Κάποτε ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα που ήταν παντρεμένοι για περισσότερα από εξήντα χρόνια. Είχαν μοιραστεί τα πάντα. Είχαν μιλήσει για το καθετί. Δεν κράτησαν μυστικά ο ένας από τον άλλο - εκτός από το ότι η ηλικιωμένη γυναίκα είχε ένα κουτί από παπούτσια πάνω στην ντουλάπα της και είχε παρακαλέσει το σύζυγό της να μην το ανοίξει ποτέ ούτε να τη ρωτήσει κάτι σχετικά μ’ αυτό.
Όλα αυτά τα χρόνια ο σύζυγος ποτέ δεν είχε σκεφτεί το κουτί. Κάποια μέρα όμως η φτωχή ηλικιωμένη γυναίκα αρρώστησε βαριά και ο γιατρός είπε ότι δεν θα γινόταν καλά. Στην προσπάθειά τους να τακτοποιήσουν τις υποθέσεις τους ο δύστυχος γέρος πήρε το κουτί των παπουτσιών και το έβαλε πάνω στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι της γυναίκας του. Συμφώνησαν ότι είχε έρθει η ώρα που θα έπρεπε να μάθει τι έχει το κουτί μέσα. Όταν το άνοιξε βρήκε μέσα δύο πλεκτά πετσετάκια κι ένα μάτσο χρήματα που καθώς τα μέτρησε ξαφνιάστηκε. Ανέρχονταν σε 10.000 ευρώ!
«Όταν επρόκειτο να παντρευτούμε», είπε η γυναίκα του εξηγώντας το περιεχόμενο του κουτιού, «η γιαγιά μου μού είπε το μυστικό ενός ευτυχισμένου γάμου: δεν έπρεπε ποτέ να καυγαδίζω. Με συμβούλεψε αν ποτέ ήμουν θυμωμένη μαζί σου, θα έπρεπε να σιωπώ και απλώς να πλέκω με βελονάκι πετσετάκια».
Ο φτωχούλης ο γεράκος ήταν τόσο συγκινημένος που με δυσκολία συγκρατούσε τα δάκρυά του. Μόνο δυο πολύτιμα πετσετάκια ήταν μέσα στο κουτί. Μόνο δύο φορές είχε θυμώσει όλα αυτά τα χρόνια ζωής και αγάπης η καλή του! Κόντευε να εκραγεί από ευτυχία.
«Καλή μου», είπε, «αυτό εξηγεί τα πετσετάκια , αλλά τι συμβαίνει με όλα αυτά τα χρήματα; Από πού προέρχονται;»
«Ω», είπε, «είναι τα χρήματα που πήρα από την πώληση των σεμέν».