ΑΝΑΖΗΤΗΣΙΣ

Τοῦ Δ. Σαββόπουλου

Τὰ ἑλληνικὰ εἶναι τραγούδι, ὄχι ἁπλῶς καὶ μόνον ἐπειδὴ ἡ ἐκφορά τους διαθέτει πλούσιο κυματισμό· κι ἄλλες γλῶσσες ἠχοῦν ὄμορφα. Τὰ ἰταλικὰ π.χ. δὲν ὑστεροῦν ἀπ᾿ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως. Κάθε γλῶσσα ἔχει τὸν ἦχο της. ῞Ομως μόνον ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι τραγούδι, ἐπειδὴ μόνον ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔχει συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ της ὡς τραγουδιοῦ. Τὸ ἀποτύπωμα αὐτῆς τῆς συνείδησης εἶναι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα τῶν Ἀλεξανδρινῶν.

Συχνὰ ἀκοῦμε: Μὰ τὰ ἑλληνικὰ στὴν ἀρχὴ δὲν εἶχαν τόνους. Πράγματι, τί νὰ τοὺς ἔκαναν; Μιὰ φωνὴ ποὺ μπορεῖ νὰ τραγουδᾶ χωρὶς συνείδηση εἶναι χαρὰ Θεοῦ. Κάποτε ὅμως τὰ ἑλληνικὰ ἁπλώθηκαν· «ὣς μέσα στὴν Βακτριανὴν τὰ πήαμεν, ὣς τοὺς Ἰνδούς...» οἱ ὁποῖοι πῆραν μὲν τὰ ἑλληνικά, ἀλλὰ ἄμουσα. Κι ἔτσι ἔδωσαν τὴν λαμπρὴ εὐκαιρία στοὺς ῞Ελληνες νὰ συνειδητοποιήσουν ὅτι ἡ βάση τῶν ἑλληνικῶν εἶναι βάση καθαρὰ μουσικοποιητικὴ καὶ χωρὶς αὐτὴν τὰ ἑλληνικὰ ἦταν ἁπλῶς μιὰ γλῶσσα τόσο φριχτὰ διαφορετικὴ ὥστε ν᾿ ἀναγκαστοῦν οἱ Ἀλεξανδρινοὶ νὰ χαράξουν μέσα της, γιὰ πρώτη φορά, πνεύματα καὶ τόνους, ποὺ σὰν μουσικὰ σημάδια ἀπεικονίζουν τὴν ἀρχετυπικὴ φωνὴ ἀπ᾿ ὅπου ἀναβλύζουν τὰ ἑλληνικὰ ἐπὶ αἰῶνες. Οἱ ᾽Αλεξανδρινοὶ χρειάστηκαν γι᾿ αὐτὴν τὴν ἐργασία τρεῖς αἰῶνες. Πῶς νὰ φαντασθοῦν, ὅτι ἀπόγονός τους, ὀνόματι Βερυβάκης, θὰ ἔκρινε τὴν ἐργασία τους περιττὴ καὶ θὰ τὴν ἀπέρριπτε ἐν μιᾷ νυκτί!

Ὁ λόγος τῆς εἰσήγησής μου, θά ᾽θελα νά ᾽ναι λόγος ὑπὲρ τῆς ἐπιστροφῆς τῶν τόνων. Στέκω ἀντίθετος πρὸς τὸ μονοτονικό. Μεταβάλλει τὴν γλῶσσα σὲ δάσος καμμένο κι ὄχι μόνο ἀπὸ ὀπτικῆς πλευρᾶς. Διαφοροποιεῖ βαθύτερα τὴν ἀντίληψή μας γιὰ τὴν γλῶσσα, τὴν ὁποία ὑποβιβάζει σὲ κώδικα τῆς τροχαίας, ἀγνοώντας ὅτι δὲν μιλᾶμε γιὰ νὰ πληροφορήσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, διότι ἂν ἦταν ἔτσι θὰ μᾶς ἀρκοῦσαν οἱ εὔγλωττες χειρονομίες τοῦ συμπαθοῦς κυρίου ποὺ στέκει πίσω ἀπ᾿ τὴν ἐκφωνήτρια τῆς ΕΡΤ στὸ δελτίο εἰδήσεων, ἀπευθυνόμενος σὲ κωφαλάλους. Μιλώντας πραγματοποιοῦμε ἕνα θέατρο τοῦ λόγου, ποὺ ἡ ἀλήθεια του πηγάζει ἀπ᾿ τὸ βάθος τῆς φωνῆς μας. POLYTONIKONΟἱ τόνοι τῶν Ἀλεξανδρινῶν αὐτὴ τὴν ἀλήθεια προσπάθησαν νὰ μνημειώσουν, ἐνῶ τὸ μονοτονικό, εἴτε ἀπὸ ἄγνοια, εἴτε σκόπιμα, σβήνει τὴν συνείδηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος. Τὸ ἑπόμενο βῆμα λοιπὸν θά ᾽ναι ἡ κατάργηση τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας, ἡ ἐπιβολὴ ἑνὸς μοναδικοῦ ο κι ἑνὸς μοναδικοῦ ι. Τότε θά ᾽ρθει καὶ τὸ λατινικὸ ἀλφάβητο. Ἡ λογικὴ τοῦ μονοτονικοῦ θὰ ἐπιταχύνει τὸν ἐκφυλισμὸ τῆς γλώσσας ἀπὸ ἄποψη φωνολογίας, πρὸς τὴν κατεύθυνση μιᾶς νέας ὁμιλίας ποὺ ἀκούγεται ἤδη ἀπ᾿ τὶς μεταγλωττισμένες τηλεοπτικὲς σειρές. Ἐκεῖ, ἕλληνες ἠθοποιοί, «ντουμπλάρουν» ὅπως λέμε, σὲ ἑλληνικὴ μετάφραση, τοὺς διαλόγους τῶν ἡρώων τῆς ξενόγλωσσης ταινίας, προσπαθώντας νὰ ἐκφέρουν τὶς λέξεις σύμφωνα μὲ τὸν ρυθμὸ στὸν ὁποῖο τοὺς ἀναγκάζει τὸ ἀνοιγόκλειμα τῶν χειλέων τοῦ εἰκονιζομένου. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον ἄνευ βιασμοῦ, κι ἐπειδὴ τὸ αὐτὶ τοῦ ἠθοποιοῦ-μεταγλωττιστῆ βομβαρδίζεται ἀπὸ τὸν ἦχο τῆς ξένης φωνῆς ποὺ ἐπαναλαμβάνεται ἄπειρες φορὲς στὸ μαγνητόφωνο, ὥσπου νὰ πετύχει ὁ συγχρονισμός, γι᾿ αὐτὸ ἀκοῦμε ἐν τέλει παράδοξα ἑλληνικά· τὰ ἑξῆς:

ἨτανμιαθαυμάσιαεμπειρίαδενσυμφωνείςΚρίστοφερώώΚρίστοφερ!

Ἀληθινάθασυμφωνήσωμαζίσου, Λώωωωρα!

᾽Εξ ἄλλου, τόνικότητες πέριεργες διαθέτει καὶ ὁ πρωθυπουργός μας, ὁ ὁποῖος εἶναι «πόλυ σύγκινημενος που ἡ πάγκοσμια κοίνη γνώμη κάταδικασε τὸ ψεύδοκρατος τοῦ Ντόκτας». Ἀναπάντεχα ἑλληνικὰ ἀκούγονται ἐπίσης καὶ ἀπὸ ἀξιόμαχους ἡγέτες τῆς ἀντιπολίτευσης ποὺ βλέπουν μιὰ προεκλογική τους συγκέντρωση νὰ φτάνει μέχρι «τὴν ὁδὸ Πανεπιστήμιου», ὁπότε καὶ τὴν χαρακτηρίζουν «μεγαλειώδικη».

Πρέπει νὰ σᾶς πῶ ὅτι δὲν ἤμουν πάντοτε ὑπὲρ τῶν τόνων. anagnostikoΤοὺς θεωροῦσα διακοσμητικὰ στολίδια, κατάλοιπα ἄλλων ἐποχῶν, ποὺ δὲν χρειάζονται πιά. Καὶ καθὼς δὲν ἤμουν ποτὲ καλὸς στὴν ὀρθογραφία, τὸ μονοτονικὸ μὲ διευκόλυνε. Βέβαια ἡ γλῶσσα χωρὶς τόνους φάνταζε στὰ μάτια μου σὰν σεληνιακὸ τοπίο, ἀλλὰ νόμιζα ὅτι αὐτὸ ἦταν μιὰ προσωπική μου ἐντύπωση, θέμα συνήθειας. ῞Ωσπου συνέβη τὸ ἑξῆς: Εἶχα βρεθεῖ γιὰ ἕνα διάστημα νὰ ἀκούω συστηματικά, καινούργια, ἀνέκδοτα τραγούδια, ἐπωνύμων καὶ ἀνωνύμων, γιὰ λογαριασμὸ τῆς δισκογραφικῆς ἑταιρίας Λύρα, προκειμένου αὐτὴ νὰ τὰ ἠχογραφήσει ἢ νὰ τὰ ἐπιστρέψει στοὺς συνθέτες. Εἶναι δύσκολο ν᾿ ἀπορρίπτεις κι ἀκόμα δυσκολότερο νὰ ἐξηγεῖς τὸ γιατί. Ὅταν βέβαια τὸ τραγούδι εἶναι τετριμμένο ἢ ἄτεχνο, ἡ ἐξήγηση εἶναι εὔκολη. Μοῦ συνέβη ὅμως νὰ δῶ τραγούδια ὅπου οἱ στίχοι δὲν ἦταν ἄσχημοι καὶ ἡ μουσικὴ δὲν ἦταν τυχαία, ἐπὶ πλέον ταίριαζε θεματικὰ καὶ μὲ τοὺς στίχους. Κι ὅμως τὸ τραγούδι συνολικὰ δὲν «κύλαγε» ὅπως λέμε· ὁπότε τὸ ἐπιστρέφαμε στὸν ἐνδιαφερόμενο μὲ διάφορες ἀσάφειες καὶ ὑπεκφυγές. Τὸ πράγμα μὲ ἀπησχόλησε. Ἔφερνα στὸ μυαλό μου μεγάλες ὡραῖες ἐπιτυχίες, παλιὰ τραγούδια —πράγμα ποὺ κάνω ἄλλωστε συχνά, μήπως καὶ βρῶ τὸ μυστικὸ τῆς ἐπιτυχίας— καὶ τὰ συνέκρινα μ᾿ αὐτὰ ποὺ ἀπέρριπτα, ὥσπου μετὰ ἀπὸ μῆνες διεπίστωσα κάτι πολὺ ἁπλό: ῞Οταν μιὰ μουσικὴ μετατρέπει συστηματικὰ τὶς μακρὲς συλλαβὲς σὲ βραχεῖες, ἢ ὅταν ἀνεβάζει τὴν φωνὴ ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἁπλῶς μιὰ περισπωμένη, ἐνῶ τὴν κατεβάζει συστηματικὰ ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ψιλὴ ὀξεῖα, ὅταν δηλαδὴ ἡ μουσικὴ κινεῖται ἀντίθετα —προσέξτε, ἀντίθετα ὄχι στὸν ρυθμὸ τοῦ ποιήματος, ἀλλὰ ἀντιθετα στὶς ἀναλογίες τονισμοῦ κι ἀντιθετα στὴν ὀρθογραφία του— τότε ὅσο ἔξυπνη καὶ νά ᾽ναι, κάνει τὸ τραγούδι δυσκίνητο καὶ ἀσθματικό. Στὰ πετυχημένα τραγούδια δὲν συμβαίνει αὐτό. Βέβαια, ὅταν γῥάφει κανεὶς πάνω σ᾿ ἕναν ρυθμὸ ἢ σ᾿ ἕνα μουσικὸ δρόμο, πρέπει νὰ ἀκολουθήσει τὰ καλούπια τους, ὁπότε θὰ ὑπάρχουν σημεῖα ὅπου αὐτὴ ἡ πεῖρα ποὺ περιέγραψα δὲν τηρεῖται. enoiwsenΑὐτὸ ὅμως θὰ συμβεῖ μόνο ὅταν δὲν γίνεται αλλοιῶς. Καὶ πάντα ἡ βιασμένη λέξη θὰ τοποθετεῖται ἔτσι ὥστε νὰ προηγοῦνται καὶ νὰ ἕπονται ἐπιτυχεῖς στιγμές, ὥστε νὰ μειώνεται ἡ ἐντύπωση τῆς ἀτασθαλίας, ἡ ὁποία ἔτσι συνδυασμένη ὠφελεῖ, διότι τὸ τραγούδι ἀλλοιῶς θά ᾽ταν μηχανικό. Κάτι τέτοιο δὲν τό ᾿χα προσέξει. Καὶ ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ αἰσθάνθηκα ὅτι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα ἴσως νὰ μὴν ἦταν διακοσμήσεις, ἴσως νὰ εἶχαν λόγο.

Μ᾿ αὐτὲς τὶς σκέψεις, πῆγα στὸ στούντιο ἠχογραφήσεων καί, σ᾿ ἕνα κενὸ ἐργασίας, εἶπα στὸ μαγνητόφωνο μιὰ φράση ποὺ τὴν διάλεξα ἐντελῶς τυχαῖα, μὲ μοναδικὸ κριτήριο, λέξεις μὲ ὅσο γίνεται μεγαλύτερη ποικιλία πνευμάτων καὶ τόνων. Νά ἡ φράση. ᾽Ακοῦστε την:

(Μαγνητόφωνο) «ἀπ᾿ τ᾿ ἄνθη τοῦ Μαγιοῦ ἐλαφρὲς πνέουν οἱ αὖρες».

῎Εκοψα τότε μὲ τὸ ψαλίδι τὴν μαγνητοταινία, γιὰ νὰ προσθέσω «ταινία σιωπῆς» ἀνάμεσα στὶς λέξεις καὶ νὰ τὶς ἀπομακρύνω μεταξύ τους. ᾽Ακοῦστε τις πάλι:

(Μαγνητ.) ἀπ᾿... τ᾿ ἄνθη... τοῦ Μαγιοῦ... ἐλαφρὲς... πνέουν... οἱ αὗρες.

Συνέδεσα κατὸπιν τὸ μαγνητόφωνο μ᾿ ἕναν μικρὸ παλμογράφο. Στὴν ὀθόνη του, τὸ ἠχητικὸ γεγονὸς μετατρέπεται σὲ ὀπτικό, καὶ μπορεῖ κανεὶς ἔτσι νὰ μετρήσει καλύτερα τὸ ὕψος τῆς ἔντασης, ἀλλὰ καὶ τὸ ὕψος τῆς συχνότητος ἑνὸς ἤχου. Κι ὅπως οἱ λέξεις τῆς φράσης μου διαδέχονταν ἀργὰ ἡ μία τὴν ἄλλη, εἶχα τὴν εὐχέρεια νὰ βλέπω στὴν μικρούλα ὀθόνη τοῦ παλμογράφου τὰ διαγράμματα τῶν λέξεων, χωρὶς νὰ μπερδεύονται μεταξύ τους· γι᾿ αὐτὸ ἐξ ἄλλου καὶ τὶς εἶχα χωρίσει. Δυστυχῶς, σ᾿ ὅλη τὴν Ἀθήνα ὑπάρχει μόνον μία ἠλεκτρονικὴ ὀθόνη μεγάλων διαστάσεων, γιὰ νὰ βλέπαμε ὅλοι ἐδῶ μέσα τί ἀκριβῶς δείχνει ὁ παλμογράφος. Νὰ κάναμε τὸ πείραμα ἀπ᾽ τὴν ἀρχή. Ἀλλὰ δὲν μπορέσαμε νὰ ἔχουμε μιὰ τέτοια ὀθόνη. Σᾶς ἔφερα ὅμως μιὰ γραφίστικη ἀναπαράσταση τῶν διαγραμμάτων ποὺ παρουσίασε ὁ παλμογράφος στὸ στούντιο. Νά τὸ διάγραμμα τῆς προθέσεως ἀπ᾿:

1

 

 

 

 

 

Καὶ νά τὸ διάγραμμα τῆς λέξης ἄνθη:

 

 

 

 

 

 

 


῞Οπως βλέπετε ἡ ἔνταση τῆς λέξεως ἔφτασε τὰ 24 db. Τὸ δὲ ὕψος συχνότητας ξεπέρασε τοὺς 8K (χιλιοκύκλους). ῎Εχουμε δηλαδὴ μιὰ νότα —ἄς ποῦμε— ψηλὴ καὶ δυνατή.

 

 

 

 

 

 

Τοῦ Μαγιοῦ. Νότα πολὺ πιὸ σιγανή· 12 db. Καὶ βαρύτερη· 4Κ. Τὸ διάγραμμα ὅμως ἁπλωτό.

 

 

 

 

 

 


᾽Ελαφρές.
᾽Ελάχιστα πιὸ χαμηλὴ νότα ἀπ᾿ τὴν προηγούμενη· 12 db ἐπίσης καὶ στοὺς 4Κ, μὲ λιγότερους ἁρμονικοὺς ὅμως καὶ γι᾿ αὐτὸ βαρύτερη.

 

 

 

 

 

 

Πνέουν. Τὸ διάγραμμα τώρα ἀνεβαίνει. ῾Η ἔνταση τῆς νότας εἶναι 16 db καὶ ἡ ὀξύτης της στοὺς 8K ὅπως καὶ τ᾽ ἄνθη, μὲ σαφῶς λιγότερους ἁρμονικοὺς ὅμως, ὁπότε καὶ ἀρκετὰ χαμηλότερη ἀπὸ τὸ ἄνθη. Χαμηλότερη ἐπίσης ἀπ᾿ τὴν λέξη τ᾿ ἄνθη ἀλλὰ ὁπωσδήποτε ψηλότερη ἀπ᾿ τὸ πνέουν, φαίνεται ἡ λέξη αὖρες.

 

 

 

 

 

 

 
῎Ενταση 22 db καὶ τὸ ὕψος μόλις φθάνει στοὺς 8Κ.

῎Εκοψα ξανὰ τὶς λέξεις τῆς μαγνητοταινίας τότε, καὶ τὶς ξανακόλλησα μ᾿ ἄλλη σειρά. Πρῶτα ἔβαλα τὴν λέξη ποὺ παρουσίασε τὸ χαμηλότερο διάγραμμα: τὸ «ἀπ᾽». Μετά, τὴν λίγο δυνατότερη· τὴν λέξη «ἐλαφρές». Τρίτη ἔβαλα, βάσει τοῦ διαγράμματός της, τὴν λέξη «τοῦ Μαγιοῦ». Τέταρτη τὴν ἀμέσως εὐρυτέρου διαγράμματος λέξη «πνέουν». Πέμπτο, τὸ διάγραμμα «αὖρες» καὶ τέλος τὰ «ἄνθη». ῎Εφτιαξα δηλαδὴ μιὰ σειρὰ στὴν ταινία, ἀρχίζοντας ἀπ᾿ τὴν λέξη μὲ τὸ χαμηλότερο διάγραμμα καὶ προχωρώντας πάντα στὸ ἀμέσως ὑψηλότερο. Ὁπότε εἶδα μὲ τὰ μάτια μου τὴν ἑξῆς παρέλαση: βαρεῖα, περισπωμένη, ὀξεῖα, ψιλὴ περισπωμένη, ψιλὴ ὀξεῖα. ῞Οταν τ᾿ ἀκούει κανεὶς μαζεμένα, ἔχει τὴν ἐντύπωση μιᾶς φωνῆς ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ χαμηλὰ καὶ μὲ συνεχῆ ἀνεβοκατεβάσματα μᾶς ὁδηγεῖ σ᾿ ἕνα κρεσέντο. Ἀκοῦστε το. Θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς δείχνω ταυτόχρονα καὶ τὰ διαγράμματα: ἀπ᾽ / τοῦ Μαγιοῦ / ἐλαφρὲς / πνέουν / οἱ αὖρες / τ᾿ ἄνθη.

Ἐπανέλαβα τὴν ἴδια δουλειὰ καὶ μὲ ἄλλες πολλὲς φράσεις. Πάντα οἱ λέξεις μὲ ψιλὴ ὀξεῖα ἢ δασεῖα ὀξεῖα ἦταν πιὸ ψηλὲς καὶ πιὸ δυνατὲς ἀπ᾿ τὶς ἄλλες. Πάντα ἡ ὀξεῖα ἔδινε ἦχο ψηλότερο τῆς περισπωμένης καὶ τῆς βαρείας καὶ πάντα ἡ περισπωμένη ἀκουγόταν ἰσχυρότερη τῆς βαρείας. Παρατήρησα λοιπὸν ὅτι μιὰ φράση ποὺ θὰ ἀποτελεῖτο ἀπὸ λέξεις καὶ μὲ τοὺς ἐννέα συνδυασμοὺς τόνων καὶ πνευμάτων, θ᾿ ἀνάγκαζε τὴν φωνὴ τοῦ ὁμιλητῆ νὰ ἀποδώσει ἕξι διαφορετικὰ τονικὰ ὕψη. Τὰ ἑξῆς: Χαμηλότερα οἱ ἄτονες λέξεις. Ἀμέσως ψηλότερα, ἡ λέξη μὲ τὴν βαρεῖα. Ἀκόμη ψηλότερα ἡ λέξη μὲ τὴν περισπωμένη, πιὸ πάνω ἡ λέξη μὲ τὴν ὀξεῖα. Ἀκόμα πιὸ ψηλὰ ἡ ψιλὴ περισπωμένη καὶ ἡ δασεῖα περισπωμένη καὶ ψηλότερα ἀπ᾿ ὅλες ἡ ψιλὴ ὀξεῖα καὶ ἡ δασεῖα ὀξεῖα.PERISPVMENH ῞Εξι διαφορετικὰ ὕψη, δηλαδὴ ἕξι διαφορετικὲς μικρονότες, ποὺ χωρίζονται ἀπὸ πέντε διαστήματα. Πῶς μπορῶ τώρα ν᾿ ἀντισταθῶ στὸν πειρασμὸ καὶ νὰ μὴ θυμηθῶ ὅτι στὴν καθ᾿ ἡμᾶς μουσική, ὁ λεγόμενος σκληρὸς τόνος, π.χ. τὸ νὴ-πὰ ἐκτάσεως 12 κομμάτων ἀπ᾿ τὴν ἐποχὴ τοῦ Πυθαγόρα, χωρίζεται ἐπίσης σὲ πέντε μικροδιαστήματα καὶ παράγει ἕξι φωνές: τὴν φωνὴ νή, τὴν φωνὴ νὴ μικρὴ δίεση, τὴν φωνὴ δίεση 4 κομμάτων, τὴν φωνὴ δίεση ἡμιτόνου, τὴν φωνὴ δίεση ὀκτὼ κομμάτων, καὶ τὴν φωνὴ πά. Νὰ ἔχει σχέση ἄραγε ἡ φωνὴ τῆς μικρᾶς διέσεως π.χ. μὲ τὴν βαρεῖα μας; ῍Η ἡ δίεση ἡμιτόνου μὲ τὴν ὀξεῖα; Δὲν εἶμαι προετοιμασμένος νὰ πῶ κάτι τέτοιο καὶ γι᾿ αὐτὸ τ᾽ ἀφήνω τώρα στὴ φαντασία, ὥσπου νὰ τὸ ἀναλάβει ἡ μελλοντικὴ συστηματικὴ ἐργασία. ᾽Ανεξάρτητα ἀπ᾿ αὐτὸ ὅμως, εἶναι παραδεκτὸ ὅτι τὸ πολυτονικὸ υἱοθετήθηκε πλήρως ἀπ᾿ τὸ Βυζάντιο, καὶ πάνω στὸ πολυτονικὸ χτίστηκε ὅλη ἡ ὑμνογραφία καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσική. Ἀπὸ κεῖ πῆρε τὴν ὀρθὴ ἀναλογία ἀνάμεσα στὰ τονικὰ ὕψη ἢ τὰ χρονικὰ μήκη μεταξὺ τῶν συλλαβῶν καὶ τὸ δημοτικὸ τραγούδι, κι ἔτσι φτάνει ὣς ἐμᾶς αὐτὴ ἡ ἴδια ζωντανὴ φωνὴ τῆς γλώσσας, ἴδια, ὅσο μπορεῖ νὰ εἶναι ἴδια μιὰ φωνὴ μετὰ ἀπὸ χιλιάδες ἔτη. ῍Ας ξαναγυρίσω ὅμως στὶς φράσεις ποὺ δοκίμασα στὸ στούντιο.

Σᾶς τὶς διαβάζω ἁπλῶς, χωρὶς σχεδιαγράμματα.

Πάντ᾿ ἀνοιχτὰ πάντ᾿ ἀγρυπνα τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου. Ὁ ἦχος τῆς ψιλῆς ὀξείας εἶναι ὑψηλότερος ἀπ᾿ τοὺς ἤχους τῆς ὀξείας. Κι ἂν ἀλλάξουμε τὴν σειρὰ τῶν λέξεων, ἔχουμε πάλι τὴν ἴδια σχέση: Τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου, ἄγρυπνα πάντα, ἀνοιχτὰ πάντα. Τὸ ἴδιο κι ἂν ἔχουμε ψιλὴ ὀξεῖα στὴν πρώτη λέξη: ῎Αστραψε φῶς καὶ γνώρισε ὁ νιὸς τὸν ἑαυτό του. ῍Η ψιλὴ ὀξεῖα στὴν τετάρτη καὶ στὴν δεκάτη τετάρτη συλλαβή: Τὸ χάσμα ποὺ ἄνοιξε ὁ σεισμός, εὐθὺς ἐγιόμισ᾽ ἄνθη. Ψηλὴ νότα ἐπίσης παράγει καὶ ἡ δασεῖα ὀξεῖα: π.χ. Κι ὅμως, ὅλα κανεὶς νὰ τὰ τολμάει πρέπει. Κι ἀνάποδα: Κανεὶς νὰ τὰ τολμάει πρέπει ὅλα. Κι ὅμως. ᾽Ακόμα χαμηλότερα ἀκούγεται ἡ περισπωμένη, ὅταν προηγεῖται ἢ ἕπεται ψιλὴ ὀξεῖα: ῎Εξοχα δῶρα. / Στὴν ἄκρη τῆς γῆς. / Ἐκεῖνον τὸν ἄντρα ποὺ κάθεται ἀντίκρυ. ῾Η δασεῖα περισπωμένη εἷναι ἐπίσης ψηλότερη φωνὴ ἀπ᾿ τῆς ὀξείας, τῆς βαρείας, ἢ τῆς περισπωμένης. Παράδειγμα μὲ ὀξεῖα: Τὸ δικό μας αἷμα. Παράδειγμα μὲ βαρεῖα. Ποιητὲς τῆς ἥττας. POLYTONIKON2Παράδειγμα μὲ περισπωμένη, βαρεῖα καὶ δασεῖα περισπωμένη, ὁπότε ἀκούγονται τρεῖς φωνές: Τοῦτο ἐστὶ τὸ αἷμα.

Μέσα στὸ στούντιο εἶχα καὶ δύο ἐκπλήξεις. Νά ἡ πρώτη: Προσπαθώντας ν᾿ ἀκούσω τὴν διαφορὰ ὀξείας καὶ περισπωμένης, διάβασα τὴν φράση: Λυγᾶ πάντα ἡ γυναίκα. Τὸ «πάντα» ἀκούγεται ψηλότερα ἀπ᾿ τὸ «λυγᾶ» ποὺ παίρνει περισπωμένη. «Λυγᾶ πάντα ἡ γυναίκα»· ἀκούγεται ὅμως περιέργως ψηλότερα κι ἀπ᾿ τὸ «γυναίκα», ποὺ ὅμως παίρνει ὀξεῖα. Γιατί ἄραγε; Τηλεφώνησα σ᾿ ἕνα φίλο, κι ἔμαθα ὅτι ἡ γυναίκα ὀφείλει νὰ παίρνει περισπωμένη, διότι εἶναι τῆς τρίτης κλίσεως, ἡ ὁποία ὅμως καταργήθηκε, γι᾿ αὐτὸ πῆρε ὀξεῖα ἡ γυναίκα. Νά λοιπόν, ποὺ ἀπὸ ἄλλο σημεῖο ὁρμώμενος, ἀναγκάσθηκα νὰ συμφωνήσω ὅτι κακῶς καταργήθηκε ἡ τρίτη κλίση ἀφοῦ στὴν φωνή μας ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει. «Λυγᾶ πάντα ἡ γυναῖκα» λοιπὸν καὶ παίρνει καὶ περισπωμένη. ῾Η δεύτερη ἔκπληξη: ῎Εδωσα σ᾿ ἕναν ἀνύποπτο νέο, ποὺ παρευρισκόταν στὸ στούντιο, νὰ διαβάσει λίγες φράσεις. Ἐκεῖ μέσα εἶχα βάλει σκοπίμως τὴν ἴδια λέξη ὡς ἐπίθετο καὶ ὡς ἐπίρρημα, διότι εἶχα πάντα τὴν περιέργεια νὰ διαπιστώσω ἂν προφέρουμε διαφορετικὰ τὸ ὠμέγα ἀπὸ τὸ ὄμικρον. Ἀκοῦστε τὶς φράσεις:

(Μαγνητ.) Εἶν᾿ ἀκριβὸς αὐτὸς ὁ ἀναπτήρας. ῍Ας μὴν εἶν᾿ ὡραῖος, ἔχει τὴν ἀξία του. Ναί, ἀκριβῶς αὐτὸ ἤθελα νὰ πῶ.

᾽Ακουστικῶς δὲν παρατήρησα διαφορά. ῎Εκοψα τὶς δύο λέξεις καὶ τὶς κόλλησα τὴν μία κατόπιν τῆς ἄλλης. Ἀκοῦστε το!

(Μαγνητ.) ἀκριβὸς... ἀκριβῶς.

Ἐλάχιστη διαφορὰ στὸ αὐτί· ὁ ἠχολήπτης μόνον ἐπέμενε ὅτι τὸ δεύτερο εἶναι κάπως πιὸ φαρδύ. Ἂς τὸ ξανακούσουμε:

(Μαγνητ.) ἀκριβὸς... ἀκριβῶς.

Ἀσήμαντη διαφορά. Συνδέσαμε τότε τὸν παλμογράφο. Νά τὸ διάγραμα τοῦ ἐπιθέτου ἀκριβός, ὅπως προέκυψε, καὶ νά τὸ πολὺ πλουσιότερο τοῦ ἐπιρρήματος.

 

 

 

 

 

 

 

Δὲν εἶναι καταπληκτικό; ῞Οταν τὸ εἶδα, τὰ μηχανήματα τοῦ στούντιο μοῦ φάνηκαν σὰν ὄργανα τοῦ παραμυθιοῦ. Ὁ παλμογράφος μοῦ φάνηκε σὰν μιὰ σκαπάνη πού, κάτω ἀπ᾿ τὸ ἔδαφος τῆς καθημερινῆς ὁμιλίας, ἀνακαλύπτει αὐτὸ ποὺ δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ ὑπάρχει, ἔστω μέσα σὲ χειμερία νάρκη, αὐτὸ ποὺ συνειδητοποίησαν καὶ προσπάθησαν νὰ νημειώσουν οἱ Ἀλεξανδρινοὶ 2.000 χρόνια πρίν. Τίποτε δὲν χάθηκε. ῞Ολα ὑπάρχουν. ᾽Αρκεῖ νὰ προσέξουμε αὐτὸ τὸ τραγούδι τῆς καθημερινῆς ὁμιλίας ποὺ πηγαινοέρχεται συνεχῶς ἀνάμεσά μας. Ἀκοῦστε πῶς ἠχοῦν οἱ τονισμοί. ᾽Ακοῦστε τὰ μακρά. Ἀκοῦστε τὴν λαϊκὴ τραγουδίστρια πῶς ἀποδίδει τὸ ὠμέγα ἢ τὴν ψιλὴ ὀξεῖα:

(Μαγνητ.) Σωτηρία Μπέλλου: Νύχτωσε χωρὶς φεγγάρι.

Ἀκοῦστε τὸ ἴδιο, αὐτὴ τὴ φορὰ σ᾿ ἕνα ἐλαφρὸ τραγούδι.

(Μαγνητ.) Μ. Ζορμπαλᾶ - Δ. Γαλάνη: Συγγνώμη σοῦ ζητῶ, συγχώρεσέ με.

Κι ἄλλα μακρότατα ὠμέγα ἀπὸ τραγούδι δημοτικό. Ἀκοῦστε:

(Μαγνητ.) Συλλογὴ Σίμωνος Καρρᾶ: Κάτω στὸ γιαλό. Πηλίου.

Τέλος, ἀκοῦστε τὴν θεία φωνὴ τοῦ Ἀνδρέα Ἐμπειρίκου, τὴν παράξενη ἀπαγγελία ποὺ κυνηγᾶ τὴν λάμψη τῆς ὀξείας, τὸν πλοῦτο τῆς διφθόγγου, τοὺς τόνους καὶ τὴν ὀρθογραφία, σὰν μουσικὰ σύμβολα μιᾶς φωνῆς ποὺ προϋπάρχει ἀδιάκοπα καὶ ὁδηγεῖ τὸ ποίημα.

(Μαγνητ.) Ὁ Ἐμπειρῖκος διαβάζει Ἐμπειρῖκο: Εἰς τὴν ὁδὸν τῶν Φιλελλήνων.

Ἐδῶ τελειώνουν τὰ σουβενίρ μου ἀπὸ τὸ στούντιο. ῞Οσοι δὲν μὲ πίστεψαν, εἶναι πάρα πολὺ λογικοί. Μόνο ποὺ ἔτσι χάνουν τὴν εὐκαιρία νὰ βελτιώσουν τὸ τραγούδι τους. Κι ὅσοι πάλι χάρηκαν μὲ τὰ σχεδιαγράμματά μου, θὰ πρέπει νὰ μειώσουν τὸν ἐνθουσιασμό τους: τίποτα ἀπ᾿ ὅσα εἷπα δὲν ἀποτελεῖ ἀπόδειξη. Θὰ πρέπει ὁμάδες ἐργασίας ἐπιχορηγούμενες νὰ μαγνητοφωνήσουν ἑκατοντάδες ἀνθρώπους διαφορετικῆς ἡλικίας, ἐπαγγέλματος, μορφώσεως καὶ τόπου διαμονῆς, νὰ ταξινομήσουν καὶ νὰ ἀναλύσουν τὸ ὑλικὸ στὸ ἐργαστήριο, μὲ παλμογράφους μεγάλους ποὺ νὰ «διαβάζουν» διαφορὲς μικρότερες τοῦ 1Κ. Οἱ ἐλπίδες μου εἶναι ἀντίθετες ἀπ᾿ τὶς ἐλπίδες τοῦ μονοτονικοῦ ποὺ ἀρνήθηκε τὴν παράδοση καὶ τὴν κοινὴ ἐμπειρία. Οἱ ἐλπίδες μου προσβλέπουν σὲ μιὰ ἀντικειμενικὴ ἀπόδειξη, ὅτι ἡ ἐπιβολή του ὑπῆρξε πράξη τόσο λογικὴ ὥστε νὰ καταντᾶ παράλογη καὶ ἀντιεπιστημονική.

Τελειώνω. Δὲν περιφρόνησα καμμιὰ ἄποψη καὶ δὲν κολάκευσα καμμιά. Προσπάθησα νὰ πῶ τρεῖς φορὲς τρεῖς ἀλήθειες.

Πρῶτον: Τὰ ἑλληνικὰ εἶναι τραγούδι. Κανεὶς δὲν σκέφτηκε ποτὲ νὰ ἁπλοποιήσει ἕνα τραγούδι ἢ νὰ τὸ δεῖ πρακτικά. Γιατί νὰ δοῦμε λοιπὸν τὰ ἑλληνικά, πρακτικά;

Δεύτερον: ῞Οποιος σταθεῖ ἀλαζονικὰ ἀπέναντι στὰ ρεφραὶν ποὺ τὸν ψυχαγώγησαν διὰ βίου, στρέφεται ἐναντίον τῆς προσωπικῆς του ἱστορίας καὶ πίστης. Τὰ ἴδια μπορεῖ νὰ πάθει ἕνα λαὸς μὲ τὴν γλῶσσα. ᾽Ιδίως ἂν ἡ γλῶσσα του εἶναι τὰ ἑλληνικά.

Τρίτον: Τὰ ἑλληνικὰ ὡς τραγούδι εἶναι ἀνυπόφορα δύσκολα. Κανεὶς δὲν τὰ βγάζει πέρα μὲ τὰ ἑλληνικά. Ἀπέναντι στὰ ἑλληνικὰ θά ᾿μαστε πάντα φάλτσοι κι ἀγράμματοι. Ἀλλὰ τί νὰ γίνει; Σημασία ἔχει ἡ συνείδηση ὅτι τὰ μιλᾶμε ὄχι γιὰ νὰ γίνουμε δεξιοτέχνες ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνουμε ἄνθρωποι.

Εὐχαριστῶ.

Ὁμιλία τοῦ Διονύση Σαββόπουλου,

Παρεμβάσεις συνέδρων καὶ Δευτερολογίες εἰσηγητῶν

ἀπὸ τὸ βιβλίο «Δημόσιος Διάλογος γιὰ τὴ Γλώσσα»,

Δόμος, 1988

Ἂς ἀκούσουμε ὅμως ἐμεῖς στὸ σημεῖο αὐτὸ 
ἕνα ἀπὸ τὰ τραγούδια ποὺ ἀναφέρει
στὴν ὁμιλία του αὐτὴ ὁ Δ. Σαββόπουλος,
τὸ γνωστὸ παραδοσιακὸ «Κάτω στὸν γιαλό»,
σὲ διασκευὴ τοῦ Σίμωνος Καρρᾶ.
Πατῆστε ἐδῶ ἢ στὸ παρακάτω εἰκονίδιο γιὰ νὰ τὸ ἀκούσετε.

 

 * * *

Ἀξίζει ὅμως νὰ ἀκουσθοῦν καὶ λίγα ἔστω ἀπὸ τὰ λόγια στὰ ὁποῖα μᾶς παραπέμπει ὁ Δ. Σαββόπουλος ἀναφερόμενος στὸν Ἀνδρέα Ἐμπειρῖκο καὶ Εἰς τὴν ὁδὸν τῶν Φιλελλήνων. Ἐδῶ ὁ ποιητὴς κάνει λόγο γιὰ μιὰ «ἀποκάλυψη» ποὺ τοῦ ἔγινε, κάτι σὰν τὴν ἐμπειρία ἑνὸς θαύματος, μιὰ μέρα ποὺ κατέβαινε τὴν ὁδὸν τῶν Φιλελλήνων καὶ ἦτο καύσων, λιοπύρι τοῦ Ἰουλίου. Ὁ τελευταῖος στίχος αὐτῶν ποὺ θ' ἀκούσουμε, λέει πολλά!

Mιὰ μέρα ποὺ κατέβαινα στὴν ὁδὸν τῶν Φιλελλήνων, μαλάκωνε ἡ ἄσφαλτος κάτω ἀπ᾿ τὰ πόδια καὶ ἀπὸ τὰ δένδρα τῆς πλατεῖας ἠκούοντο τζιτζίκια, μέσ᾿ στὴν καρδιὰ τῶν Ἀθηνῶν, μέσ᾿ στὴν καρδιὰ τοῦ θέρους.

…………………………………………………………………………………………….................

Tὸ θερμόμετρον ἀνήρχετο συνεχῶς. Δὲν ἦτο θάλπος, ἀλλὰ ζέστη — ἡ ζέστη ποὺ τὴν γεννᾷ τὸ κάθετο λιοπύρι. Kαὶ ὅμως, παρὰ τὸν καύσωνα καὶ τὴν γοργὴν ἀναπνοὴν τῶν πνευστιώντων, παρὰ τὴν διέλευσιν τῆς νεκρικῆς πομπῆς πρὸ ὁλίγου, κανεὶς διαβάτης δὲν ἠσθάνετο βαρύς, οὔτε ἐγώ, παρ᾿ ὅλον ὅτι ἐφλέγετο ὁ δρόμος. Kάτι σὰν τέττιξ ζωηρὸς μέσ᾿ στὴν ψυχή μου, μὲ ἠνάγκαζε νὰ προχωρῶ, μὲ βῆμα ἐλαφρὸν ὑψίσυχνον. Tὰ πάντα ἦσαν τριγύρω μου ἐναργῆ, ἁπτὰ καὶ διὰ τῆς ὁράσεως ἀκόμη, καὶ ὅμως, συγχρόνως, σχεδὸν ἐξαϋλοῦντο μέσα στὸν καύσωνα τὰ πάντα — οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ κτίσματα — τόσον πολύ, ποὺ καὶ ἡ λύπη ἀκόμη ἐνίων τεθλιμμένων, λὲς καὶ ἐξητμίζετο σχεδὸν ὁλοσχερῶς, ὑπὸ τὸ ἴσον φῶς.

Tότε ἐγώ, μὲ ἰσχυρὸν παλμὸν καρδίας, σταμάτησα γιὰ μιὰ στιγμή, ἀκίνητος μέσα στὸ πλῆθος, ὡς ἄνθρωπος ποὺ δέχεται ἀποκάλυψιν ἀκαριαίαν, ἢ ὡς κάποιος ποὺ βλέπει νὰ γίνεται μπροστά του ἕνα θαῦμα καὶ ἀνέκραξα κάθιδρως:

«Θεέ! Ὁ καύσων αὐτὸς χρειάζεται γιὰ νὰ ὑπάρξῃ τέτοιο φῶς! Tὸ φῶς αὐτὸ χρειάζεται, μιὰ μέρα γιὰ νὰ γίνῃ μιὰ δόξα κοινή, μιὰ δόξα πανανθρώπινη, ἡ δόξα τῶν Ἑλλήνων, ποὺ πρῶτοι, θαρρῶ, αὐτοί, στὸν κόσμον ἐδῶ κάτω, ἔκαμαν οἶστρο τῆς ζωῆς τὸν φόβο τοῦ θανάτου».

Πατῆστε ἐδῶ ἢ στὸ παρακάτω εἰκονίδιο γιὰ νὰ τὸ ἀκούσετε τὰ λόγια αὐτὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ποιητή.

 


Παρεμβάσεις, σχόλια καὶ δευτερολογίες τῶν συνέδρων
Ἀπαντήσεις τοῦ Δ. Σαββόπουλου


Τὰ ὅσα εἶπε στὴν ὡς ἄνω ἡμερίδα ὁ Δ. Σαββόπουλος σχολιάσθηκαν κατὰ κανόνα ἀρνητικά. Τοῦτο προφανῶς διότι ἐθεωρήθησαν ὑπὸ τὴν στενὴ μόνον ἐπιστημονική, ἀκαδημαϊκὴ ματιά. Ὁ Σαββόπουλος ὅμως μιλοῦσε ἀλλιῶς. Ὁ Σ. Ράμφος[1] καὶ ἄλλοι τὸ κατάλαβαν.

            Ὡστόσο, κάποιες θέσεις τῶν διαφωνούντων (ἀξιοσεβάστων κατὰ πάντα καὶ καταξιωμένων λογίων καὶ ἐπιστημόνων, ποὺ δὲν μποροῦμε οὔτε στὸ μικρὸ δαχτυλάκι νὰ τοὺς φθάσουμε), ἔχουν πολὺ μεγάλο ἐνδιαφέρον. Πρὸς στιγμὴν δὲ φαίνεται πὼς ἰσχυρῶς προβληματίζουν. Ἐν τούτοις ἡ «ἀπολογία» τοῦ Διονύση καὶ τὸ κρεσέντο τοῦ Ράμφου δὲν ἀφήνουν περιθώρια ἀνατροπῆς τῆς αἴσθησης (ὄχι τῆς ἰδεολογίας ἢ τῆς πρακτικῆς ἀνάγκης) ποὺ ἐκ βαθέων μᾶς πληροφορεῖ (ἔστω κι ἂν δὲν ἔχουμε τὶς στερὲς καὶ ἀναπόκρουστες θέσεις καὶ τὰ ἐπιστημονικὰ ἐπιχειρήματα — ὑπάρχουν ἆραγε τέτοια, ὅταν ὁμιλοῦμε γιὰ ἕνα θέμα ταυτόσημο μὲ τὴν ἴδια τὴν ζωὴ καὶ τὴν ὕπαρξη, ὅπως εἶναι ἡ γλῶσσα;) τῆς αἴσθησης λοιπὸν ποὺ δὲν μποροῦμε μὲν τόσο εὔκολα νὰ προσδιορίσουμε ἀντικειμενικά, μᾶς πληροφορεῖ ὅμως ὅτι ἀκολουθοῦμε τὰ ρεῦμα μιᾶς ἀρχέγονης πηγῆς, τῆς ἀρχέγονης διάστασης τοῦ λόγου. Καὶ ἐπειδὴ σωστὰ ἐλέχθη ὅτι «αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ἕνας γραμματικὸς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ διανοηθεῖ, ἀλλὰ θὰ τοῦ τὸ διδάξει ἡ Μπέλλου, ἡ ὁποία ὄντως δὲν ξέρει ὀρθογραφία»[2] (ὅπως καὶ ὁ Σαββόπουλος, ποὺ καὶ αὐτὸς δὲν ξέρει ὀρθογραφία, κατὰ δική του δήλωση), θὰ ἤθελα νὰ προσθέσω τὰ ἑξῆς.

Καθὼς στὴν ἑλληνικὴ μουσικὴ παράδοση ἡ γνώση μετεδίδοτο ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ καὶ ἀπὸ πατέρα σὲ γυιὸ μὲ ἄμεσο καὶ ἁπλοϊκό, μυσταγωγικὸ ἐξάπαντος τρόπο (γι’ αὐτὸ ἄλλωστε ἔχουμε καὶ ὁλόκληρες οἰκογένειες μουσικῶν, καὶ οἱ περισσότεροι μουσικοί μας εἶναι αὐτοδίδακτοι)· καθὼς τὸ ἀκαδημαϊκὸ στοιχεῖο ἀπουσιάζει παντελῶς μᾶλλον ἀπὸ τὴν μουσικὴ παράδοση τοῦ λαοῦ μας καὶ αὐτὸ σὲ καμμιὰ ἄλλη μορφὴ τέχνης δὲν παρατηρεῖται τόσο ἀπόλυτα, ἔχω τὴν ἐντύπωση, μᾶλλον τὴν βαθιὰ πεποίθηση, ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔφθασε ὣς τὶς μέρες μας (ὄχι μόνον τὸ δημοτικό, ἀλλὰ καὶ τὸ λαϊκὸ τραγούδι, ἀκόμη καὶ τὸ λεγόμενο «ἔντεχνο») μεταφέρει τὸ ἴδιο ἦθος, τὸ αὐτὸ πνεῦμα. Θαρρῶ πὼς ἡ μουσικὴ ποὺ ἔπαιζε ὁ ἀοιδὸς στὸ παλάτι τοῦ Ὀδυσσέα καὶ σὲ ἄλλα μέρη κατὰ τὴν ὁμηρικὴ ἐποχή, εἶναι ἡ ἴδια ποὺ ψάλλουμε στὴν Ἐκκλησία μας καὶ τραγουδᾶμε στὰ λαϊκὰ (μὲ τὴν εὐρύτερη ἔννοια) τραγούδια μας. Ἂν ὁ Μίκης Θεοδωράκης ἀναγνωρίζει ὡς δασκάλους του τὸν Βαμβακάρη, τὸν Τσιτσάνη, τὸν Παπαϊωάννου, τὸν Χιώτη, τότε ἐκεῖνοι ποιοὺς νὰ θεωροῦν; Κάποιους ἀκαδημαϊκούς; Ὄχι βέβαια. Αὐτοδίδακτοι ἦσαν. Καὶ ἂν αὐτοί, πόσο μᾶλλον οἱ προγενέστεροι αὐτῶν — καὶ πάει λέγοντας.

Συνεπῶς τὸ ἑλληνικὸ τραγούδι μεταφέρει ἀτόφιο πολιτισμό. Γι’ αὐτὸ ἡ Μπέλλου καὶ ὁ Τσιτσάνης καὶ ὁ Μπιθικώτσης καὶ οἱ ἄλλοι (οἱ ἀμέτρητοι) εἶναι μεγαλύτεροι γλωσσικοὶ διδάσκαλοι ἀπὸ κάποιους γραμματικούς. Εἶναι ζωντανοὶ δίαυλοι, ἀγωγοὶ τῆς ἀρχέγονης κοίτης, ποταμοὶ, ρύακες τοῦ ζῶντος ὕδατος μιᾶς παραδόσεως καὶ μιᾶς συνείδησης ποὺ ἀρνεῖται νὰ παραδοθεῖ — ἔστω κι ἂν ἔχει ἐν πολλοῖς ἀλλοτριωθεῖ· ἐξ ἐπηρεασμοῦ ὅμως συντελεῖται αὐτὸ καὶ ἐκ τοῦ πολιτιστικοῦ ἰμπεριαλισμοῦ, ὡς ὀρθῶς ὠνοματίζετο πρὸ ὀλίγων δεκαετιῶν· ὄχι ἐξ ἐγγενοῦς πάντως στρεβλώσεως. Ἡ παράδοση αὐτή, ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ ἀείμνηστος Ν. Παπάζογλου, δὲν κινδυνεύει, ὅσα στοιχεῖα ξένα κι ἂν τὴν σκονίσουν. Εἶναι σὰν τὸ καθαρὸ ἀσήμι. Ὅσο καὶ νὰ μαυρίσει, μὲ ἕνα γυάλισμα ξαναβρίσκει τὴν πρώτη του λάμψη. Ὅσο τὸ γυαλίζεις, τόσο ἀστράφτει. Αὐτὸ ἔχουμε πάθει καὶ ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες. Ἔχει ἐπικαθίσει πολλὴ σκόνη πάνω μας, πολλὴ ξενόφερτη σκόνη, ποὺ ἔγινε πλέον σκουριά. Καιρὸς εἶναι νὰ τὴν ἀποτινάξουμε, νὰ κρατήσουμε ὅ,τι καλὸ ἀπὸ τὰ ξενόφερτα, καὶ τὰ ἄλλα νὰ τὰ ἀποβάλουμε.

Ὅμως νὰ μὴ ξεχάσω νὰ πῶ γιὰ τὸν Νικόλα τὸν Παπάζογλου, μιᾶς καὶ τὸν ἀνέφερα — αἰωνία του ἡ μνήμη! — νὰ μὴ ξεχάσω νὰ πῶ κάτι ποὺ ὁ ἴδιος συνήθιζε νὰ λέει καὶ εἶναι πολὺ σχετικὸ μὲ τὸ θέμα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ στὸ παρὸν ἄρθρο. «Ὅταν τραγουδῶ», ἔλεγε ὁ Νικόλας, «ποτὲ δὲν ὀξύνω μία συλλαβὴ ποὺ παίρνει βαρεῖα». Ὁ Νικόλας ἦταν «ψαγμένος», ὑποψιασμένος βαθιὰ καὶ αὐτός, θερμὸς ἐραστὴς τῆς παραδόσεως, προσφυγόπουλο γάρ. Τὸ παρακάτω τραγούδι, ὅλως διόλου δικό του δημιούργημα, ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα τραγούδια ποὺ ἔχουν γραφεῖ ποτὲ γιὰ τὴν προσφυγιά, βεβαιοῖ τοῦ λόγου τὸ ἀληθές. Ἔχει τὸν τίτλο: «ΦΑΝΟΙ».

Πατῆστε ἐδῶ ἢ στὸ παρακάτω εἰκονίδιο γιὰ νὰ τὸ ἀκούσετε.

 

Ἀκραιφνῆ παράδοση λοιπὸν μεταφέρει τὸ λαϊκὸ (μὲ τὴν εὐρεῖα πάντα ἔννοια: τοῦ λαοῦ) τραγούδι. Καὶ φυσικὰ ἀκραιφνέστερη, ἀκραιφνέστατη εἶναι ἡ παράδοση τῆς καθ’ ἡμᾶς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς λοιπῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης. Ὁ Δημ. Ν. Βερναρδάκης ἔλεγε ὅτι «ἡ μουσικὴ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων εἶναι αὐτὴ αὐτοτάτη ἡ καθ’ ἡμᾶς ἐκκλησιαστική»[3].

* * *

Ἂς ἐπανέλθουμε ὅμως στὴν σειρὰ τοῦ θέματός μας.

Ἐνδιαφέρον ἔχει ἡ διαφωνία τοῦ Γρηγόρη Κ. Μασαλᾶ. Σὲ πολλὰ σημεῖα διδάσκει. Τὴν παραθέτουμε αὐτούσια (στὸ μονοτονικό).

Επειδή χρόνια ασχολούμαι με τη σωστή μεταφορά του γραπτού λόγου σε προφορικό και τη μετατροπή του σε λογικό και συναισθηματικό ήχο και με απασχολεί καθημερινά το πρόβλημα, τόσο στη Δραματική Σχολή, όσο και στο θέατρο, θα κάνω κάποιες ερωτήσεις στον κ. Σαββόπουλο, για να αποδείξω το αντίθετο απ᾿ αυτά που ισχυρίστηκε και θα χρησιμοποιήσω ίδιες λέξεις, με διαφορετική τονική φόρτιση.

Θα δανειστώ ένα στίχο του Σολωμού: «Τώρα που η Ξάστερη / νύχτα μονάχους / μας ήβρε απάντεχα...» Σ᾿ αυτό το κομμάτι από το ποίημα έχουμε μια λογική ενότητα. Ο πρώτος στίχος είναι μια τονική ενότητα, που αποτελείται από τις φωνητικές λέξεις: τώρα, και, πού η ξάστερη (μια φωνητική λέξη μπορεί να αποτελείται από μια ή και περισσότερες γραμματικές λέξεις). Η πρώτη φωνητική λέξη το «τώρα» έχει κάποια βαρύτητα στο στίχο προσδιοριστική μετά από το απόσπασμα «Τα δυο αδέρφια» και θα πρέπει να τονιστεί σημασιολογικά, αισθαντικά: Τώρα(!). Στη δεύτερη φωνητική λέξη που αποτελείται από τρεις γραμματικές λέξεις το: πού που οξύνεται, το: η, που δασύνεται και το: ξάστερη, που προπαροξύνεται, έχει δε, πέντε συλλαβές που-η-ξασ-τε-ρη, απ᾿ τις οποίες η μία ξάσ- έχει την εντονή και ακούγεται δυναμικότερα, εντονότερα, από τις άλλες τέσσερες, που ακούγονται το ίδιο, είτε είναι λέξεις με τόνο «πού» ή λέξεις με πνεύμα «ή» είτε συλλαβές άτονες -τε-ρη.

Ας πάρουμε τώρα μια άλλη φράση, καθημερινή, που νάχει τις λέξεις τώρα και πού (που χρησιμοποίησε κι ο κ. Σαββόπουλος); «πού θα πας τώρα». Οι φωνητικές λέξεις εδώ είναι τρεις το: πού, περισπώμενο, το: θα πας, με δυο λέξεις; η μία με οξεία και η άλλη με περισπωμένη και με την εντονή στην περισπωμένη, και το; τώρα, παροξύτονο.

Το τώρα στο στίχο του Σολωμού έγραψε κάποια ντεσιμπέλ(ια) και κάποιους χιλιόκυκλους η ίδια λέξη με τον ίδιο γραμματικό τόνο στη δεύτερη φράση, που έχει τελείως διαφοροποιημένη, χρονική πάλι, σημασία θα γράψει οπωσδήποτε άλλο αριθμό ντεσιμπέλ(ια) και χιλιόκυκλους. Το ίδιο και με το: πού και ποῦ. Κατά την «ανακάλυψη» του κ. Σαββόπουλου το οξυνόμενο θάπρεπε να γράψει περισσότερα ντεσιμπελ(ια) από το περισπώμενο, κι όμως στην πράξη το οξυνόμενο θα γράψει όσα και μια άτονη συλλαβή ενώ το περισπώμενο θα γράψει πολύ περισσότερα.

Μια άλλη λέξη επαναλαμβανόμενη, με την ίδια σημασία και την ίδια τονική αξία (φωνητική και γραμματική) όχι όμως και συναισθηματικής φόρτισης, η λέξη κόρη, στο δημοτικό στίχο «κόρη σκύλα, κόρη άνομη, κόρη γεβεντισμένη», έχει μια επίταση στην επανάληψη και οπωσδήποτε αν και είναι η ίδια λέξη με τον ίδιο τόνο και την ίδια θέση (συνταχτική) POLYTONIKON6θα σημειώσει στο μηχάνημα διαφορετικό αριθμό από ντεσιμπέλ(ια). Η συναισθηματική φόρτιση, η ψυχούλα δηλαδή, το διέλυσε το μηχάνημα με την τελειότητά του. Αν δε συγκριθεί με την κοινή έκφραση: «εσύ είσαι κόρη μου», θα βρούμε τεράστια διαφορά.

Μ᾿ αυτά τα παραδείγματα, νομίζω ότι και με το αυτί μονάχα, φάνηκε ότι η αξία η τονική στη Νεοελληνική γλώσσα, δεν εξαρτάται από το γραμματικό τόνο αλλά από τη σημασιολογική και συναισθηματική φόρτιση της λέξης, το νοηματικό και το συναισθηματικό κέντημα του λόγου, που είναι η στίξη και το συνταχτικό, κι εδώ θα πρέπει να σταθούμε κι όχι στο μονοτονικό και το πολυτονικό. Θα πρέπει να μάθουμε να μιλάμε τη γλώσσα μας με βάση το Ελληνικό συνταχτικό και να σκεφτόμαστε απ᾿ ευθείας σ᾿ αυτή.

Το μονοτονικό μπορεί να μπερδέψει κάποιον, που έμαθε γράμματα με το πολυτονικό στο γράψιμο και όχι στον προφορικό λόγο ή στο διάβασμα των μονοσύλλαβων λέξεων και τούτο γιατί καταργήσαμε τον τόνο από τα άρθρα, το τοπικό που και το τροπικό πως. Ειδικά με τις μονοσύλλαβες (του, της, το, τον, την, τους, τις) δεν τις αναγνωρίζεις με την πρώτη ματιά αν είναι άρθρο ή προσωπική αντωνυμία οπότε πρέπει να τονιστεί, ή κτητική αντωνυμία, που δεν πρέπει, το ίδιο γίνεται και με το αιτιολογικοαναφορικό που, που είναι άτονο και το τοπικό-ερωτηματικό, που θα πρέπει να τονιστεί, καθώς και με το πως το αιτιολογικό και το πως το τροπικό, που πρέπει να τονιστεί. Οι μονοσύλλαβες λέξεις που ανέφερα πριν, που έπαιρναν περισπωμένη θα πρέπει να τονιστούν για να ξεχωρίζουν από τις άτονες. Έβλεπα μια μέρα μια ταινία. Στους ὑπότιτλους βλέπω τη φράση «η μάνα του βρήκε δουλειά». Πώς να διαβάσω: «η μάνα του, βρήκε δουλειά», ή «η μάνα, του βρήκε δουλειά». Αν το του, το διαβάσω σαν κτητική αντωνυμία διαφοροποιείται ο χαρακτήρας του γιου και μετατίθεται η θέση ολόκληρου του έργου. Σ᾿ αυτό μόνο το σημείο θέλει προσοχή το μονοτονικό και λύνεται είτε τονίζοντας τα περισπώμενα, ή βάζοντας ενωτικό ανάμεσα στο όνομα και την κτητική αντωνυμία, ή κόμμα μετά τη αντωνυμία.

Το ζήτημα λοιπόν θα πρέπει να τοποθετηθεί στη σωστή εκφορά του λόγου κι όχι στην ορθογραφία. Όπως είπα και στην προηγούμενη παρέμβαση μου: ανάγκη να εισαχτεί το μάθημα της «Αγωγής του Λόγου» στα Σχολειά, όχι σαν ιδιαίτερο μάθημα αλλά σαν ὑποδειγματική ομιλία του δάσκαλου-καθηγητή. Για να επιτευχθεί όμως αυτό, θα πρέπει ο δάσκαλος πρώτα απ᾿ όλους να μάθει να μιλάει σωστά και να παιδευτεί στην Παιδαγωγική Ακαδημία ανάλογα, να μπει με άλλα λόγια το μάθημα της «Αγωγής του Λόγου» στις Ακαδημίες και να εκπαιδευτούν οι Δάσκαλοι στην εφαρμογή της γραμματικής και του συνταχτικού στον προφορικό λόγο, την ορθοφωνία, την απαγγελία και να μάθουν και μερικά στοιχεία γύρω από την ὑποκριτική τἐχνη.

Η «πρώτη ανάγνωση», στην πρώτη επαφή που θάρθει ο «νέος άνθρωπος» με το σχολειό, είναι καθοριστική για τη γλώσσα του παιδιού αλλά και για τη γλώσσα μελλοντικά. Εδώ λοιπόν δίνεται η μάχη και πρέπει να κερδιθεί, με τον παραδειγματισμό. Αν ο δάσκαλος έχει μάθει να μιλάει σωστά, αρθρωτικά, συναισθηματικά, ὑποβλητικά, μπορεί να κερδιθεί το παιχνίδι της γλώσσας κατά 80%.

Προέρχομαι από το δασκαλίκι και κρατιἐμαι, όπως όλοι οι δάσκαλοι, από επαρχία (με σφάλματα δηλαδή στη γλώσσα όχι μόνο ιδιωματικά αλλά και ορθοφωνικά). ΣPOLYTONIKON7αν άρχισα να αντρώνουμαι, ντρεπόμουν να μιλήσω, γιατί ένιωθα πως δε μιλάω σωστά, (με όλα τα ψυχολογικά επακόλουθα) και έπρεπε να πάω στη Δραματική σχολή να χτυπηθώ τρία χρόνια με το δάσκαλό μου τον Πέλο τον Κατσέλη για να μάθω, αυτά που θάπρεπε να τάχω μάθει στο Δημοτικό και χρειάστηκαν εικοσιτρία χρόνια για να μπορέσω να χρησιμοποιήσω το λόγο όπως πρέπει και να χαρώ την ομορφιά της γλώσσας μας, γιατί είναι όμορφη, μα το ΝΑΙ. (Θυμάμαι όταν είμουν ὑπότροφος στο Λαικό Θέατρο της Σόφιας, με παρακαλούσαν οι Βούλγαροι συνάδελφοι να τους απαγγείλω για να χαρούνε τη μουσική της).

Γιατί να βασανίζονται οι νέοι άνθρωποι και να τους δημιουργούνται ένα σωρό προβλήματα, τη στιγμή που μπορούν να αποφευχτούν, αρκεί να ξέρει ο Δάσκαλος - καθηγητής να τους καθοδηγήσει κι αύριο - μεθαύριο, μετά από μια γενιά θα ξέρει και η μάνα κι ο πατέρας, κι αργότερα κι ο παππούς με τη γιαγιά, ακόμα κι αυτοί που μιλάνε στα μέσα ενημέρωσης, στη Βουλή, στα Δικαστήρια, στη ρούγα... κι έτσι θα φτάσει η γλώσσα σ᾿ ένα επίπεδο άξιο για αφετηρία εξέλιξης.

Γραπτά κείμενα θα ὑπάρξουν κι ο καθένας είναι λεύτερος να γράψει όπως του καπνίσει, είτε μονοτονικά, είτε πολυτονικά, είτε άτονα —ορθογραφημένα ή ανορθόγραφα με στίξη ή χωρίς το πώς θα κατανοηθούν ευκολότερα έχει σημασία και το πώς θα αποδοθούν, πώς θα τονιστούν (από την προπαραλήγουσα και κάτω ο τόνος κι όχι πριν).

Κείμενα λοιπόν θα γραφτούν, μπορεί όχι πολλά και καλά, κι ας γράφουν όλοι οι ᾽Ελληνες, θα γραφτούν λιγότερα, ὑπάρχουν τόσα στη γλώσσα μας, που δεν πρόκειται να χαθεί ούτε να φθαρεί απ᾽ αυτή τη μεριά, αλλά από την κακή μεταχείρισή της κι από τη φτώχεια που ποικιλότροπα επιβάλλεται στη γλώσσα της νέας γενιάς, με την αδιαφορία γονιών και δασκάλων ακόμα και της πολιτείας (μέσα ενημέρωσης), με τις παρεμβολές —ελληνικά με ξενική σύνταξη— ξενόφερτες λέξεις —που δεν αφομοιώνονται πια—, από την ξενομανία των περισσότερων Ελλήνων. Θυμάμαι πριν ξεστρατήσω από το χωριό μου τους Χουλιαράδες (Γιάννινα), είχε γυρίσει κάποιος από το Στρατό, κάπου είχε ακούσει το: «merci» και τόλεγε σα ρήμα: σας μερσώ. Τότε το κορόϊδευα, αργότερα όμως κατάλαβα ότι εκείνος στην άγνοια του έκανε εθνικό έργο, εξελληνίζοντας τη λέξη, πράγμα που σήμερα δεν γίνεται, γιατί όλοι μας θέλουμε να επιδείξουμε τη γλωσσομάθειά μας και οι ξένες λέξεις επιβάλλονται και παραμένουν ατόφιες.

Φωνητικά και μόνο μπορεί να συντηρηθεί η γλώσσα μας, που όχι μόνο διατηρήθηκε αλλά και εξελίχτηκε σωστά κάπου 1700 χρόνια. Είναι κρίμα να την αφήσουμε να φθαρεί και σιγά σιγά να καταντήσει μουσειακή γλώσσα, ή γλώσσα του γραφείου και μόνο, των μελετητών.

Τώρα στο Σχολείο έχουν μπει αξιόλογα κείμενα. Ένα κακό διάβασμα σ᾿ ένα θαυμάσιο κείμενο μπορεί να απομακρύνει το παιδί από το βιβλίο, όπως ένα καλό διάβασμα σ᾿ ένα έστω και δευτερότερο κείμενο, μπορεί να το παρακινήσει για διάβασμα, πράγμα που δε γίνεται σήμερα. Όταν είμουν δάσκαλος διάβαζα στους μαθητές μου ποίηση και διηγήματα. Με βρίσκουν τώρα και μου λένε: «Σ᾿ ευχαριστούμε, Δάσκαλε, γιατί μας έφερες σ᾿ επαφή με τα κείμενα. Μας έμαθες να μιλάμε και να διαβάζουμε».

Το μόνο που δε φοβάμαι, μα την αλήθεια, είναι μη πάθει η γλώσσα από την κατάργηση της περισπωμένης, της βαρείας, της ψιλής και της δασείας.

Ἐμεῖς βέβαια δὲν θὰ συμφωνήσουμε στὸ τελευταῖο μαζί του. 
Ὅλα καλά, ὅμως γιατί νὰ ἀπογυμνώσουμε τὴν γλῶσσα μας;

 

Χαριτωμένος εἶναι ὁ παρακάτω λόγος τοῦ Ἀλ. Μουλακάκη.

POLYTONIKON8Ἀγαπητοὶ φίλοι, νομίζω ὅτι, ὅταν συζητᾶμε σοβαρὰ θέματα γιὰ τὴ γλῶσσα καὶ τὸ πάθος καὶ ἡ ἔνταση δικαιολογεῖται ἀλλὰ νομίζω ὅτι μπερδεύτηκαν δύο κόσμοι ἐδωπέρα. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ὁ λόγος τοῦ ποιητῆ ποὺ μὲ φέρνει χιλιάδες χρόνια μακριὰ καὶ φαντάζομαι κάποιους ἄλλους ποιητὲς τὰ παλιὰ χρόνια, δημιουργούς, λυρικοὺς καὶ μή, νὰ ἀναζητοῦν τὶς λέξεις τους μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη καὶ τὸν ἴδιο πόθο ποὺ ἐξετάζει ὁ ποιητὴς καὶ δημιουργός, ὁ Διονύσης ὁ Σαββόπουλος. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ βλέπω τὸν κ. Φόρη καὶ ἄλλους κυρίους νὰ ζητοῦν ἐπιστημονικὰ τεκμήρια γι᾿ αὐτὴν τὴν ποιητική, γι᾿ αὐτὴ τὴ δημιουργία. ῎Οχι κύριοι, εἶναι ἀνεπίτρεπτο, εἶναι ποιητὴς καὶ τὸν εὐχαριστοῦμε. Χωρὶς αὐτόν, μ᾿ ἐμᾶς μόνον, «ἡ νύχτα θὰ διαδεχόταν τὴ νύχτα». Καὶ μόνο γι᾿ αὐτὸ τὸ στίχο ἀξίζει νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε θερμά. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὅμως πραγματικὰ νιώθω ἀμήχανα καθὼς βλέπω ἀπέναντί μου τὸν Μπάμπη τὸν Δρακόπουλο, τὸ πρωὶ τὸν Λεωνίδα τὸν Κύρκο, τώρα τὸν Γραμματέα τοῦ ΚΚΕ ἐσωτ. τὸν Γιάννη Μπανιᾶ, μιὰ καὶ ξέρω ἀπὸ πηγές, ἀπὸ μαρτυρίες οἰκογενειακές, ἀπὸ φιλίες ποὺ δὲν διαιώνισα, πόσο ὑπέφεραν, στ᾿ ὄνομα τοῦ λογιωτατισμοῦ. Σκέφτομαι καὶ μπερδεύομαι καὶ λέω: Βρὲ Μουλακάκη μπὰς καὶ μπῆκες στὰ δίχτυα τῆς ἀντίδρασης; Μήπως δηλ. εἶσαι σὲ λάθος δρόμο; Πέρασα μιὰ τέτοια κρίση φίλοι κλπ μοῦ ἔκοψαν τὴν καλημέρα, ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἴπαμε νὰ διασώσουμε στὸ Λύκειο καὶ νὰ διδάξουμε στὸ Γυμνάσιο παράλληλα μὲ τὰ νέα ἑλληνικά, μὲ νέες μεθόδους τ᾿ ἀρχαῖα. Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ παλιοὶ ἀγωνιστές, ποὺ σέβομαι προσωπικὰ καὶ τιμῶ, μὲ κάνουν καὶ σκέπτομαι πὼς κουβαλᾶν μέσα τους μιὰ ἱστορία κι ὅτι ἡ ἀριστερὰ σήμερα, καὶ τὸ ἄλλο ΚΚΕ καὶ τοῦ ἐσωτερικοῦ, ἔχει ἴσως μιὰ προκατάληψη γιὰ τὰ ἀρχαῖα Ἑλληνικά. Κι αὐτό, πιθανόν, ἐπειδὴ ἡ ἀντιδραστικὴ παράταξη ἐδῶ μονοπώλησε τὴν ἐθνικοφροσύνη κι ἔτσι συνετέλεσε ὥστε, γιὰ νὰ στηρίξει τὰ κούφια πόδια της νὰ πλαστογραφήση καὶ νὰ φωτίση μονόπλευρα τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη.POLYTONIKON13
Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τώρα ἔχω νὰ κάνω μερικὲς παρατηρήσεις. Εἰλικρινὰ ὑποκλίνομαι μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τῆς εἰσήγησης τοῦ Μάριου τοῦ Πλωρίτη. Ὁ λόγος μου δὲν εἷναι δημαγωγικὸς οὔτε φορτίζω σκόπιμα συναισθηματικὰ τὴν κατάσταση γιὰ νὰ μπορέσει αὐτὸς νὰ γίνει ἀποδεκτός. Τὸν Μάριο Πλωρίτη τὸν σεβόμαστε χιλιάδες ἄνθρωποι καὶ χιλιάδες φιλόλογοι, φιλόλογοι τῆς δράσης καὶ τῆς ἕδρας γιὰ τὸ ὑπέροχο ἄρθρο ποὺ ἔγραφε πέρυσι τὸ Φλεβάρη γιὰ τὰ ἀρχαῖα Ἑλληνικά, «Κατάργηση, ἑνὸς μαθήματος ἢ κατάργηση μεγίστου μαθήματος». Σήμερα πάλι εἴδαμε καὶ τὴν ἄλλη του διάσταση ποὺ τὴ βλέπουμε στὸ γραπτὸ λόγο, ἀλλὰ εἴδαμε καὶ μιὰ ζεστῆ παρουσία, μιὰ ἀνθρώπινη χρήση τῆς γλώσσας.

Τὴν πολιτικὴ τὴ βλέπω ὡς πολίτης, ὡς πολίτης λοιπὸν δικαιοῦμαι νὰ πῶ ὅτι πραγματικὰ ἐκπλήσσομαι, παραδέχομαι καὶ θαυμάζω τὴν ὕψιστη προσπάθεια τοῦ καθηγητῆ Δ. Μαρωνίτη νὰ συνταιριάσει τὸν ἀγώνα του στὰ κλασικὰ γράμματα μὲ τὸν ἀγώνα του νὰ ὁρίσει τὸν διανοούμενο. Προσωπικὰ πιστεύω ὅτι σήμερα γιὰ ἕναν ποὺ ἔχει ἕδρα κλασικῆς φιλολογίας, παρακαλῶ μὴν παρεξηγηθῶ, ἡ ἐνασχόληση μὲ τὸν κλασικὸ λόγο καὶ τὴν ἑνιαία μορφὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας πρέπει νὰ εἶναι τὸ κύριο καθῆκον του ἀπέναντι στὴν πατρίδα καὶ τὴν Παιδεία. POLYTONIKON14Ὁμολογῶ ὅμως ὅτι ἡ προσπάθεια ὁριοθέτησης τοῦ κοινωνικοῦ πλέον καὶ πολιτικοῦ φαινομένου «γλώσσα» σὲ σχέση μὲ τὰ κόμματα ποὺ ὑπάρχουν τώρα μὲ βρίσκει ἀπόλυτα σύμφωνο, ὁμολογῶ ὅμως ὅτι ἡ προσπάθεια δὲν πρέπει νὰ ἐξαντλεῖται ἐκεῖ. Ὁ χρόνος ἦταν λίγος ἀλλὰ νομίζω ὅτι δὲν μπορεῖ κανεὶς σοβαρὸς τῆς ἀριστερᾶς νὰ διαφωνήσει μὲ τὶς τοποθετήσεις τοῦ καθηγητῆ Δ. Μαρωνίτη. Ἐμένα πραγματικὰ πολὺ μὲ διαφώτισε.

Ὁ ποιητὴς τώρα ἀκολούθησε τὸν δικό του τρόπο, τοῦ ζητήσαμε νὰ μᾶς παρουσιάσει τὰ τεκμήρια τῆς ἐπιστημοσύνης, ὁ Γαβρόγλου τὸν ὁποῖο γνωρίζω ὡς Πανεπιστημιακὸ ἐξ ἀκοῆς. Κι ὡς ἕνα δραστήριο μέλος τοῦ Πολιτικοῦ Γραφείου ἔκανε μία κατὰ τὴν ἄποψή μου, τελείως παράτυπη παρατήρηση ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ προηγηθεῖ ἡ δήλωση ὅτι εἶναι ἐπιδείξεις. Ὁ ποιητὴς δημιουργεῖ. Ξεκινώντας τὴ δράση του δὲν ἤξερε τί θὰ πεῖ καὶ πῶς ἀκριβῶς θὰ γίνει. Εἶχε μερικὰ στοιχεῖα νὰ χρησιμοποιήσει. Δὲν προκατασκευάζει ὁ ποιητής. Οἱ ἐπιστήμονες καὶ οἱ δῆθεν ἐπιστήμονες ἔρχονται μὲ εἰσηγήσεις, μὲ κατανομὲς καὶ μὲ ἄλλες ἱστορίες.

Τελειώνω μὲ τὴν περίπτωση τοῦ ἀγαπητοῦ φίλου, τοῦ Στέλιου τοῦ Ράμφου ποὺ βεβαίως γνωρίζω ὅτι στὴν εὐαισθησία πολλῶν λειτουργεῖ ὡς πρόκληση χριστιανομαρξισμὸς καὶ ἔτσι.

POLYTONIKON16

 

 

 

 

 


Τὰ σχόλια τοῦ Δ. Μαρωνίτη

POLYTONIKON21Θ᾿ ἀρχίσω σχολιάζοντας τὴν εἰσήγηση ποὺ βρίσκω ὅτι, παρὰ τὴν ἐξαιρετικὴ γοητεία της, ἧταν ἴσως ἡ πλέον ἄστοχη ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀκουστεῖ σ᾿ αὐτὸν τὸν χῶρο, ὁ ὁποῖος δέχεται (ἐξ ὁρισμοῦ ἢ ἐξ ἐπιλογῆς) νὰ τ᾿ ἀκούει ὅλα. Ὁ Δ. Σαββόπουλος εῖπε ἕνα πολὺ γοητευτικὸ παραμύθι γιὰ τὸ θέμα τοῦ νεοελληνικοῦ τονισμοῦ, καὶ ρυθμοῦ. Ποιητὴς καὶ μουσικός, ἔχει δικαίωμα νὰ λέγει τὰ δικά του παραμύθια, ὅπως κι ἐμεῖς καμιὰ φορὰ λέμε τὰ δικά μας παραμύθια. Καλὸ εἶναι πάντως, ὅταν γίνεται συζήτηση μὲ βάση κάποιες ἔννοιες καὶ κάποιους συλλογισμούς, στὸ βαθμὸ ποὺ ἐλέγχονται κάποιες προτάσεις ὡς παραμυθικές, νὰ κρίνονται. Ὁ κ. Σαββόπουλος ἀγνόησε στὴν εἰσήγησή του μιὰ ριζικὴ διαφορά, ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ προσωδία καὶ στὸν νεοελληνικὸ τονισμό. Ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικὸς λόγος βασιζόταν σὲ μουσικὸ τονισμὸ καὶ προσωδιακὸ ρυθμό, ποὺ δημιουργοῦνταν ἀπὸ τὴν ἐναλλαγὴ μακρῶν καὶ βραχέων. Αὐτὸ τὸ καθεστὼς τοῦ μουσικοῦ τονισμοῦ καὶ τῆς προσωδιακῆς ἐναλλαγῆς μακρῶν καὶ βραχειῶν συλλαβῶν στὴν ἱστορία τοῦ νέου ἑλληνισμοῦ ἔχει ὁριστικὰ λήξει καὶ δὲν ὑπάρχει, ὅσο ξέρω, οὔτε ἕνας γλωσσολόγος, ἢ ὁποιοσδήποτε μὲ στοιχειώδεις ἐπιστημονικὲς γνώσεις στὸν τομέα αὐτό, ποὺ νὰ τολμᾶ νὰ διατυπώσει μιὰ τέτοιου εἴδους πρόταση. ῾Επομένως ὅλη ἡ θεωρία περὶ μακρῶν καὶ βραχειῶν συλλαβῶν μὲ ο καὶ ω, μὲ ει καὶ ι ἐνδεχομένως βραχύ, εἶναι ἕνα πολὺ ὡραῖο παιχνίδι, ἂν θέλετε, ἀλλὰ δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴν ἐπιστήμη τῆς γλώσσας.

Ὁ κ. Σαββόπουλος χρησιμοποίησε, γιὰ νὰ ὑποστηρίξει τὴν ὑπόθεσή του, τὴν γοητευτικὴ ὑπόθεσή του, παραδείγματα ἔμμετρου λόγου, ἀγνοώντας τὸ μέτρο τῶν στίχων ποὺ χρησιμοποίησε ὡς δείγματα, γιὰ νὰ μετρήσει τὶς αὐξομειώσεις τῆς ἔντασης ἢ τὴ χρονικὴ ἔκταση ποὺ μπορεῖ μία συλλαβὴ νὰ παίρνει μέσα σ᾿ ἕνα στίχο. Αὐτὰ ὄντως γίνονται στὸν στιχουργημένο λόγο, σαφέστατα ὅμως POLYTONIKON22δἐν ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ τὸ ἂν οἱ λέξεις σημαδεύονται μὲ μία τελεία στὴν τονισμένη τους συλλαβὴ ἢ καπελώνονται μὲ ψιλοδασεῖες ἢ μὲ ὁποιαδήποτε ἄλλα τονικὰ σημάδια. ῞Ολα αὐτὰ τὰ θέματα ἔχουν σχέση μὲ τὴ δυναμικοῦ τύπου ρυθμικὴ τοῦ στιχουργημένου λόγου, εἴτε πρόκειται γιὰ ἰαμβικὸ ρυθμό, εἴτε πρόκειται γιὰ τροχαϊκὸ — μελετημένα πράγματα, ὁποιοδήποτε ἐγχειρίδιο μετρικῆς, κάπως ἐπιστημονικό, τὰ λέγει αὐτὰ καὶ δὲν χρειάζεται νὰ ἐπανερχόμαστε ξανὰ γιὰ νὰ βγάζουμε νέες θεωρίες. (Παρένθεση. Προσωπικὰ δὲν γράφω μὲ εὐχαρίστηση μονοτονικό, ἐξακολουθῶ νὰ γράφω πολυτονικό, δὲν συμφωνῶ μὲ τὴν ἐκδοχὴ μονοτονικοῦ ποὺ ἔχει καθιερωθεῖ, ἀλλὰ γιὰ τὴ θεωρία τοῦ κ. Σαββόπουλου δὲν ἔχει ἀπολύτως καμιὰ σημασία, τὸ βεβαιώνω ὡς φιλόλογος, τὸ ἂν στὸν γραπτὸ λόγο χρησιμοποιοῦμε τὸ πολυτονικὸ ἢ τὸ μονοτονικὸ σύστημα, δεδομένου ὅτι, καὶ τὸ ἰσχυρὸ σήμερα μονοτονικὸ σύστημα, τὶς ὄντως τονισμένες στὸν προφορικὸ λόγο συλλαβὲς τὶς τονίζει. Καὶ αὐτὲς εἶναι ποὺ ἐνδιαφέρουν γιὰ τὴ ρυθμικὴ καὶ τὴ μουσικὴ ἐντύπωση ποὺ μᾶς δίνει μιὰ ἑλληνικὴ φράση.) ῞Οτι ὁ κ. Σαββόπουλος ἀρέσκεται σὲ ἕνα εἶδος ποιητικοῦ παραμυθιοῦ ἐλέγχεται καὶ ἀπὸ τὸ ἑξῆς γεγονὸς γιὰ νὰ μᾶς εὐχαριστήσει ἢ γιὰ νὰ μᾶς ἐντυπωσιάσει μᾶς ἔβαλε ν᾽ ἀκούσουμε πῶς τραγουδᾶ κάποιους στίχους ἡ Μπέλλου ἢ ἄλλοι τραγουδιστές· ἀναφέρθηκε καὶ στὸ δημοτικὸ τραγούδι καὶ φυσικὰ δὲν ἔλεγξε ὁ κ. Σαββόπουλος ἂν ἡ Μπέλλου ἢ ὁποιοσδήποτε λαϊκὸς τραγουδιστής, ὅταν ἀποφασίζει νὰ τραγουδήσει ἕνα τραγούδι, ἔχει ἀκριβὴ παράσταση τῆς γραπτῆς μορφῆς τοῦ τραγουδιοῦ αὐτοῦ; Εἶμαι ἀπολύτως βέβαιος (γιὰ τὸ δημοτικὸ τραγούδι δὲν τίθεται θέμα: ὅσοι τραγουδοῦσαν κάποτε δημοτικὰ τραγούδια, ὀρθογραφία, ἔτσι ὅπως τὴν ἤθελε ὁ κ. Σαββόπουλος, καὶ μάλιστα μὲ τὴ γυναῖκα περισπωμένη, εὐτυχῶς δὲν ἤξεραν). ᾽Αλλὰ εἶμαι ἐπίσης βέβαιος, ὅτι ἂν ἐρωτηθεῖ ἡ Μπέλλου γιὰ τὴν ἔξοχη αὐτὴ τραγουδιστικὴ ἐκφορὰ τοῦ στίχου, πῶς γράφονται οἱ λέξεις, τὶς ὁποῖες τραγουδᾶ, ἂν παίρνουν ψιλὴ — δασεία, ψιλὴ — ὀξεία, περισπωμένη ἢ ὀξεία ἢ βαρεία, εἶμαι βἐβαιος ὅτι θ᾿ ἀποδειχθεῖ ὅτι ἡ Σωτηρία Μπέλλου δὲν ξέρει τὸν ἀκριβὴ τόνο αὐτῶν τῶν λέξεων, ὅπως κατὰ κανόνα δὲν τὸν ξέρουν καὶ οἱ περισσότεροι ῞Ελληνες. Ἡ Σ. Μπέλλου εἶναι τραγουδίστρια τῆς στάθμης ποὺ εἶναι, πιθανὸν κοντὰ στὰ ἄλλα, γιατὶ δὲν ἐπιμένει τόσο πολὺ καὶ στὶς διαφορὲς ἑνὸς ἄχρηστου ἀναμφισβήτητα τονικοῦ συστήματος, ἄλλο ἐὰν ἐπρεπε αὐτὸ ἀποτόμως νὰ καταργηθεῖ καὶ ἄλλο ἂν ἔπρεπε νὰ καταργηθεῖ ὅπως καταργήθηκε. ᾽Εδῶ τελειώνουν οἱ διαφωνίες μου μὲ τὸ γοητευτικὸ παραμύθι τοῦ κ. Σαββόπουλου, μὲ τὸ ὁποῖο κατὰ περιεχόμενο, ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς φιλολογικῆς ἐπιστήμης, διαφωνῶ ριζικῶς. Φοβοῦμαι ὅτι αὐτὸ ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ κ. Σαββόπουλος, πέρα ἀπὸ τὴ γοητεία του, ἀποτελεῖ ἐπιστημονικοφανὴ φάρσα.



Οἱ ἀπαντήσεις τοῦ Δ. Σαββόπουλου


POLYTONIKON17Ἀπαντῶ στὸν κ. Φόρη πρῶτα. Ἡ μουσικὴ δὲν εἶναι στὴ λέξη, ἡ μουσικὴ εἶναι στὴ λέξη σὲ σχέση μὲ τὸ «ἄλλο» της, σὲ σχέση μὲ τὶ προηγεῖται καὶ τὶ ἕπεται. Τὸ θέμα δὲν εἶναι τὸ «ὅμως» καὶ ὁ «ὦμος» ξεκομμένα. Ψιθυρίστε τὴ φράση «μὲ πονάει ὁ ὦμος μου ὅμως» καὶ θὰ καταλάβετε ἀμέσως τὴ διαφορά. ῍Η πεῖτε «δὲν πρόλαβε νὰ μάθει κἂν τὸ ἐπ᾿ ὤμου».

῞Ομως ἔρχεσθε νὰ παραβιάσετε, ἀνοιχτὲς θύρες. Ἐγὼ μόνος μου ἔφερα τὸ παράδειγμα τοῦ «ἀκριβός» ὡς ἐπίθετο καὶ τοῦ «ἀκριβῶς» ὡς ἐπίρρημα καὶ εἶπα ὅτι ἀκουστικὰ δὲν παρουσιάζουν καμιὰ διαφορά. Οὔτε τὸ διάγραμμα τῶν λέξεων τὸ ἔφερα ἐδῶ ὡς ἀπόδειξη. Τὸ εἶπα κι αὐτό· ἔφερα ἁπλῶς τὰ «παιχνίδια» μου ἀπὸ τὸ στούντιο γιὰ νὰ μπορέσω νὰ στήσω καλύτερα τὴν ἔκφρασή μου· ἔκφραση ἦρθα νὰ ἐπιτύχω καὶ ὄχι νὰ σᾶς ἀποστομώσω. Τὸ θέμα κ. Φόρη εἶναι ἀλλοῦ· εἶναι στὸ ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα ἔχει κυρίως βάση μουσικοποιητική, εἶναι δηλ. μία γλώσσα καθολικῆς ἐκφράσεως καὶ ὄχι μιὰ γλώσσα μετάδοσης πληροφοριῶν. Μ᾿ αὐτὴ τὴ μουσικοποιητικὴ βάση τῆς γλώσσας ἔχουνε ἄμεση σχέση οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο ἀκριβῶς τὰ ὑπερασπίζομαι.

Τὸ ἴδιο πρᾶγμα ἔχω νὰ πῶ στὸ φίλο κ. Γαβρόγλου. Δὲν σκέφθηκα ποτὲ ὅτι ἐδῶ εἶναι ἐπιστημονικὸ συνέδριο, ἐξάλλου δὲν θὰ εἶχα θέση σ᾿ ἕνα ἐπιστημονικὸ συνέδριο ἐγώ. Ἐπαναλαμβάνω ὅτι ἔφερα ὁρισμένες δοκιμὲς ἀπὸ τὸ στούντιο, γιὰ νὰ ἐκφράσω λαχτάρα ψυχῆς, μόνο γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο καὶ γιὰ κανέναν ἄλλο.

Ὁ κ. Μπελεζίνης ἔχει ὡραιότατη φωνή. Πραγματοποίησε ἕνα θαυμάσιο θέατρο τοῦ λόγου ἀπὸ ἀπόψεως τονισμοῦ καὶ ἐκφορᾶς, ὥστε ἐλπίζω κάποτε νὰ συνεργαστοῦμε, κι ἂς μὴν συμφωνοῦμε.

Ὁ κ. Μασαλᾶς... Μὲ συγχωρεῖτε κ. Μασαλᾶ τὰ λέτε ἐπίσης πολὺ ὡραῖα. POLYTONIKON18Χρησιμοποιήσατε διάφορα παραδείγματα μὲ τὰ ὁποῖα συμφωνῶ καὶ σᾶς εὐχαριστῶ γι᾿ αὐτό. ῞Ομως ἐὰν εἴχαμε καιρὸ καὶ γυρίζαμε τὸ μαγνητόφωνο... ὅταν μιλάγατε, δὲν φαντάζεστε τί ψιλὲς ὀξεῖες εἴπατε, τί ὠμέγα ἀποδώσατε, τί ἔψιλον. Καταπληκτικὸς εἴσασταν. Ἀλλὰ σᾶς εὐχαριστῶ θερμὰ διότι πραγματικὰ μιὰ παρατήρησή σας μοῦ δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ κάνω μίαν ἐξήγηση τὴν ὁποία δὲν πρόσεξα στὴν εἰσήγησή μου, δηλ. εἴπατε ὅτι ὁ τονισμὸς ἔχει σχέση μὲ τὴν ἔμφαση καὶ ἐπίσης μὲ τὰ αἰσθήματα. ῎Εχετε ἀπόλυτο δίκιο. Οἱ τόνοι τοὺς ὁποίους προσπαθῶ ἀδέξια ἐδῶ νὰ ὑπερασπισθῶ δὲν εἶναι ἀπόλυτοι καὶ ὑποχρεωτικοί. Θὰ εἴμαστε τότε μία θλιβερὴ καὶ μονότονη χορωδία ποὺ θὰ ἔλεγε συνεχῶς τὸ ἴδιο πράγμα. Οἱ τόνοι εἶναι ἕνα εἶδος παρτιτούρας, εἶναι ὅπως στὴ μουσική. Μιὰ ὀρχήστρα δὲν παίζει μόνον ὅ,τι βλέπει, γιατὶ ἂν ἔπαιζε μόνον ὅ,τι βλέπει, δὲν θὰ ὑπῆρχαν διαφορετικὲς ἐκτελέσεις, δὲν θὰ ὑπῆρχαν μαέστροι, δεξιοτέχνες, τραγουδιστές, οὔτε Κάλας, οὔτε τίποτε. Λοιπόν, ὑπάρχει ἀσφαλῶς ἐλευθερία καὶ ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει τὴ δική του «μουσική», τὸ δικό του τρόπο νὰ μιλάει. Καὶ ἀνάλογα μὲ τὴ στιγμὴ κι ἀνάλογα μὲ τὸ τί θέλει νὰ τονίσει, ποῦ θέλει νὰ δώσει ἔμφαση, μπορεῖ νὰ ἀλλάξει τὸν τονισμό. Δὲν εἶναι ἀπόλυτο ὅτι ὅταν ἔχουμε ψιλὴ ὀξεῖα θὰ ἔχουμε καὶ ψηλότερο ἦχο. Λέμε π.χ. «ἔλα τώρα» καὶ τὸ ἔλα παίρνει ψιλὴ ὀξεία κι ἀκούγεται πιὸ πάνω· ἀλλὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε καὶ «ἕλα τώρα». Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι ἡ παρτιτούρα δὲν χρειάζεται. Ἡ παρτιτούρα εἶναι ὁ μέσος ὅρος. Τὸ πολυτονικὸ σύστημα εἶναι ὁ μέσος ὅρος, εἶναι ἕνα εἶδος παρτιτούρας καὶ μᾶς βοηθάει πάρα πολὺ νὰ συνεννοούμαστε καὶ νὰ εἴμαστε ἀκριβέστεροι.

Ὁ κ. Κοτζιᾶς ἐπίσης ἀπήγγειλε μερικοὺς στίχους τοῦ Σολωμοῦ, POLYTONIKON19τοὺς ὁποίους δὲν συγκράτησα, ἀλλὰ ἡ ψιλὴ ὀξεῖα ἦταν ὁ ἰσχυρότερος φθόγγος. Αὐτὸ τὸ συγκράτησα. Ρώτησε, ἀφοῦ ἔχω καλὸ αὐτὶ καὶ τὰ ἀκούω ὅλα, πῶς εἶμαι ἀνορθόγραφος; Ξέρετε, μετάνοιωσα. Κι ὁ λόγος εἶναι τὸ αὐτί μου, τὸ λιγότερο ράθυμο μέρος τοῦ σώματός μου.

Καθηγητὰ Μαρωνίτη, ἂν εἶναι ἀλήθεια ὅτι σᾶς ἄφησα μία συμπαθητικὴ ἐντύπωση μέσα σας, δὲν εἶναι σωστὸ νὰ πολεμᾶτε μέσα σας αὐτὴ τὴ συμπαθητικὴ ἐντύπωση. Μοῦ εἴπατε πὼς ὅ,τι εἶπα δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ἐπιστήμη τῆς γλώσσας. Πράγματι, ἀλλὰ ξέρετε γιατί δὲν ἔχει σχέση; Διότι τὸ ἀντικείμενό μου, ἡ γλῶσσα, προϋπάρχει τῆς ἐπιστήμης. Μὲ τὸ δικαίωμα αὐτὸ μιλῶ.

POLYTONIKON23

Ἐνῶ ἔβλεπα τὶς διορθώσεις, πέφτουν στὰ χέρια μου τὰ «Εὑρισκόμενα Δημητρίου Καταρτζῆ» (ἐκδ. Ἑρμῆς). Νά τί γράφει στὰ 1788-1793 ὁ ἀρχηγὸς τοῦ ἑλληνικοῦ διαφωτισμοῦ, γιὰ τοὺς τόνους. (Γραμματικὴ τῆς ρωμαίικιας, σελ. 249) «Οἱ τόν᾿ εἶν᾿ ἕνα τέντωμα τῆς συλλαβῆς κατὰ τὸ ὕψος τῆς φωνῆς της». Καὶ παρακάτω «ἤγουν ἐκεῖ πού ᾽ναι τὸ τέντωμα δυνατό, ἡ ὀξεῖα, ἐκεῖ ᾽που ᾽ναι μαλακό, ἡ βαρεῖα, ἐκεῖ ᾽που ᾽ναι μεσηό, ἡ περισπωμένη».

Ἐντυπωσιακὸ νομίζω. Νά λοιπὸν ποὺ οἱ ἰσχυρισμοί μου δὲν εἶναι καὶ τόσο καινοφανεῖς κι ἀνυπόστατοι, ὅπως συχνὰ κατηγοροῦμαι. Κατ᾿ ἐμὲ βέβαια, ὑπάρχουν κι ἄλλα δύο «τεντώματα κατὰ τὸ ὕψος τῆς φωνῆς» ποὺ συμβολίζονται ἀπ᾿ τοὺς συνδυασμοὺς πνεύματος-περισπωμένης καὶ πνεύματος-ὀξείας, ποὺ γι᾿ αὐτὰ δὲν λέει τίποτε ὁ Καταρτζής. Πάντως ἕνα εἶναι τὸ σίγουρο· αὐτὸ ποὺ στὴν εἰσήγησή μου εἶναι ὑποψία, ἔκπληξη κι ἐλπίδα, στὸν Καταρτζῆ εἶναι βεβαιότητα καὶ κανόνας ἀπαραίτητος.



[1] Γιὰ τὰ ὅσα σοφά, ἐμβριθῆ καὶ ἐνθουσιώδη εἶπε ὁ Σ. Ράμφος, βλ. στὴν παροῦσα ἱστοσελίδα: menu → ΘΕΜΑΤΑ → Γλῶσσα → «Οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα ἔχουν τὴν ἀξία ποὺ ἔχουν οἱ κολῶνες τοῦ Παρθενῶνος».
[2] Σ. Ράμφος, ὅ.π.
[3] Δημητρίου Γ. Παναγιωτοπούλου, Θεωρία καὶ Πρᾶξις τῆς Βυζαντινῆς Έκκλησιαστικῆς Μουσικῆς, ἔκδ. Ἀδελφότης Θεολόγων «Ο ΣΩΤΗΡ», Ἀθῆναι 61997, σελ. 41, ὑποσ. 24.

"Ἀρχὴ καὶ τέλος σὲ ὅλα τὰ πράγματα νὰ βάζεις τὸν Θεό."

Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ

apolytikion

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Τηλέφωνον: 2441021510
Fax: 2441021510
E-mail: info@inagk.gr

Ἀβέρωφ & Ν. Πλαστῆρα 39
(Νέα Ἀγορὰ)
T.K. 431 32

x
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ

Τὰ κείμενα ποὺ φιλοξενοῦνται στὴν ἱστοσελίδα μας, ὡς πρὸς τὸ ἰδιαίτερο περιεχόμενο καὶ τὰ μορφολογικὰ χαρακτηριστικά τους ἀπηχοῦν ἰδέες, σκέψεις, θέσεις καὶ ἀντιλήψεις τῶν συντακτῶν καὶ συγγραφέων τους. Ἀρχή μας ἀποτελεῖ ἡ ἀπόδοσις τοῦ ὀφειλομένου σεβασμοῦ πρὸς τὴν ἐλευθερία διατυπώσεως προσωπικῆς γνώμης, ἐπιλογῆς ὕφους, γλωσσικοῦ ἰδιώματος ἢ συστήματος γραφῆς, ἤτοι τοῦ μονοτονικοῦ λεγομένου ἢ τοῦ πολυτονικοῦ — ἐμεῖς «φανατικὰ» καὶ ἀμετανόητα ἀκολουθοῦμε τὸ δεύτερο, αὐτὸ προκρίνουμε, αὐτὸ προτείνουμε, αὐτὸ προτιμοῦμε· καὶ θὰ θέλαμε, εἶναι ἀλήθεια, ὅλα τὰ κείμενα νὰ δημοσιεύαμε στὸ πολυτονικό, ὥστε, ὅπως καὶ κάποιοι λένε, νὰ μὴ προκαλεῖται «ὀπτικὴ μόλυνση στὸν ἱστοχῶρο μας» ἀπὸ τὴν ἀκρωτηριασμένη γραφή. Κάτι τέτοιο ὅμως ἀπαιτεῖ χρόνο καὶ γνώσεις, ποὺ ὅλοι δὲν ἔχουν. Μακάρι νὰ βρεθοῦν πρόσωπα ἱκανὰ καὶ πρόθυμα νὰ βοηθήσουν στὴν προσπάθεια αὐτή.

√ Ἐξυπακούεται ὅτι δὲν μποροῦν νὰ γίνουν δεκτὰ κείμενα τὰ ὁποῖα δὲν συνάδουν πρὸς τὸ διῆκον πνεῦμα τῆς ἱστοσελίδος.

ΕΚ ΤΟΥ Ι. ΝΑΟΥ