολικές σκέψεις για την Παιδεία». «Πληροφόρηση», Ιανουάριος 1984.

"Ἀρχὴ καὶ τέλος σὲ ὅλα τὰ πράγματα νὰ βάζεις τὸν Θεό."

Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ

apolytikion

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Τηλέφωνον: 2441021510
Fax: 2441021510
E-mail: info@inagk.gr

Ἀβέρωφ & Ν. Πλαστῆρα 39
(Νέα Ἀγορὰ)
T.K. 431 32

x
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ

Τὰ κείμενα ποὺ φιλοξενοῦνται στὴν ἱστοσελίδα μας, ὡς πρὸς τὸ ἰδιαίτερο περιεχόμενο καὶ τὰ μορφολογικὰ χαρακτηριστικά τους ἀπηχοῦν ἰδέες, σκέψεις, θέσεις καὶ ἀντιλήψεις τῶν συντακτῶν καὶ συγγραφέων τους. Ἀρχή μας ἀποτελεῖ ἡ ἀπόδοσις τοῦ ὀφειλομένου σεβασμοῦ πρὸς τὴν ἐλευθερία διατυπώσεως προσωπικῆς γνώμης, ἐπιλογῆς ὕφους, γλωσσικοῦ ἰδιώματος ἢ συστήματος γραφῆς, ἤτοι τοῦ μονοτονικοῦ λεγομένου ἢ τοῦ πολυτονικοῦ — ἐμεῖς «φανατικὰ» καὶ ἀμετανόητα ἀκολουθοῦμε τὸ δεύτερο, αὐτὸ προκρίνουμε, αὐτὸ προτείνουμε, αὐτὸ προτιμοῦμε· καὶ θὰ θέλαμε, εἶναι ἀλήθεια, ὅλα τὰ κείμενα νὰ δημοσιεύαμε στὸ πολυτονικό, ὥστε, ὅπως καὶ κάποιοι λένε, νὰ μὴ προκαλεῖται «ὀπτικὴ μόλυνση στὸν ἱστοχῶρο μας» ἀπὸ τὴν ἀκρωτηριασμένη γραφή. Κάτι τέτοιο ὅμως ἀπαιτεῖ χρόνο καὶ γνώσεις, ποὺ ὅλοι δὲν ἔχουν. Μακάρι νὰ βρεθοῦν πρόσωπα ἱκανὰ καὶ πρόθυμα νὰ βοηθήσουν στὴν προσπάθεια αὐτή.

√ Ἐξυπακούεται ὅτι δὲν μποροῦν νὰ γίνουν δεκτὰ κείμενα τὰ ὁποῖα δὲν συνάδουν πρὸς τὸ διῆκον πνεῦμα τῆς ἱστοσελίδος.

ΕΚ ΤΟΥ Ι. ΝΑΟΥ