ΑΝΑΖΗΤΗΣΙΣ

«Ἀκολούθως ἐξάγει μερίδας ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων καὶ θέτει αὐτὰς ὑποκάτω τοῦ Ἀμνοῦ πρὸς τὰ ἀριστερὰ λέγων·

πὲρ μνήμης καὶ ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν τῶν μακαρίων καὶ ἀοιδίμων κτιτόρων τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας (ἢ τῆς ἁγίας μονῆς) ταύτης.

Καὶ μνημονεύει τοῦ χειροτονήσαντος αὐτὸν ἀρχιερέως, ἐὰν ἔχῃ κοιμηθῇ, καὶ ὧν ἔχει κεκοιμημένων, καὶ ἐπιλέγει·

Καὶ πάντων τῶν ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου, τῶν τῇ σῇ κοινωνίᾳ κεκοιμημένων ὀρθοδόξων πατέρων καὶ ἀδελφῶν ἡμῶν, φιλάνθρωπε Κύριε».

(Ἀπὸ τὴν Ἀκολουθία τῆς Προθέσεως)

Τὸ παρακάτω κείμενο κυκλοφορεῖ στὸ διαδίκτυο. 
Μπορεῖτε νὰ τὸ ἀκούσετε καὶ στὸ You Tube
https://youtu.be/mwYa7sVY97o

Ζει ακόμα ο επίσκοπος πού διηγήθηκε τούτη την ιστορία.

Είναι αληθινή ιστορία κι έχει βαθύ νόημα, γιατί αναφέρεται στην προσευχή των ζώντων για τούς τεθνεώτες.

 Οι προσευχές αυτές πάντοτε εισακούονται, μα πιο πολύ την ώρα της θείας λειτουργίας.Ο επίσκοπος πού αναφέραμε είχε στην περιοχή του έναν ιερέα, τον παπα-Γιάννη, ευλαβικό και σ' όλους αγαπητό. Μάλιστα στην άγία πρόθεση αργούσε λίγο, γιατί διάβαζε πολλά ονόματα. Είχε όμως ένα φοβερό ελάττωμα, του άρεσε το κρασί. Όσο καλός ήταν στα καθήκοντά του, τόση αδυναμία είχε στο πιοτό. Πολλοί του έλεγαν νά κόψει αυτό το πάθος, το τόσο αταίριαστο σε λειτουργό του Θεού. Το καταλάβαινε κι ο ίδιος, έκλαιγε με παράπονο, έκανε μερικές προσπάθειες, άλλά σε λίγες μέρες άρχιζε πάλι τα ίδια.

Μία μέρα πού είχε πάλι υποκύψει ατό πάθος του, πήγε στην εκκλησία και, όπως ήταν μισοζαλισμένος, έβαλε «Ευλογητός» κι άρχισε τη θεία λειτουργία.

Παραχώρησε όμως ο Θεός και κάποια στιγμή παραπάτησε μέσα ατό ιερό, όπότε του έπεσαν από τα χέρια τα τίμια Δώρα. Πάγωσε άπ' το φόρο του. 'Έπεσε κάτω κλαίγοντας κι άρχισε νά μαζεύει με τη γλώσσα το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Ένιωθε την ενοχή νά τον πνίγει, γιατί το έπαθε επειδή ήταν ζαλισμένος από το κρασί.

Πήγε στον επίσκοπο κι εξομολογήθηκε το φρικτό του αμάρτημα.

Κι εκείνος την άλλη μέρα, ύστερα από πολλή περίσκεψη, κάθισε στο γραφείο του και πήρε την πέννα στο χέρι. Έπρεπε νά κινήσει τη διαδικασία για την καθαίρεση του παπα-Γιάννη, άλλά...

Εκεί πού το χέρι του επισκόπου στεκόταν διστακτικό, βλέπει ξαφνικά σαν σε όραμα νά βγαίνουν μέσ' από τον τοίχο του δωματίου χιλιάδες άνθρωποι. Είχαν μάτια πονεμένα και περνούσαν μπροστά του φωνάζοντας: "Όχι, Δέσποτα, Μην τιμωρείς τον παπά, Μην τον καθαιρέσεις, συγχώρεσέ τον!" Περνούσαν αμέτρητες στρατιές ανθρώπων, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, καλοντυμένοι.

Τι φτωχοντυμένοι, αληθινό συλλαλητήριο ψυχών. Κι όλοι χειρονομούσαν προς το μέρος του, φώναζαν και παρακαλούσαν επίμονα: Όχι, Σεβασμιώτατε, μην το κάνεις αυτό, μη διώξεις τον παπά μας! Αυτός μας θυμάται και μας βοηθάει σε κάθε λειτουργία, μας λυπάται αληθινά, είναι φίλος μας! Μην τον καθαιρέσεις! μη! μη! μη!...

Κράτησε αρκετή ώρα αύτή ή οπτασία. Ο επίσκοπος, έκπληκτος, παρακολουθούσε αύτή την ανθρωποθάλασσα νά φωνάζει και νά ικετεύει για τον μέθυσο ιερέα. Κατάλαβε πώς ήταν οι ψυχές των νεκρών πού μνημόνευε ο παπα-Γιάννης όταν λειτουργούσε. Κι αυτή η μνημόνευση τούς ανακούφιζε πολύ, όσο το νερό τον διψασμένο στην καλοκαιριάτικη ζέστη. "Να η χειροπιαστή απόδειξη", σκέφτηκε, "πως οι προσευχές μας αναπαύουν τις ψυχές των νεκρών".

Ύστερα έστειλε και κάλεσε τον ιερέα. "Δεν μου λες, παπα-Γιάννη, μνημονεύεις πολλά ονόματα στην άγία πρόθεση όταν λειτουργείς;" —"Εκατοντάδες, Σεβασμιώτατε, δεν τα έχω μετρήσει".

—Γιατί το κάνεις αυτό και καθυστερείς τη λειτουργία; τον μάλωσε τάχα ο επίσκοπος.

—Λυπάμαι πολύ τούς πεθαμένους, γιατί δεν έχουν από αλλού βοήθεια, παρά μόνο από τις ευχές τις εκκλησίας. Γι' αυτό παρακαλώ τον Ύψιστο νά τούς αναπαύσει. Έχω ένα βιβλίο και γράφω μέσα όλα τα ονόματα πού μου δίνουν για μνημόνευση. Αύτή την τάξη παρέλαβα από τον πατέρα μου, πού ήταν επίσης παπάς.

—Καλά κάνεις, συμφώνησε ο επίσκοπος, έχουν ανάγκη οι ψυχές. Συνέχισε νά κρατάς την τάξη αύτή. Πρόσεξε μόνο νά μην ξαναμεθύσεις. Από σήμερα δεν θα ξαναβάλεις κρασί ατό στόμα σου. Αυτός είναι ο κανόνας πού σου δίνω. Είσαι συγχωρημένος.

Πραγματικά, ο παπα-Γιάννης ελευθερώθηκε οριστικά από το πάθος του πιοτού.

Μόνο πού στέκει στην προσκομιδή περισσότερο τώρα, μνημονεύοντας τα ονόματα των «τεθνεώτων».

Τὸ παραπάνω κείμενο κυκλοφορεῖ στὸ διαδίκτυο. 
Μπορεῖτε ἐπίσης νὰ ἀκούσετε τὴν διήγηση καὶ στὸ You Tube: https://youtu.be/mwYa7sVY97o

"Ἀρχὴ καὶ τέλος σὲ ὅλα τὰ πράγματα νὰ βάζεις τὸν Θεό."

Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ

apolytikion

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Τηλέφωνον: 2441021510
Fax: 2441021510
E-mail: info@inagk.gr

Ἀβέρωφ & Ν. Πλαστῆρα 39
(Νέα Ἀγορὰ)
T.K. 431 32

x
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ

Τὰ κείμενα ποὺ φιλοξενοῦνται στὴν ἱστοσελίδα μας, ὡς πρὸς τὸ ἰδιαίτερο περιεχόμενο καὶ τὰ μορφολογικὰ χαρακτηριστικά τους ἀπηχοῦν ἰδέες, σκέψεις, θέσεις καὶ ἀντιλήψεις τῶν συντακτῶν καὶ συγγραφέων τους. Ἀρχή μας ἀποτελεῖ ἡ ἀπόδοσις τοῦ ὀφειλομένου σεβασμοῦ πρὸς τὴν ἐλευθερία διατυπώσεως προσωπικῆς γνώμης, ἐπιλογῆς ὕφους, γλωσσικοῦ ἰδιώματος ἢ συστήματος γραφῆς, ἤτοι τοῦ μονοτονικοῦ λεγομένου ἢ τοῦ πολυτονικοῦ — ἐμεῖς «φανατικὰ» καὶ ἀμετανόητα ἀκολουθοῦμε τὸ δεύτερο, αὐτὸ προκρίνουμε, αὐτὸ προτείνουμε, αὐτὸ προτιμοῦμε· καὶ θὰ θέλαμε, εἶναι ἀλήθεια, ὅλα τὰ κείμενα νὰ δημοσιεύαμε στὸ πολυτονικό, ὥστε, ὅπως καὶ κάποιοι λένε, νὰ μὴ προκαλεῖται «ὀπτικὴ μόλυνση στὸν ἱστοχῶρο μας» ἀπὸ τὴν ἀκρωτηριασμένη γραφή. Κάτι τέτοιο ὅμως ἀπαιτεῖ χρόνο καὶ γνώσεις, ποὺ ὅλοι δὲν ἔχουν. Μακάρι νὰ βρεθοῦν πρόσωπα ἱκανὰ καὶ πρόθυμα νὰ βοηθήσουν στὴν προσπάθεια αὐτή.

√ Ἐξυπακούεται ὅτι δὲν μποροῦν νὰ γίνουν δεκτὰ κείμενα τὰ ὁποῖα δὲν συνάδουν πρὸς τὸ διῆκον πνεῦμα τῆς ἱστοσελίδος.

ΕΚ ΤΟΥ Ι. ΝΑΟΥ